Δισέγγονος του θρυλικού ναυμάχου του 1821 Γεωργίου Σαχτούρη, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε μια νοικιασμένη γκαρσονιέρα της Κυψέλης, συντροφιά με τα λιγοστά οικογενειακά κειμήλια – ένα θεόρατο τσιμπούκι του προπάππου του, ένα λεύκωμα με παλιές φωτογραφίες, ένα αντίτυπο του ημερολογίου του, όπου περιγράφει σελίδες τού κατά θάλασσαν αγώνα εναντίον των Τούρκων. Μοναχικός και αταξίδευτος, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, που τιμήθηκε με το εφετινό Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, έστησε την επικράτειά του στους τέσσερις τοίχους του δωματίου του και βάλθηκε να παρατηρεί χρόνια ολόκληρα τους ανθρώπους μέσα από τα θολά τζάμια του Φλόκα στη Φωκίωνος Νέγρη, κάνοντας τέχνη όλα τα μικρά και τα μεγάλα του βίου, βάζοντας την ίδια τη ζωή του στην τέχνη αυτή: «H ποίησή μου είναι μια συνεχής αυτοβιογραφία· μοιάζει – και πρέπει να διαβάζεται – σαν ένα είδος υποσυνείδητου ημερολογίου της ζωής μου, έως σήμερα».


Καίγοντας τα βιβλία


Ο πατέρας του Δημήτριος, ανώτερος δικαστικός και νομικός σύμβουλος του κράτους, τον προόριζε για νομικά επαγγέλματα. Οταν όμως εκείνος πέθανε, ο Σαχτούρης παράτησε το πανεπιστήμιο και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Γιάννης Δάλλας στο βιβλίο του Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, έκαψε όλα τα νομικά του βιβλία, κόβοντας με αυτή τη δραματική χειρονομία τις γέφυρες με το παρελθόν. Πάντως, αν και είχε ήδη εκδώσει τη Λησμονημένη (1945), τις Παραλογαίς (1948) και το Με το πρόσωπο στον τοίχο (1952), φαίνεται πως καθοριστικό γεγονός όχι μόνο για την προσωπική του ζωή αλλά και για την ποίησή του – η οποία έκτοτε βαθαίνει ολοένα και προσανατολίζεται σταθερά προς τον εσωτερικό χώρο – ήταν ο θάνατος, στα 1955, της μητέρας του Αγγελικής, το γένος Παπαδήμα. «Αφού πέθανε κι η μητέρα μου» εξομολογείται στον Δάλλα «άρχισα σιγά σιγά να γδύνομαι μέσα κι έξω μου από πολλά· σιγά σιγά η όρασή μου έγινε διεισδυτικότερη και η ακοή μου οξύτερη, ώστε να βλέπω και ν’ ακούω τώρα καλύτερα τι μου αποκάλυπταν πίσω από την πρόσοψή τους τα πράγματα». Σε ανύποπτο χρόνο έγραφε στο ποίημα «Αιχμή Φεβρουαρίου»: «Κακή μητέρα / με τα καρφιτσωμένα μάτια / μ’ ένα μεγάλο καρφωμένο στόμα / με τα εφτά σου δάχτυλα / πιάνεις το βρέφος σου και το χαϊδεύεις / ύστερα απλώνεις τ’ άσπρα χέρια σου μπροστά / κι ο ουρανός τα καίει με τη χρυσή βροχή του».


Χριστούγεννα 1948


Παρά τους τρομερούς καιρούς που έζησε η Ελλάδα (Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος) η ποίηση που δημιουργεί ο Σαχτούρης είναι κατ’ εξοχήν αντιηρωική – σε αντίθεση με αυτήν που γράφουν οι κοινωνικά και πολιτικά «στρατευμένοι» ομότεχνοί του. Σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του δηλώνει: «Ο ρόλος του ποιητή είναι ένας, και στους εύκολους και στους δύσκολους καιρούς: να είναι ο εαυτός του και να γράφει αυτά που λέει η καρδιά του και το μυαλό του. Απόδειξη ότι όσοι επηρεάστηκαν πολύ από τα γεγονότα, δηλαδή όσοι πήραν θέσεις πολύ επαναστατικές, χάθηκαν. Μόνο ένας ειλικρινής έμεινε: ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ηταν ένα σωρό αριστεροί, οι οποίοι έσβησαν όλοι. Γιατί δεν είναι περιστασιακή η ποίηση, είναι αιώνια». Πάντως τα αποτρόπαια εκείνα γεγονότα εισχώρησαν στον κόσμο του, και τον μπόλιασαν με τον ζοφερό παραλογισμό τους. Αλλωστε κι αυτός δεν ήταν άμοιρος του δράματος. Στη διάρκεια της Κατοχής προσβλήθηκε από φυματίωση, και έζησε με πόνο και συντριβή τα Δεκεμβριανά – διηγείται στον Δάλλα ότι κάποια φορά μια σφαίρα πέρασε ξυστά από τη μύτη του ενώ άλλοτε είδε ένα παιδαρέλι να τρέχει λέγοντας μέσα σε ελαφρόμυαλη έξαψη πως σε λίγο θα ανατινάξουν μια πολυκατοικία και ότι πράγματι άκουσε σε λίγο την εκκωφαντική έκρηξη από τη κατεύθυνση όπου χάθηκε ο γαβριάς. «Σημαία / ακόμη / τα δόκανα στημένα στους δρόμους / τα μαγικά σύρματα / τα σταυρωτά / και τα σπίρτα καμένα / και πέφτει η οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού / το αίμα το αίμα το αίμα / εφιαλτικές γυναίκες / με τρυφερά κέρινα / χέρια / απεγνωσμένα / χαϊδεύουν / βόσκουν / στην παγωνιά / καταραμένα πρόβατα / με το σταυρό / στα χέρια / και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς / το τόπι / ο σιδερόδρομος της λησμονιάς / το τόπι του θανάτου» λέει στα σπαρακτικά «Χριστούγεννα 1948» από τη συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο.


Σπασμένες εικόνες


Από εκείνο το βιβλίο και ως το 1971, οπότε θα εκδώσει το Σκεύος, κυκλοφορεί το πιο σημαντικό corpus του έργου του, πέντε συνολικά συλλογές, που οδηγούν στην καθιέρωσή του ως μιας από τις πιο σημαντικές φωνές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: Οταν σας μιλώ (1956), Τα φάσματα ή H χαρά στον άλλο δρόμο (1958), Ο περίπατος (1960), Τα στίγματα (1962), Σφραγίδα ή H όγδοη σελήνη (1964), οι οποίες αποτέλεσαν μαζί με τις τρεις πρώτες τον τόμο Ποιήματα 1945-1971. Σε έναν δεύτερο τόμο με τίτλο Ποιήματα 1980-1998 (κυκλοφορεί και αυτός όπως και ο προηγούμενος από τις εκδόσεις Κέδρος) θα περιλάβει την παραγωγή των δύο τελευταίων δεκαετιών αποτελούμενη από πέντε ακόμη συλλογές: Χρωμοτραύματα (1980), Εκτοπλάσματα (1986), Καταβύθιση (1990), Εκτοτε (1996), Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998). Αν και ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας, ο Σαχτούρης υιοθέτησε από τα πρώτα του ακόμη βήματα τρόπους και τεχνικές του υπερρεαλισμού. Στο βιβλίο του Μίλτος Σαχτούρης. H παράκαμψη του υπερρεαλισμού (εκδόσεις της Εστίας) ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου σημειώνει σχετικά: «Οι εικόνες του εξελίσσονται σε αυτοδύναμες συμβολικές ενότητες, που αγνοούν το μεμονωμένο επεισόδιο και, γενικότερα, την περιπτωσιολογία, δημιουργώντας ένα παρατονισμένο, εσωστρεφές σύμπαν, όπου αντικείμενα, ζώα, άνθρωποι και μηχανές, χωρίς να αποβάλλουν τις κοινώς αποδεκτές ιδιότητές τους – με τις οποίες, άλλωστε, και εισάγονται πρωτογενώς στο ποίημα -, βαθμιαία εκπίπτουν σε διεστραμμένα υποκατάστατα του πραγματικού». Οι σπασμένες εικόνες του Σαχτούρη, ο εξαρθρωμένος κόσμος με όλες τις εφιαλτικές του προεκτάσεις είναι για εκείνον το τέλειο σκηνικό του δράματος. Παγιδευμένος και ο ίδιος στο μοιραίο αυτό παιχνίδι, όπου διαφυγή δεν υπάρχει καμιά – ένα μικρό ανυπεράσπιστο ζώο, ένας λαγός ταγμένος στον αφανισμό. «Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός / γύριζε στους δρόμους / ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός / έπεφτε στις λάσπες / Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός / άνοιγε η νύχτα / στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός / έφεγγε ο κόσμος / Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός/ πρήσκονταν η γλώσσα / βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός / θάνατος στο στόμα» («Ο τρελός λαγός»).


Βιβλία του Μίλτου Σαχτούρη (κυκλοφορούν σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Κέδρος)


* H λησμονημένη, 1945


* Παραλογαίς, 1948


* Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952


* Οταν σας μιλώ, 1956


* Τα φάσματα ή H χαρά στον άλλο δρόμο, 1958


* Ο περίπατος, 1960


* Τα στίγματα, 1962


* Σφραγίδα ή H όγδοη σελήνη, 1964


* Το σκεύος, 1971


* Χρωμοτραύματα, 1980


* Εκτοπλάσματα, 1986


* Καταβύθιση, 1990


* Εκτοτε, 1996


* Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια, 1998


Μελέτες για το έργο του


* Νόρα Αναγνωστάκη: Οι δύσκολοι καιροί μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, εκδόσεις Τραμ, 1973


* Γιάννης Δάλλας: Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, εκδόσεις Κείμενα, 1979


* Δ. N. Μαρωνίτης: Μίλτος Σαχτούρης. Ανθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές, εκδόσεις Γνώση, 1980


* Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Μίλτος Σαχτούρης. H παράκαμψη του υπερρεαλισμού, εκδόσεις της Εστίας, 1992


* Γιάννης Δάλλας: Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, εκδόσεις Κέδρος, 1997


Ο κ. Δημήτρης Χουλιαράκης τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» για το 2003.