Μπορεί ο γερμανός συγγραφέας Γκύντερ Γκρας να τιμήθηκε το 1999 με το Νομπέλ λογοτεχνίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτό που σπούδασε στα νεανικά του χρόνια ήταν η γλυπτική. Πέρυσι δημοσίευσε τη νουβέλα «Σαν τον κάβουρα», μια λογοτεχνική επεξεργασία της τραγωδίας του πλοίου «Βίλχελμ Γκούστλοφ», που φορτωμένο με χιλιάδες Γερμανούς πρόσφυγες από τις ανατολικές περιοχές βυθίστηκε το 1945 από σοβιετικό υποβρύχιο. Οταν ο Γκρας έκλεισε τα κιτάπια και τα παρέδωσε στον εκδότη του, θέλησε να απομακρυνθεί από το καταθλιπτικό αυτό υλικό με κάτι πιο ανάλαφρο. Αρχισε λοιπόν να φτιάχνει με πηλό ζευγάρια ανδρών και γυναικών σε χορευτικές στάσεις. Αυτό που ξεκίνησε στην αρχή σαν περισπασμός και παιδιά εξελίχθηκε σε έναν ολόκληρο θεματικό κύκλο από γλυπτά, σχέδια με κάρβουνο και κόκκινη κιμωλία και ποιήματα. Και εν όψει της φετινής Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου στη Φραγκφούρτη (8-13/10) ο Γκρας δημοσίευσε τα 36 αυτά ποιήματα μαζί με τα σχετικά σχέδια σε έναν επιμελημένο τόμο με τίτλο «Οι τελευταίοι χοροί».


Αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο


Στα χέρια μας κρατάμε ένα αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο του συγγραφέα, κάτι μάλλον σπάνιο για τον Γκρας. Διαβάζουμε στίχους αναπόλησης και προσωπικής εξομολόγησης, ανομοιοκατάληκτες ρίμες αφοπλιστικής τρυφερότητας, καυστικά πολιτικά ποιήματα, αλλά και αισχρά στιχάκια γεροντικής ακριτομυθίας. Και επειδή ο συγγραφέας υπήρξε ανέκαθεν δεινός χορευτής, ο χορός είναι το νήμα που συνδέει τα ποιήματα αυτά, ο χορός και ο έρωτας, όχι όμως σαν ανέμελες επιδόσεις αλλά σαν υπαρξιακά αντίδοτα του θανάτου. Στο ποίημα, για παράδειγμα, «Μετά τα μεσάνυχτα» ο γέρος και η γριά ακούνε ξαφνικά στο ραδιόφωνο μετά τις τελευταίες ειδήσεις ένα παλιομοδίτικο slowfox. Και αυτός της λέει: «Ελα, αγαπημένη, μόνο μερικά βηματάκια, πριν μου δώσεις και σου δώσεις – όπως πάντα αυτή την ώρα – τα χαπάκια: το ένα μετά το άλλο, μετρημένα»!


Ας δούμε λοιπόν μερικά στοιχεία της ποιητικής αυτής «αυτοβιογραφίας» του συγγραφέα: ο Γκύντερ Γκρας, γεννημένος το 1927, έμαθε να χορεύει όταν ήταν πιτσιρίκος, τότε που οι άντρες ήταν στον πόλεμο και οι κοπέλες έκλειναν λόγω λειψανδρίας το μάτι στους μικρούς. Ηταν τότε, στο λίκνισμα με κάποια Ιλζε δακτυλογράφο, μαθαίνοντας one-step, που εμφανίστηκε η πρώτη, ανολοκλήρωτη ακόμα στύση. Ακολούθησε η χορευτική μανία της πρώτης μεταπολεμικής Γερμανίας στους ρυθμούς των μπλουζ και του ραγκτάιμ, κάθε βράδυ επιδείξεις επιβίωσης στο καπηλειό «Lowenburg», με τα κέρματα να πέφτουν βροχή στο λαρύγγι του τζουκμπόξ. Μετά θα έρθουν το ταγκό και το βαλς: «Γλιστράμε μεταμφιεσμένοι πάνω σε μια απέραντη επιφάνεια, έχοντας πάρει τον χάρο στο κατόπι, κυνηγώντας τον ίδιο τον εαυτό μας». Αλλους χορούς δεν φαίνεται να έμαθε έκτοτε ο Γκρας.


Το βαλς και η πόλκα


Ηδη το βαλς ήταν για τα γούστα του πολύ «σοροπιαστό». Και αν είναι να ρίξει έναν χορό «πριν μιλήσουν πάλι οι πύραυλοι του καουμπόη», τότε προτιμά μια πόλκα. H πολιτική δυσφορία εισβάλλει σε μια σειρά ποιημάτων αυτής της συλλογής, κάπου ανάμεσα στα χορευτικά της νεότητας και τα ερωτικά του γήρατος: «Γηραιά Ευρώπη! Μετά από τόσες και τόσες εξαγωγές βαλς και βαλλιστικών, κάθεσαι τώρα και κοιτάς άπρακτη με θολά απ’ τα δάκρυα μάτια». Στο ποίημα «Παλιά μελωδία» ο πρόεδρος προσπαθεί μάταια να ανασυγκολλήσει με τη μελωδία του παλιού βιολιού του τα διασκορπισμένα μέλη των θυμάτων από τις βόμβες διασποράς. (Σημειωτέον ότι ο παλαιάς κοπής σοσιαλδημοκράτης Γκρας τάχθηκε κατά του πολέμου εναντίον του Ιράκ, αλλά υπέρ του πολέμου εναντίον της Γιουγκοσλαβίας!) Στο ποίημα «Military Blues» ο συγγραφέας παρακολουθεί με ένα επαναλαμβανόμενο σκωπτικό «αλληλούια» τις βαθμιαίες μεταμορφώσεις των μαύρων της Αμερικής, που από σκλάβοι στους ρυθμούς των μπλουζ έγιναν απελεύθεροι με πλήρες δικαίωμα να χαραμίσουν τη ζωή τους στο Βιετνάμ και τελευταία άψογοι εκτελεστές πολιτικών διαταγών, που «κάνουν τη δουλειά τους πιο λευκά κι απ’ τους λευκούς».


Κάποτε ο γερμανός κριτικός Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, από τους σοβαρότερους αμφισβητίες του πεζογραφικού ταλέντου του Γκρας, είχε πει ότι από το έργο του θα διασωθούν τα νεανικά του ποιήματα, μερικά σύντομα πεζά και ορισμένα κεφάλαια από το «Τενεκεδένιο Ταμπούρλο». Τώρα η επαινετική και ολοσέλιδη κριτική του Ράιχ-Ρανίτσκι στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» για τα όψιμα αυτά ποιήματα του Γκρας επιβεβαιώνει έμμεσα αυτή τη θέση. Πράγματι μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, αλλά η ουσία του ταλέντου του Γκρας είναι μια αλλόκοτη, αναρχική εκρηκτικότητα που σπινθηρίζει καλύτερα στον ποιητικό λόγο. Γι’ αυτό και τα νεανικά του ποιήματα, παραμελημένα εντελώς από τους έλληνες μεταφραστές του, είχαν εντυπωσιάσει την κριτική τις δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα. Μέσα σε μια περιρρέουσα ποιητική καλλιέπεια ο Γκρας χάλκευε στίχους ατίθασους και καθόλου τερπνούς, σαν ένα μωρό που ταρακουνάει την κουδουνίστρα του ενοχλώντας τον τακτοποιημένο κόσμο των μεγάλων.


Βέβαια τα χρόνια πέρασαν από τότε και η κουδουνίστρα του Γκρας δεν είναι τόσο στριγκή, όσο κάποτε, δεν προκαλεί μόνο θαύματα, κι ας επιγράφεται «Θαύμα» ένα από τα τελευταία αυτά ποιήματά του: «Μόλις πριν από λίγο κρεμόταν ο ταλαίπωρος/ μετά από τόσα χρόνια χρήση/ και να τώρα που σηκώνεται/ – τι θαύμα! σηκώθηκε -/ θέλει να τον θαυμάσεις και να τον θαυμάσω/ αντικείμενο χλεύης και χρήσης την ίδια στιγμή». Μια άλλη επίδοση του Γκύντερ Γκρας, τώρα που κλείνει τα 76 του χρόνια, είναι ότι σε κάθε στρογγυλά γενέθλια, η τελευταία φορά θα πρέπει να ήταν πέρυσι, κάνει μια κωλοτούμπα σε στενό πάντα κύκλο και μένει για λίγο με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά, μερικές στιγμές ανάποδης οικογενειακής ευτυχίας. Αυτή η στάση είναι και η αφετηρία των τελευταίων ποιημάτων της συλλογής «Οι τελευταίοι χοροί». Στο καλύτερο κατά τη γνώμη μας απ’ αυτά ο ποιητής σκέφτεται τι καλά που θα ήταν μια ωραία πρωία να κάνει το ίδιο ακροβατικό και ο κόσμος. Μπορεί έτσι να του έπεφτε τίποτα από την τσέπη, για παράδειγμα το κλειδί που θα μας επέτρεπε να βγούμε έξω και να του ξεφύγουμε επιτέλους!


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.