Ο Δημήτρης Φατούρος διδάσκει αδιάκοπα από το 1959, είναι δηλαδή βαθύτατα ένας δάσκαλος. Υπήρξε ωστόσο και «πολιτικός» του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, μεταξύ άλλων πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και υπουργός Παιδείας. Κυρίως όμως υπήρξε προσωπικότητα που κατέγραψε με ιδιαίτερη οξύνοια, και για περισσότερο από μισόν αιώνα, την πολιτισμική πορεία της μεταπολεμικής κοινωνίας διεθνώς, κυρίως μέσα από το πρίσμα της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. H εντατική αυτή προσωπική εμπειρία μορφώθηκε και σε γραπτό λόγο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, με βιβλία και κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε έντυπα ποικίλων ειδικοτήτων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και τα οποία αποτέλεσαν συχνά πρώτες προσεγγίσεις αδιαμόρφωτων ακόμη φαινομένων. Ιδιαίτερα η ακαδημαϊκή παρουσία του Φατούρου, με τον κοσμοπολιτισμό και την ακτινοβολία της, αποτέλεσε για δεκαετίες το μεγαλύτερο ίσως σημείο αναφοράς για περισσότερες γενιές συνεργατών και μαθητών.


Το νέο βιβλίο του Φατούρου μιλάει για την αρχιτεκτονική με τον τρόπο του Φατούρου. Είναι μια στοχαστική και ώριμη κατάθεση, ένα είδος «εσωτερικού μονολόγου» για το τι είναι και τι θέλει η αρχιτεκτονική, για την ίδια την ουσία της αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας. Πρόκειται μάλλον για μια σειρά σκέψεων και στοχασμών που θαρρείς εκ των υστέρων ομαδοποιούνται και οριστικοποιούνται κάτω από συγκεκριμένους τίτλους σε συγκεκριμένα κεφάλαια. Ο συγγραφέας αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι, αύριο, το ίδιο πόνημα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. H θεματική που αναπτύσσεται στο βιβλίο και ο τρόπος δομής του, ένας τρόπος εμπεριεκτικός, συγκοινωνούντων δοχείων, θα ήταν δυνατόν να οδηγήσει λιγότερο έμπειρες γραφίδες στη διατύπωση σπουδαιοφανών κοινοτοπιών ή αυθαίρετων θεωρητικών σχημάτων. Τούτο όμως δεν είναι ακριβώς ένα βιβλίο θεωρίας της αρχιτεκτονικής, ακόμη λιγότερο θεωρίας των συνθέσεων, αλλά ένα βιβλίο που προσπαθεί να εξηγήσει γιατί είναι αναγκαία η αρχιτεκτονική, και ποια από όλα όσα θεωρούνται σήμερα αρχιτεκτονική είναι αναγκαία.


H ατομικότητα και η μοναξιά


Μαζί με την κριτική στάση απέναντι στην παράδοση («η παράδοση επιμένει σε στερεότυπα») και στο μεταμοντέρνο («ο μεταμοντερνισμός δεν είναι μέρος της ενεργού νεωτερικότητας») ο Φατούρος σχολιάζει κυρίως το αυτιστικό lifestyle, τη μελλοντολαγνεία, το virtual της «e-πραγματικότητας», το fun (και το φαινόμενο των γκραφίτι), καθώς και την καταναλωτική και κυνική «εύκολη έξαρση» με την οποία σήμερα επιχειρούνται οι πιο trendy αλλά στην ουσία στερεότυπες προσεγγίσεις της αρχιτεκτονικής από το κοινό και κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στο πλαίσιο αυτό προχωρεί στη λεπτή διάκριση μεταξύ διασκέδασης και ψυχαγωγίας, ατομικότητας και μοναξιάς. Πρόκειται για δύο εκρηκτικά δίπολα: η διασκέδαση προσφέρεται για εύκολη κατανάλωση («οι αρχιτέκτονες είναι διασκεδαστές;») και προλεγόμενό της είναι σήμερα η στείρα ατομικότητα και η «σαρκοβόρος ανταγωνιστικότητα», αντίθετα με την αγωγή της ψυχής που η πραγματική τέχνη προσφέρει (για παράδειγμα, η μουσική του Χατζιδάκι) και η οποία μπορεί να τροφοδοτείται από τη δημιουργική μοναξιά. Για τον συγγραφέα «ο κρίσιμος πυρήνας του κατοικείν είναι το διακύβευμα»: πρόκειται για μια δήλωση που επανέρχεται με διάφορους τρόπους για να υπογραμμίσει ότι η έννοια της κατοίκησης, με τα συμφραζόμενα και τις εννοιολογικές της προεκτάσεις, αποτελεί το πεδίο αναμέτρησης και νέου προσδιορισμού στόχων της σημερινής αρχιτεκτονικής κουλτούρας.


Ο Φατούρος, που δεν είναι ιστορικός αλλά συνθέτης, προχωρεί και σε άλλες τολμηρές διευκρινίσεις: προσεγγίζει ενδελεχώς την ουσία (και τη διαχρονικότητα) του μοντέρνου κινήματος, επιχειρεί την ανίχνευση του περιεχομένου όρων όπως το μοντέρνο, ο μοντερνισμός και η νεωτερικότητα, ανατέμνει τα ερμηνευτικά εργαλεία της αρχιτεκτονικής κριτικής, αποτιμά την αξία του «non finito» στο δημιουργικό έργο, εξηγεί τη συγχρονική λειτουργία του παρελθόντος και, σε ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του βιβλίου, τη σημασία της προϊστορικότητας. Το εργαλείο της προσέγγισης αυτής είναι μια γλώσσα ελευθεριάζουσα αλλά ακριβής ακόμη και στην ηθελημένη ελλειπτικότητά της, μέσω μιας εκφοράς που αποτελεί γλωσσικό εργαστήριο και όπου κυρίως οι φραστικές ιδιόλεκτοι αναπηδούν ζωντανές.


Ας παραθέσουμε μερικές: «μεταμορφωτική αρχιτεκτονική», «απουσία της υλικότητας», «στερεοτυπικές «στιγμές» του έργου», «υπερέξαρση της αρχιτεκτονικής», «συστηματική ένταση», «»ερεθισμένος» χώρος», «συγκροτημένη ευγένεια», «σειριακή [sic]!, δηλ. γραμμική δημιουργική διαδικασία», «κριτική αρχιτεκτονική», «βιβλιογραφική καταγωγή του παρελθόντος», «μεταμοντέρνα ή αποδομητική νευρικότητα», «»διαφημιστικοποίηση» της αρχιτεκτονικής» και πολλές άλλες. Ο σημειολόγος θα είχε άφθονο υλικό για τη συγγραφή ενός άλλου δοκιμίου βασισμένου στη δομή της γλώσσας αυτού του βιβλίου.


Με σύγχρονους όρους


Το βιβλίο εντούτοις έρχεται κατευθείαν από τη δεκαετία του ’60. Τούτο δεν αποτελεί αρνητική αξιολόγηση, το αντίθετο μάλιστα. Ο Φατούρος προχωρεί στη θεώρησή του με απόλυτα σύγχρονους όρους (πράγμα που αποδεικνύεται και από την πολύ ωραία εικονογράφηση), αλλά ταυτόχρονα είναι σαφής στην καταγγελία φαινομένων που δείχνουν να παρασύρουν σήμερα την αρχιτεκτονική σε μια «μη αρχιτεκτονική», στην ίδια την κατάργησή της, κατά ένα μέρος μάλιστα με ευθύνη του κόσμου των αρχιτεκτόνων και του διεθνούς συστήματος παραγωγής της αρχιτεκτονικής κουλτούρας. Με λίγα λόγια το βιβλίο περιέχει μια νέα πρόταση ήθους που σήμερα σε μερικούς κύκλους μπορεί να δείχνει passé, και η οποία ωστόσο επιστρέφει όλο και πιο επίμονα ως αίτημα.


Είναι προφανές ότι ο προβληματισμός του Φατούρου έλκει την καταγωγή του από τον νέο αρχιτεκτονικό ουμανισμό της δεκαετίας του ’50, από την αναθεώρηση του μοντέρνου με κοινωνικούς και ανθρωπολογικούς όρους, από το Team Χ, από τον Aldo van Eyck. Ο «Aldo» μάλιστα, ο μόνος αρχιτέκτονας στον οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται με το μικρό του όνομα, δείχνει να είναι (όπως και υπήρξε) ο αρχιερέας μιας νέας αντιφονξιοναλιστικής, πειραματικής, ιδιωματικής και εν τέλει διαπολιτισμικής προσέγγισης της αρχιτεκτονικής, μιας «απελευθερωμένης» αρχιτεκτονικής. Το σημείο εκκίνησης της θεώρησης του Φατούρου είναι ακριβώς αυτό, δηλαδή το ότι η αρχιτεκτονική παραμένει τέχνη, ότι η αρχιτεκτονική – πρέπει να – διέπεται από μια ουμανιστική διάσταση και ότι η πολυπλοκότητα του μοντέρνου εμπεριέχει νέες προοπτικές σχεδιαστικής έρευνας με κριτική εντούτοις στάση απέναντι σε φαινόμενα παγκοσμιοποίησης ή εύκολου καταναλωτισμού. «Το πρόσωπο της αρχιτεκτονικής είναι το πρόσωπο του ανθρώπου. Γι’ αυτό και είναι τέχνη» λέει ο συγγραφέας, και συμπληρώνει: «Σε όλες τις διαδρομές του ιστορικού χρόνου, η αναζήτηση διεξόδου σε κρίσιμα ζητήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τόσο σε ζητήματα προσωπικής στάσης όσο και σε ερωτήματα συλλογικά, είναι η τέχνη. Γι’ αυτό η συμβολική λειτουργία της αρχιτεκτονικής ως τέχνης διευκολύνει και ολοκληρώνει τον λόγο της ύπαρξής της και διαμορφώνει τη σκεπτόμενη δημιουργία».


Το βιβλίο του Φατούρου, με απόλυτα «σφιχτή» βιβλιογραφία και στο οποίο δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στην «τοπική παράδοση» ή στην «Ελλάδα», θα μπορούσε να έχει γραφτεί από έναν φινλανδό, μεξικανό ή ινδό αρχιτέκτονα, έχει δηλαδή μια μοναδική διάσταση παγκοσμιότητας. H συνολική αυτή αρχιτεκτονική κοσμοθεωρία, αποτέλεσμα μιας κατασταλαγμένης εμπειρίας, διατυπώνεται με τους όρους ενός «πολλαπλού πληθυντικού», είναι δηλαδή πολυαναφορική, πλαστική και ευέλικτη, έτσι ώστε η πολυπλοκότητά της να επιφυλάσσει περισσότερες της μιας προοπτικές απαντήσεων. Ο ρελατιβισμός αυτής της ισχυρής «διεισδυτικής διαισθητικότητας» του συγγραφέα εισχωρεί συχνά σε κρυφές και ανυποψίαστες απόψεις των πραγμάτων. Ενα μόνο ερώτημα: ο δάσκαλος οφείλει να παράγει βεβαιότητες ή αμφιβολίες; Μάλλον δεν υπάρχει απάντηση, κατά πάσα πιθανότητα εξαρτάται από τον δάσκαλο. Είναι πάντως βέβαιο ότι με το βιβλίο αυτό ο Φατούρος μάς μαθαίνει γραφή και κυρίως ανάγνωση, ανάγνωση της αρχιτεκτονικής και του νέου κόσμου που θα τη φιλοξενήσει.


Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής. 20ός αιώνας»