«Η βραδεία κρυστάλλωση του καβαφικού ποιήματος τείνει να απομακρύνει επ’ άπειρον τον ποιητή από την άμεση κρούση… Βρισκόμαστε εδώ στο άκρο αντίθετο της ορμής της φοράς, στην περιοχή της πιο εγωκεντρικής πύκνωσης και του πιο φιλάργυρου θησαυρίσματος». Με αυτά τα λόγια, στην εύγλωττη μετάφραση του Γ. Π. Σαββίδη, η Margueritte Yourcenar χαρακτηρίζει τον τρόπο ποιητικής εργασίας του Κωνσταντίνου Καβάφη. H συνοπτική αυτή περιγραφή θα μπορούσε, πιστεύω, να έχει αξία και για τη διαφώτιση πτυχών της «εκδοτικής» πρακτικής του Αλεξανδρινού. Είναι γνωστή η ιδιοσυγκρασία της μεθόδου δημοσιοποίησης του έργου του που είχε επιλέξει ο Καβάφης. Τύπωνε τα ποιήματά του σε μεμονωμένα φυλλάδια ή τεύχη ή χειροποίητες συλλογές που διένεμε επιλεκτικά και ενημέρωνε ενίοτε με διορθώσεις πάνω στο τυπωμένο κείμενο.


H μαρτυρημένη, θεωρητική και ασφαλώς εφαρμοσμένη προτίμηση του Καβάφη για μια κατά το δυνατόν ελεγχόμενη σχέση του καλλιτέχνη με το κοινό του θα μπορούσε περαιτέρω να ιδωθεί και από την προοπτική του κατ’ εξοχήν καβαφικού ποιητικού – και φιλοσοφικού – τρόπου: εννοώ την ειρωνεία. Σε ένα του «σημείωμα ποιητικής και ηθικής» ο Καβάφης σκιαγραφεί την ειρωνική αποστασιοποίησή του από τα κρατούντα των κοινωνικών συνδιαλλαγών: «Το ξέρω που για να επιτύχει κανείς στην ζωή, και για να εμπνέει σεβασμό χρειάζεται σοβαρότης. Και όμως με είναι δύσκολο να είμαι σοβαρός και δεν εκτιμώ την σοβαρότητα… Γι’ αυτό κ’ εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψι. Ηύρα πως μεγάλως με διευκολύνει στες υποθέσεις μου. Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ».


Θα ήταν θεμιτό, και γόνιμο, να βλέπαμε την «εκδοτική» συμπεριφορά του Καβάφη και ως ειρωνική, ομολογουμένως αισθητιστική, υπονόμευση των συμβατικών κανόνων παραγωγής και προώθησης του καλλιτεχνικού προϊόντος. Οπως και να ‘χει το πράγμα και παρά τις όποιες ερμηνευτικές απόπειρες, γεγονός παραμένει ότι η φειδωλή και εκλεκτική επικοινωνία του Καβάφη με το κοινό του ευθύνεται για τα ενίοτε δαιδαλώδη, τόσο για τον απλό αναγνώστη όσο και για τον ειδικό μελετητή, προβλήματα εκδοτικής και εργογραφίας του, που με αφοσίωση και φιλολογική υπευθυνότητα έχει ανιχνεύσει και διαλευκάνει η δουλειά πρωτίστως των Γ. Π. Σαββίδη, R. Lavagnini, D. Haas και M. Πιερή.


Δεδομένης της πολυπλοκότητας των θεμάτων χρονολόγησης και ταξινόμησης του καβαφικού έργου, ο τόμος K. Π. Καβάφης: Ποιήματα 1882-1932, σε επιμέλεια Μανόλη Σαββίδη, από τις εκδόσεις Ερμής, έρχεται να καλύψει σε χρηστικό αλλά και ερευνητικά βοηθητικό επίπεδο το κενό της σύνολης και χρονολογικά ταξινομημένης παρουσίασης των καβαφικών ποιημάτων. Τα νέα Ποιήματα του Ερμή περιλαμβάνουν τα 154 «αναγνωρισμένα» ποιήματα του Καβάφη, καθώς και τα «αποκηρυγμένα» και «κρυμμένα» του. Το βιβλίο συμπληρώνεται με δύο χρήσιμα ευρετήρια, το πρώτο, ιδιαίτερα βοηθητικό, χρονολογικό και το δεύτερο τίτλων και πρώτων στίχων.


H συνολική εποπτεία της καβαφικής ποίησης που προσφέρει ο εν λόγω τόμος τον καθιστά όχι μια συνήθη συλλογή αλλά απαραίτητο «εγχειρίδιο» τόσο για τον απλό αναγνώστη όσο και για τον ειδικό καβαφιστή, αφού η διάρθρωσή του στηρίζεται σε προσεκτική χρονολογική διευθέτηση της συγγραφής/δημοσίευσης των καβαφικών ποιημάτων. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διανύσει το ποιητικό έργο του Αλεξανδρινού από την πρώτη σωζόμενη, «κρυμμένη», εφηβική εκδήλωσή του με το αγγλόφωνο, ενθουσιωδώς ρομαντικό πρωτόλειο «Leaving Therapia» (1882) ως το ύστατο και πολυεπίπεδα ειρωνικό «Εις τα Περίχωρα της Αντιοχείας» (1932-33) – ποιήματα που οριοθετούν όχι μόνον τη χρονική πορεία ενός κατ’ εξοχήν εν εξελίξει ποιητή αλλά και τη μείζονα γεωγραφία της πολύπτυχης ελληνικότητας και ελληνοπρέπειάς του. Οι ενδιάμεσοι σταθμοί των ποιημάτων του κανόνα, καθώς και των «αποκηρυγμένων» και των «κρυμμένων», αφήνουν να εκτυλιχθεί στο σύνολό της η εξέλιξη της ποιητικής και θεματικής του Καβάφη, κλασικού πια – παρά ή, μάλλον, χάρη στην προδρομική (μετα)μοντερνιστική τόλμη του – ποιητή που, κατά την εύστοχη προσωπική του ομολογία, δούλευε σαν τους αρχαίους: «Εργάζομαι σαν τους αρχαίους. Εγραφαν ιστορία, έκαμναν φιλοσοφία, δράματα μυθολογικής τραγικότητος – ερωτοπαθείς – τόσοι τους – όμοια σαν εμένα».


Εν κατακλείδι, ανεπιφύλακτα θα έλεγα ότι ο πολύτιμος και προσεκτικά φροντισμένος τόμος του Ερμή αποτελεί το ουσιαστικότερο – και όχι απλώς εορταστικά επιμνηστικό – ως τώρα εκδοτικό γεγονός για την εβδομηντάχρονη επέτειο του θανάτου του ποιητή.


Ο κ. Παναγιώτης Ροϊλός είναι διευθυντής του Προγράμματος Νεοελληνικών Σπουδών στα Τμήματα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Harvard.