H γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη είναι ένα βιβλίο γραμμένο σεμνά, σοβαρά, χαριτωμένα. Σπάνιο μείγμα, ιδιαίτερα στο χώρο όπου κινούνται τα κείμενα για τη γλώσσα. Ο Γ. Χάρης ενδιαφέρεται για τα γλωσσικά λάθη, όχι σαν τεκμήρια της επερχόμενης γλωσσικής αποκάλυψης ή σαν άθλια ράκη της γλωσσικής παρακμής -όπως το θέλουν αυτοί που έχουν αναλάβει τη γλωσσική μας σωτηρία- αλλά σαν τεκμήρια της γλωσσικής αλλαγής που επιμένει να κινεί και να δονεί τη γλώσσα -κάθε γλώσσα- παρά τον ιερό πόλεμο που εξαπολύουν εναντίον της τα κάθε είδους ιερατεία που ταλανίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. «Τα σημερινά λάθη είναι τα αυριανά σωστά» λέει ο συγγραφέας, συνοψίζοντας την ουσία της γλωσσολογικής γνώσης πάνω στο ζήτημα αυτό. Ωστόσο, προσθέτει, ώσπου να κατοχυρωθούν από τη χρήση τα σημερινά λάθη ως αυριανά σωστά, πρέπει να τα διορθώνουμε. Ετσι, αν κάποιος πει του διεθνή και όχι του διεθνούς, δεν χρειάζονται κοπετοί και θρήνοι, γιατί το λάθος αυτό το κινεί η ίδια λογική που έκανε το ανήρ-άνδρας, ώστε να κλίνεται όπως η πολυπληθής κατηγορία ουσιαστικών σε -ας (π.χ. ταμίας), ή τη γυνή-γυναίκα, ώστε να κλίνεται όπως η επίσης πολυπληθής κατηγορία θηλυκών σε -α (π.χ. ανοησία, βλακεία, λεξιπενία). Θα διορθώσουμε το λάθος, και ο χρόνος θα δείξει αν εντέλει η εξομάλυνση της κλίσης που αναγγέλλεται με τη γενική του διεθνή θα επικρατήσει ή όχι.


Με την ίδια λογική -που είναι η λογική της γνώσης για τη φύση της γλώσσας- θα μιλήσει ο Γ. Χάρης για τα δάνεια. Θα θυμίσει ότι όλες οι γλώσσες διαμορφώθηκαν από τον δανεισμό, φανερό ή κρυφό, και, όσον αφορά τον δεύτερο, θα βγάλει στη φόρα το καλά κρυμμένο μυστικό της καθαρεύουσας, ότι δηλαδή πίσω από την αρχαΐζουσα μεταμφίεσή της κρύβεται ένας όγκος γαλλισμών.


H άγονη αρχαιολαγνεία


Στα κείμενα του Γ. Χάρη παρελαύνουν επώνυμα όλοι οι επώνυμοι σκηνοθέτες της άγονης αρχαιολαγνείας, που εδώ και κοντά 30 χρόνια προβάλλουν -μιλώντας για τη γλώσσα- ένα ευρύτερο σενάριο για την κοινωνία, που βασίζεται στις έννοιες «περιούσιος λαός», «περιούσια γλώσσα», και γενικότερα στον στιγματισμό του διαφορετικού. Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ μακριά για να βρει τους καρπούς αυτής της εκστρατείας των «εθνικά» και «γλωσσικά» ευαίσθητων γλωσσολόγων, φιλοσόφων, κοινωνιολόγων, που χοροστάτησαν όλα αυτά τα χρόνια στη συνέχιση μιας ανασημασιοδοτημένης από τις συγκυρίες του καιρού αρχαίας γλωσσικής μυθολογίας. Αρκεί να δει τα πολυάριθμα ελληνοκεντρικά περιοδικά που θέλουν να «αποδείξουν» ότι η ελληνική γλώσσα μιλιέται εδώ και 20 εκατομμύρια χρόνια, ότι είναι η μητέρα όλων των γλωσσών, ότι η θεωρία της καταγωγής του ελληνικού αλφάβητου από το φοινικικό είναι σιωνιστική συνωμοσία κτλ.


Το ανησυχητικό είναι ότι αυτή η ανυπόστατη παραφιλολογία έχει αποκτήσει ερείσματα στις νεότερες γενιές, μέσα στη γενικότερη ιδεολογική ασάφεια που χαρακτηρίζει μια εποχή κρίσης όπου παλιές αναφορές στο αίτημα μιας εξανθρωπιστικής οικουμενικότητας έχουν αντικατασταθεί είτε από την εθνοφυλετική αναδίπλωση είτε από έναν ρηχό κοσμοπολιτισμό που τρέφεται από τις κυρίαρχες αξίες του νεοφιλελευθερισμού και των ηγεμόνων του. Το ζήτημα της γλώσσας στην Ελλάδα δεν μπορεί να συζητηθεί χωρίς να ενταχθεί στον ιστό -ή καλύτερα στη δίνη- των συμβάντων που χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή, στενότερα για την Ελλάδα αλλά και ευρύτερα: κατάρρευση της δικτατορίας και συνακόλουθη «κατάρρευση» της καθαρεύουσας (1976), ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση, άνοδος του ΠαΣοΚ στην εξουσία, τα λεγόμενα «εθνικά» ζητήματα (Σκόπια, Αλβανία, Τουρκία), κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και παρεπόμενοι πόλεμοι, παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, κατάρρευση του μεταπολεμικού κεϋνσιανού κράτους, βαθμιαία παράδοση όλων των κοινωνικών αγαθών στον έλεγχο των δυνάμεων της αγοράς, αμερικανική πλανητική ηγεμονία.


H κοινωνία και οι τύχες της


Οι συζητήσεις για τη γλώσσα και το ρόλο της ήταν πάντα και εξακολουθούν να είναι συζητήσεις για την κοινωνία, στάσεις απέναντι στην κοινωνία και στις τύχες της. Γι’ αυτό οι γλωσσικές συζητήσεις διεγείρουν πάθη. Κι εδώ πρέπει κανείς να πάρει τις αποστάσεις του από φαινομενικά σύμμαχες φωνές οι οποίες, στο όνομα μιας αντι-εθνοκεντρικής πολιτικής ορθότητας, αφαιρούν από αυτά τα πάθη τη συστατική ιστορικότητά τους, σύμφωνα με τα κελεύσματα ενός ανιστόρητου και γι’ αυτό κομφορμιστικού μεταμοντερνισμού, για να προτείνουν στη θέα της ιστορικής, κοινωνικής κριτικής προσέγγισης μια «γλωσσική ψυχανάλυση» που θα μας απελευθερώσει από τη «λογική των γλωσσικών παρατάξεων» και από τη «γραμμένη γλωσσική ιστορία» (Σ. Μοσχονάς, «Καθημερινή», 5.8.2001).


Ο Χάρης ευτυχώς δεν προσυπογράφει αυτό το «τέλος της ιστορίας» και εξακολουθεί με κριτικό πάθος να συμμετέχει στα γλωσσικά δρώμενα της εποχής, αντλώντας από μια μεγάλη παράδοση. Αλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος, παραπέμποντας σε μια παλιά επιγραφή τοίχου: «ένα γέλιο θα μας θάψει». Ενα γέλιο, ωστόσο, συχνά μας ανασταίνει. Και αξίζει να θυμηθούμε, μαζί με τον Γ. Χάρη, τον μεγάλο δάσκαλο Μποστ και το γέλιο που μας χάριζε χρησιμοποιώντας τη γλωσσική παρωδία για να ξεμπροστιάσει την κοινωνική-συμβολική λειτουργία της καθαρεύουσας. Ποιος θα ξεχάσει την αξέχαστη «βασιλομύτωρα» ορθογραφημένη με υ στη συλλαβή μυ, ή την «νήσον Μύκονον η οποία ήτο δέκα χιλιομέτρων μύκονος και πέντε πλάτωνος». Συνειδητά ορθογραφικά και γλωσσικά λάθη για να υπονομευθεί μια κίβδηλη, υποκριτική, απονεκρωτική ορθότητα.


Ο κ. A. Φ. Χριστίδης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.