Το δίτομο βιβλίο Εξουσία, βία, πόνος, που επιμελήθηκε ο Κλήμης Ναυρίδης, περιλαμβάνει κείμενα που παρουσιάστηκαν στο 3ο Διεθνές Συνέδριο Κλινικής Κοινωνιολογίας και Ψυχοκοινωνιολογίας στις Σπέτσες τον Μάιο του 1999.


H έκδοση έχει διπλό επετειακό χαρακτήρα. H πρώτη επέτειος είναι αυτή της βίας και του πόνου του πολέμου. Τον Μάρτιο του ’99 οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας απετέλεσαν ένα φόντο επάνω στο οποίο κινήθηκαν πολλά από τα κείμενα. Μάρτιος του 2003 οι βομβαρδισμοί της Βαγδάτης. H εξουσία, η βία, ο πόνος, η φρίκη ξαναχτύπησαν. H δεύτερη επέτειος είναι από τη μεριά του έρωτα και όχι από τη μεριά του θανάτου. Τον Μάιο του 2003 έγινε στις Σπέτσες το 4ο Διεθνές Συνέδριο Κλινικής Κοινωνιολογίας και Κλινικής Ψυχολογίας μετρώντας 15 χρόνια από το πρώτο συνέδριο που καθιέρωσε τις ανοιξιάτικες Σπέτσες ως τόπο διαλόγου.


Στη μεστή εισαγωγή του ο Ναυρίδης θέτει τον επιστημολογικό προβληματισμό που διατρέχει το βιβλίο: η έμφαση στην ολιστικότητα της ματιάς που συμπεριλαμβάνει το ψυχικό και το κοινωνικό, ο συνυπολογισμός της ιστορικότητας, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στην υποκειμενικότητα της παρατήρησης, η αναπόφευκτη ιδεολογική και συναισθηματική συμμετοχή του ερευνητή ή του κλινικού, η δυναμική διεργασία που αναπτύσσεται μεταξύ αυτού και του αντικειμένου του.


Είναι αδύνατον να αναφερθώ σε καθένα από τα 46 κείμενα, τα οποία εκ των πραγμάτων είναι άνισα. Ο πλούτος του βιβλίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διεπιστημονική συνάντηση κλινικών κοινωνικών ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, οικονομολόγων, επικοινωνιολόγων και ψυχαναλυτών.


Το πραγματικό και το συμβολικό


Ξεχωρίζω από τον πρώτο τόμο θεωρητικά κείμενα των Max Pages, Barus-Michel και Vincent de Gaulejac. Επίσης μου προκάλεσαν το ενδιαφέρον κείμενα που αναφέρονται σε ανάλυση περιπτώσεων και προβάλλουν ανάγλυφα διεργασίες πραγματικής και συμβολικής βίας, όπως αυτά της Μίκας Φατούρου και της Martha Huggins, όπου η βία επιβάλλεται ωμά αλλά και εξουθενώνει αυτόν που την εξασκεί, της Αννας Βιδάλη, όπου η βία που βιώνεται από μια γενιά μεταβιβάζεται ως μη μεταβολισμένο πένθος στην επόμενη, και της Αθηνάς Χατζούλη, όπου η βία προκύπτει από τις σχέσεις εξουσίας που παίζονται στο πλαίσιο της οικογενειακής επιχείρησης.


Ο Pages θέτει ερωτήματα για να κατανοήσουμε τη βία και τους μηχανισμούς που την παράγουν: Προκύπτει η βία από μια πρωτόγονη βαρβαρότητα την οποία ο άνθρωπος δεν θα ξεπεράσει ποτέ, αποτελεί συστατικό στοιχείο του κοινωνικού και του πολιτικού, ο πολιτισμός αυξάνει ή μειώνει τη βία; Αντλώντας από τη φροϋδική απαισιοδοξία αλλά και από την κοινωνική θεωρία αναδεικνύει θαυμάσια τις αντιφάσεις που διαπερνούν τις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας. Ανθρώπινες υπάρξεις που συσπειρώνονται, συγχωνεύονται παρά συνδέονται πραγματικά, δεσμοί απατηλοί, ασταθείς, αδιαφοροποίητες μάζες, απειλημένα υποκείμενα και ταυτόχρονα όλο και περισσότερες εκλάμψεις υποκειμενικότητας, σχέσεων και ελευθερίας. Οι ίδιοι μηχανισμοί που μας χειραγωγούν συλλογικά και καλλιεργούν το πρωτόγονο συναίσθημα ταυτόχρονα αποτελούν και την ευκαιρία αυτοπραγμάτωσης και αυτονόμησης.


H αναμφίβολη πρόοδος του πολιτισμού έχει όλο και υψηλότερο κόστος. Αυτή η απαισιόδοξη οπτική δεν στερείται πραγματολογικών αποδείξεων: πόλεμοι, σφαγές, γενοκτονίες, απολυταρχικά πολιτεύματα, ξεριζωμοί, τρομοκρατία, βία μέσα στις πόλεις. Ο Pages αντιτάσσει σε αυτή τη βία τις έννοιες της αγάπης, του δεσμού, της σχέσης, της δημοκρατίας.


Ρήξη κανόνων


H Barus-Michel αντιτάσσει στη βία τον μετασχηματισμό της σε δημιουργικότητα. Μιλάει για μια βία που ασκείται επάνω στη συμβατικότητα, για τη ρήξη αναγνωρισμένων κανόνων και αξιών. Ο δημιουργός κατακυριεύεται από μια εσωτερική βία και το καλλιτεχνικό δημιούργημα περνάει στον παραλήπτη μόνο μέσα από την επικοινωνία αυτής της βίας.


Πολλές αναλύσεις του φαινομένου της βίας προσφεύγουν σε οικονομικά αίτια. Ξέρουμε, π.χ., ότι στην Αμερική η αύξηση της ανεργίας κατά μία εκατοστιαία μονάδα συνδέεται με αύξηση στο έγκλημα κατά έξι εκατοστιαίες μονάδες (Gilligan, James, Violence: Reflections on a National Epidemic, New York, Vintage, 1997). Πολλές εμπειρικές έρευνες μας επισημαίνουν ότι ο βασικός λόγος για τον οποίο η ανεργία οδηγεί στη βία δεν είναι μόνο η έλλειψη υλικών αγαθών αλλά και η ψυχολογική στέρηση αξιοπρέπειας, αυτοσεβασμού και υπερηφάνειας. Στην ανάλυσή του ο De Gaulejac ακολουθεί το νήμα που συνδέει την εξουσία με την οικονομική βία και τον πόνο. Διαπιστώνει ότι η οικονομία αναπτύσσεται ενάντια στην κοινωνία. Το σύστημα της αγοροκρατίας δεν αποτελεί παράγοντα κοινωνικής συνοχής αλλά συμβάλλει στην αποδόμηση των κοινωνικών δεσμών.


H ανακούφιση του πόνου


Εκτός όμως από αναλύσεις, τι μπορούν να κάνουν οι κοινωνικοί επιστήμονες για να ανακουφιστούν ο ατομικός και ο συλλογικός πόνος; Μην ξεχνάμε ότι η κλινική ψυχοκοινωνιολογία παρεμβαίνει στην επικοινωνία κοινωνικών ομάδων, προσπαθεί να απαλύνει τον κοινωνικό πόνο, βοηθάει τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα σε ομάδες και ανάμεσα σε ομάδες. Πολλά από τα κείμενα αναφέρονται σε παρεμβάσεις στον χώρο της εργασίας, των επικοινωνιών, του σχολείου, της παιδικής προστασίας.


Η Nicole Aubert μιλάει για τη δουλειά που πραγματοποίησε στο γαλλικό ταχυδρομείο, μια δημόσια επιχείρηση υπό ριζική αναδιάρθρωση, στο πλαίσιο της οποίας τα φαινόμενα εξουσίας, βίας και πόνου ήταν ιδιαίτερα έντονα. Πώς μπορεί η επιχείρηση να μην απαξιώνει τους υπαλλήλους της, να τους κάνει να ταυτίζονται θετικά με τον χώρο εργασίας; Πώς αισθάνονται οι εργαζόμενοι που περιθωριοποιούνται, που «μπαίνουν στο ψυγείο»; Τι αποτελέσματα έχει η εφαρμογή μιας προστατευτικής λογικής όπου οι εργαζόμενοι δεν χάνουν μεν τη δουλειά τους, αισθάνονται όμως άχρηστοι και περιττοί; Η Dominique Lhuilier αναλύει μια σειρά τέτοιες περιπτώσεις που απεικονίζουν ανάγλυφη τη συμβολική βία ενός κοινωνικού θανάτου.


Είναι κοινός τόπος ότι τα άτομα που έχουν υπάρξει θύματα βίας γίνονται και αυτά βίαια. Λες και ακολουθείται ένας νομοτελειακός μηχανισμός όπου η τυραννία αναπαράγεται μέσα στο ίδιο το βασανισμένο υποκείμενο, μέσα στις ίδιες τις βασανισμένες ομάδες. Ο Andre Renaud καταθέτει την εμπειρία του μέσα από κλινική δουλειά ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας με μεθοριακούς ασθενείς που είχαν πέσει θύματα βίας στην παιδική τους ηλικία και εξελίχθηκαν σε βίαιους ενηλίκους που επέβαλλαν σωματική, ψυχολογική και ηθική τυραννία στους άλλους. Ο Maurice Jeannet ωστόσο αναρωτιέται ποιοι είναι οι μηχανισμοί που βοηθούν κάποια άτομα να ξεπεράσουν το τραύμα τους και να μην ακολουθήσουν τη νομοτελειακή αναπαραγωγή της βίας.


Το κείμενο της Τάνιας Βοσνιάδου μού μίλησε προσωπικά, όπως φαντάζομαι μιλάει και σε όλες τις γυναίκες της γενιάς μου. Πρόκειται για τον ενδοψυχικό και διαπροσωπικό πόνο που νιώθουν οι σύγχρονες Ελληνίδες καθώς απομακρύνονται από τις βαθιά ριζωμένες παραδοσιακές αναπαραστάσεις που αφορούν τη θηλυκή τους υπόσταση και επιδιώκουν να κατασκευάσουν νέες εικόνες μιας αυτόνομης υποκειμενικότητας. Για τη συγγραφέα ο πόνος συνίσταται στην αδυναμία τους να αποδεχθούν τα αμφιθυμικά συναισθήματα, μια αδυναμία που εδράζει τόσο στην προσωπική σφαίρα όσο και στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτισμική συγκυρία.


H τελευταία ενότητα ασχολείται με τη θέση και τα όρια του κοινωνικού επιστήμονα. Ο Marcel Bolle de Bal αφορμάται από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Ολα είναι εξαιρετικά επίκαιρα. Ιδιαίτερα η ανάλυση για το θέαμα και τη διαχείριση του πόνου από τα ΜΜΕ, ενός μακρινού «εξ αποστάσεως» πόνου που εισβάλλει στην εφησυχασμένη ζωή μας αφήνοντάς μας αμήχανους μπροστά σε κάτι που είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά. Παραπέμπει στην εξοικείωσή μας με το τρομακτικό, που σε ένα κείμενό του ο Μάνος Χατζιδάκις ταύτιζε με τον ορισμό της πορνογραφίας. Η διαχείριση αυτού του εξ αποστάσεως πόνου για τον Bolle de Bal χαρακτηρίζει την κοινωνία της αποσύνδεσης που ζούμε, μια αποσύνδεση κοινωνική, ψυχολογική, πολιτιστική. Και είναι ο κλινικός ψυχοκοινωνιολόγος που μπορεί να απαντήσει στην ανάγκη για επανασύνδεση με τον εαυτό μας, με τους άλλους, με τον κόσμο. Είναι αυτός, λέει ο Bolle de Bal, που επιδιώκει να συνδέσει τη θεωρία με την πρακτική, την ψυχολογία με την κοινωνιολογία, το συνειδητό με το ασυνείδητο, τον πολίτη με την πολιτεία.


H κυρία Θάλεια Δραγώνα είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.