‘ Εδώ και αρκετά χρόνια σχεδόν όλες οι απαντήσεις, είτε προέρχονται από πολιτικά πρόσωπα είτε από τον αριστερό μπακ της Παναχαϊκής, εισάγονται με το «κοιτάξτε». Ετσι στην ερώτηση «σκοπεύετε να πάρετε μέτρα για…» ή «πώς βλέπεις το παιχνίδι της Κυριακής…», η απάντηση δεν είναι «ασφαλώς και θα πάρουμε» ούτε «δύσκολο παιχνίδι, όμως…» αλλά «κοιτάξτε, ασφαλώς και θα πάρουμε μέτρα» ή «κοιτάξτε, όλα τα παιχνίδια είναι δύσκολα…». Αμηχανία; Ισως. Προσπάθεια να κερδηθεί χρόνος; Ενδεχομένως. Αν και αυτό θα ίσχυε στην περίπτωση που ο ερωτώμενος και θα μπορούσε και θα ήθελε να απαντήσει επί της ουσίας, κάτι που σπανίως συμβαίνει. Ετσι κι αλλιώς, πάντως, όταν ρωτάτε οτιδήποτε, βεβαιωθείτε πρώτα ότι κοιτάξατε καλά, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται και λέγεται, αν δεν «κοιτάξτε», δεν θα καταλάβετε την απάντηση.


Ενα άλλο κλισεδάκι που μας είχε βγει κυριολεκτικά από τ’ αφτιά λίγα χρόνια πριν – έχω την αίσθηση ότι σήμερα η μόδα του έχει υποχωρήσει κάπως – είναι το «αν θέλετε». Ο,τι κι αν έλεγε κάποιος, είτε αυτός ήταν δημόσιο πρόσωπο είτε ο συνάδελφος στη δουλειά είτε η καλλίπυγος νεαρά με την οποία έβγαινες ραντεβού για πρώτη φορά, συνοδευόταν από το «αν θέλεις» ή «αν θέλετε». Είχαμε έτσι «εγώ είμαι άνθρωπος που λέει την αλήθεια, ειλικρινής αν θέλεις» κ.ο.κ., με αποκορύφωμα ανοησιολογούντα και ασημαντολογούντα εκφωνητή, από αυτούς που το πιο βαθύ που έχουν πει ποτέ είναι «να περνάτε καλά», ο οποίος έλεγε: «Η ώρα είναι οχτώ και τέταρτο ή οχτώ και δεκαπέντε ή ένα τέταρτο μετά τις οχτώ, αν θέλετε». Για σκέψου: όλα αυτά, και μάλιστα «αν εμείς θέλουμε».


Ασε πια εκείνο το «ακριβώς». Ο,τι κι αν ρωτήσει ένας δημοσιογράφος τον/τη συνάδελφο που είναι μαζί του στο στούντιο ή που κάνει ρεπορτάζ, η απάντηση εισάγεται πάντα με το «ακριβώς»: «Γιάννη, μπορούμε να πούμε, δηλαδή, ότι η κίνηση διεξάγεται κανονικά;». «Ακριβώς, Μαρία, όπως είπες κι εσύ, η κίνηση διεξάγεται κανονικά». Οποία σύμπτωση απόψεων, εκτιμήσεων και διαπιστώσεων! Βέβαια, you ask a silly question, you get a silly answer, λέγαμε στο χωριό μου. Οταν λοιπόν η ερώτηση είναι έτσι διατυπωμένη ώστε να εμπεριέχει την απάντηση (δηλαδή, όταν δεν υπάρχει ουσιαστικά ερώτηση), τι θέλεις να σου κάνει και ο άλλος; Ασε που πρέπει να γεμίζει και ο τηλεοπτικός/ραδιοφωνικός χρόνος.


Και τι να πει κανείς για μια άλλη (γλωσσική) επιδημία που είχε χτυπήσει πριν από λίγα χρόνια τους πολιτικούς μας; Από τότε που κάποιος προσφυώς το πρωτοείπε, όλοι και όλες, ό,τι κι αν έλεγαν, δεν παρέλειπαν να προσθέσουν «κατά την ταπεινή μου γνώμη» (ουαί υμίν… φαρισαίοι, κτλ., κτλ.).


ΥΓ.: Τι να γράψει κάποιος που αντιπαθεί τόσο τα κλισέ (όπως προκύπτει και από το σημερινό Υπο-γλώσσιο) για μια φίλη που επίσης αντιπαθούσε τα κλισέ και τις κάθε είδους συμβατικότητες, στη γλώσσα αλλά και γενικότερα; Εν πάση περιπτώσει: η Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, ένα από τα ωραιότερα και πιο προικισμένα κορίτσια της γενιάς μου και μια από τις κορυφαίες ελληνίδες μεταφράστριες, δεν «έφυγε» δυστυχώς – άλλωστε είχε «φύγει» προ πολλού· πέθανε πριν από λίγες ημέρες, στα 55 μόλις χρόνια της. Θα τη θυμόμαστε, άραγε, από τις ανεπανάληπτες μεταφράσεις της του Μπέκετ, της Ωστεν και άλλων πολλών, ιδιαίτερα απαιτητικών, κειμένων; Ποιος ξέρει;


Να λοιπόν, Αλεξάνδρα, που κι εγώ δεν απέφυγα το κλισεδάκι. Είχα όμως τουλάχιστον την πρόνοια να προσθέσω ερωτηματικό στο τέλος ώστε να γίνει πιο «παιχνιδιάρικο». Ξέρεις εσύ από τέτοια. Θα καταλάβεις.’


Ο Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).