‘ Οπως έχω ήδη αναφέρει και με άλλες ευκαιρίες, ένα από τα πιο αγαπημένα επιχειρήματα(;) των κάθε λογής νεογλωσσαμυντόρων και «ανησυχούντων» αφορά τη γλώσσα που διδάσκεται, ομιλείται και γράφεται στις μέρες μας σε σύγκριση και αντιπαραβολή με τα «καλά» και «σωστά» ελληνικά παλαιότερων γενεών και εποχών.


Είναι γνωστό ότι η τάση για εξιδανίκευση του παρελθόντος αποτελεί βασικό στοιχείο του ανθρώπινου ψυχισμού. H μυθοποίηση όμως εποχών και καταστάσεων που κάθε άλλο παρά λαμπρές υπήρξαν από γλωσσική άποψη αγγίζει συχνά τα όρια της μυωπίας. Ουδέποτε ίσως η γλωσσική σύγχυση στη χώρα μας ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι κατά τις δεκαετίες πριν από τη λεγόμενη «μεταρρύθμιση Ράλλη» στην παιδεία.


Αρκεί και μόνο να θυμηθεί κανείς τη γλώσσα των δημοσίων εγγράφων και ομιλιών της εποχής εκείνης για να ανατριχιάσει με τα «καλά» και «σωστά» ελληνικά για τα οποία με τόσο θαυμασμό γίνεται συχνά λόγος. Διαβάζοντας κανείς παρόμοια κείμενα συνειδητοποιεί πόσο μικρό ήταν το βήμα που χρειάστηκε να κάνει ο Παπαδόπουλος έως τους αλήστου μνήμης λόγους του, οι οποίοι, στο κάτω κάτω της γραφής, δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από το να αναπαράγουν εν πολλοίς ένα ήδη κυρίαρχο και πριν από τη χούντα πρότυπο λόγου (αυτό το ίδιο πρότυπο που τόσο υπέροχα σάρκασε και απομυθοποίησε ο Μποστ).


Αφορμή για να τα ξαναθυμηθώ όλα αυτά υπήρξαν δύο ενδιαφέροντα κείμενα από «Το Βήμα» της 24ης Αυγούστου, που είχα την ευκαιρία να τα δω πριν από λίγες μόνο μέρες, μια και έλειπα από την Ελλάδα όταν κυκλοφόρησε το συγκεκριμένο φύλλο.


Το πρώτο ήταν ένα σχόλιο για το τι είχαν δηλώσει οι τότε πολιτικοί αρχηγοί όταν καθιερώθηκε το «πόθεν έσχες», πριν από περίπου 40 χρόνια. Σε δήλωση, λοιπόν, επιφανούς πολιτικού διαβάζουμε: «Εκ περισσού δηλώ διά της παρούσης ότι αποδεσμεύω του απορρήτου πάντα (sic) τράπεζαν και πάντα οργανισμόν εν Ελλάδι ή εν τη αλλοδαπή»… και «ηγοράσθη εις τιμήν υψηλοτέραν όλων των παρακειμένων οικοπέδων» (προφανώς, εις τιμήν υψηλοτέραν εκείνης όλων των…, θα ήθελε να πει). Εστω και αν τις δηλώσεις δεν τις συνέτασσαν οι ίδιοι οι πολιτικοί αλλά κάποιος γραμματέας ή παρατρεχάμενός τους, το πρόβλημα ως προς τα κυρίαρχα γλωσσικά ήθη και πρότυπα της εποχής παραμένει.


Την ίδια μέρα «Το Βήμα» συνοδευόταν όμως και από ένθετο για τους σεισμούς του 1953 στα Επτάνησα, το οποίο περιλάμβανε και σχετικά δημοσιεύματα από τον Τύπο της εποχής. Διαβάζουμε λοιπόν σε κύριο (οκτάστηλο) τίτλο: «Των υπολογιζομένων 400 και πλέον νεκρών εξηκριβώθησαν μέχρι της χθες οι 150» (υποθέτω ότι η φράση εννοεί πως είχε ήδη εξακριβωθεί η ταυτότητα 150 νεκρών, αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά). Επίσης, σε άλλες εφημερίδες των ίδιων εκείνων ημερών διαβάζουμε: «Εκεί όπου άλλοτε ήνθει το χαμόγελον της ζωής», «ήδη επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη όπως φθάσουν αυτοπροσώπως εις τον τόπον της συμφοράς όλοι όσοι…» (θα μπορούσαν, προφανώς, να φθάσουν και δι’ αντιπροσώπου), «συναγερμόν αλληλεγγύης με επικεφαλής τους βασιλείς, οι οποίοι θέλουν αναχωρήσει…» (τώρα, ήθελαν, δεν ήθελαν, θα σας γελάσω), «απαγορεύεται και ο έκπλους παντός πλωτού μέσου με επιβάτας γηγενείς» (ενώ, προφανώς, θα μπορούσαν να εκπλεύσουν και… μη πλωτά μέσα).


Καλό θα είναι, λοιπόν, κάθε φορά που κάποιος – καλοπροαίρετα, έστω – καταλαμβάνεται από νοσταλγία για τα γλωσσικά του νιάτα, πριν αναθεματίσει τη σημερινή μας «κατάντια» και πριν επαναλάβει τα γνωστά κλισέ περί «αφασικής νεολαίας», «αγραμματοσύνης» κλπ., να ρίχνει και καμιά ματιά σε τίποτα δικόγραφα και δημόσια έγγραφα ή ακόμη και σε παλιά φύλλα εφημερίδων της εποχής που «οι Ελληνες μάθαιναν γράμματα».’


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Πρόσφατα από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφόρησε σε μετάφρασή του το μυθιστόρημα της Τζέην Ωστεν «Εμμα».