‘ Υπό την επήρεια πρόσφατων εντυπώσεων από την Ολλανδία το πρώτο αυτό μετακαλοκαιρινό Υπο-γλώσσιο, και ας μου συγχωρεθεί η απροκάλυπτη συμπάθεια για την πραγματικά «ανοιχτή» αυτή κοινωνία.


Σε αυτή, λοιπόν, τη χώρα, που τόσο ανεκτική και φιλόξενη φάνηκε πάντοτε προς τους κάθε λογής ετερόδοξους, διαφωνούντες και διωκόμενους («Where else can you find such a complete liberty?» έγραφε ήδη στα τέλη του 17ου αι. ο Λοκ), εντυπωσιάζεται κανείς από την άνεση, και κυρίως από την προθυμία, με την οποία οι Ολλανδοί χρησιμοποιούν τα αγγλικά σχεδόν σαν δεύτερή τους γλώσσα. Και δεν αναφέρομαι, βέβαια, σε λόγιους μόνο, ή έστω σε κάποιες κοινωνικές και επαγγελματικές ελίτ, αλλά και στον οδηγό του τραμ, ή την πωλήτρια στο πιο ασήμαντο μαγαζάκι της πιο ασήμαντης κωμόπολης. Και όμως, οι Ολλανδοί υπήρξαν κατά το παρελθόν θαλασσοκράτορες, σχεδόν κοσμοκράτορες, και επομένως θα δικαιολογούνταν να έχουν την έπαρση που διακρίνει άλλους λαούς, οι οποίοι θεωρούν μειωτικό, κατά κάποιον τρόπο, να μάθουν και να μιλήσουν αγγλικά, ή και οποιαδήποτε άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους.


Υπάρχουν δύο (χοντρικά) τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς την αναμφισβήτητη πια πρωτοκαθεδρία της αγγλικής γλώσσας. Ο πρώτος είναι ο – κατά τη γνώμη μου – συμπλεγματικός, αυτός που δείχνει ανασφάλεια και έπαρση (δηλαδή, ανεστραμμένη ανασφάλεια). Πρόκειται για τη στάση εκείνη που βλέπει τα αγγλικά σαν απειλή, και όχι σαν τη lingua franca της εποχής μας, η οποία επιτρέπει σε ανθρώπους κάθε σχεδόν φυλής και εθνικότητας να ανταλλάξουν μεταξύ τους τρεις – ή και πολύ περισσότερες, βέβαια – φράσεις που θεωρούν απαραίτητες. Το θέμα είναι μεγάλο και ο χώρος ανεπαρκής για να επεκταθώ. Ομως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτό που ορισμένοι προσπάθησαν να κάνουν πριν από μερικές δεκαετίες με την εσπεράντο έγινε εκ των πραγμάτων μέσω της ευρύτατης διάδοσης της αγγλικής. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα ήρθε να το λύσει όχι κάποια εγκεφαλική ή τεχνητή κατασκευή, αλλά «η ίδια η ζωή» κατά το κοινώς λεγόμενο.


Προ ετών μάλιστα διατυπώθηκε στην Ολλανδία η πρόταση, η οποία προς το παρόν δεν έχει γίνει δεκτή, να καθιερωθεί και επισήμως η αγγλική ως δεύτερη γλώσσα της χώρας. Και όλα αυτά δίχως ούτε «να σηκωθούν και οι πέτρες», ούτε να ζητηθεί «η κεφαλή επί πίνακι» όσων το πρότειναν. Κάτι ανάλογο φαντάζομαι ότι είχε κατά νου και η Αννα Διαμαντοπούλου όταν κατέθετε τον αντίστοιχο δικό της προβληματισμό. Ωστόσο, τόσο ο χρόνος όσο και ο τρόπος με τον οποίο έθεσε το ζήτημα ήταν λάθος. Και, ως γνωστόν, στην πολιτική – και όχι μόνο -, όταν πεις κάτι σωστό σε λάθος στιγμή, σε λάθος τόπο και με λάθος τρόπο, παύει αυτομάτως να είναι… σωστό. Ο πυρήνας πάντως του σχετικού προβληματισμού, είτε προέρχεται από ολλανδικά είτε από ελληνικά χείλη, θα άξιζε ίσως να μας απασχολήσει.


Ετσι κι αλλιώς, κάποια στιγμή θα πρέπει να ξεπεράσουμε τον αμυντικό και ξενόφοβο επαρχιωτισμό μας και να μη φοβόμαστε τους ανοιχτούς, γλωσσικούς και άλλους, ορίζοντες. Να αντιληφθούμε, δηλαδή, ότι με το να αισθανόμαστε και να είμαστε εκτός από Ελληνες και πολίτες του κόσμου δεν κινδυνεύει ούτε η «ψυχή μας», ούτε ο πολιτισμός μας, ούτε η γλώσσα μας, ούτε τίποτε. Προσωπικά, αισθάνομαι εξίσου γλωσσικά ευτυχής όταν «ανακαλύπτω» ένα όμορφο αρχαιοπρεπές ελληνικό επίθετο που μπορώ να το χρησιμοποιώ στα κείμενά μου, όσο και όταν μπορώ να απολαύσω, στο εξωτερικό ή σε DVD, μια αγγλόφωνη ταινία δίχως υπότιτλους. Σε τελική ανάλυση, είναι δείγμα όχι μόνο πλατιών αντιλήψεων αλλά και εθνικής αυτοπεποίθησης να συνειδητοποιείς ότι ο κόσμος δεν τελειώνει εκεί όπου τελειώνει το χωριό σου, η πόλη σου, η χώρα σου, ή οι – εκ των πραγμάτων στενοί – γλωσσικοί σου ορίζοντες.’


Ο κ. A. Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Πρόσφατα από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφόρησε σε μετάφρασή του το μυθιστόρημα της Τζέην Ωστεν «Εμμα».