Αν η πρόκληση αντιδράσεων από τους αναγνώστες, λόγω διαφωνίας με τα επιχειρήματα του συγγραφέα, είναι καλό σημάδι για την τύχη ενός βιβλίου τότε η θεματική επισκόπηση της Νεότερης Ελλάδας των Κολιόπουλου και Βερέμη είναι σε καλό δρόμο. Οι παραδοσιακοί συντηρητικοί αναγνώστες θα δυσαρεστηθούν με την απομυθοποίηση του ρόλου της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και με την κριτική των συγγραφέων κατά της εθνικιστικής υστερίας των αρχών της δεκαετίας του 1990. Οι παλιοί αριστεροί θα ενοχληθούν από την απόδοση ευθύνης για τα Δεκεμβριανά κυρίως στην Αριστερά αντί για τους Αγγλους και από την απόρριψη της θέσης ότι ήταν η λευκή τρομοκρατία εκ μέρους των δεξιών το 1945-1946 που οδήγησε στον Εμφύλιο.


Δεν ξέρω αν υπάρχουν κεντρώοι αναγνώστες. Αν ναι, τότε αυτή είναι η δική τους ιστορία. Υιοθετώντας μια φιλελεύθερη, όπως οι ίδιοι την ονομάζουν, οπτική, οι Κολιόπουλος και Βερέμης τηρούν αποστάσεις τόσο από εθνοκεντρικές και νεορθόδοξες όσο και από νεομαρξιστικές προσεγγίσεις. Δηλαδή δεν ενστερνίζονται την άποψη όσων, έχοντας εξιδανικεύσει το προεπαναστατικό παρελθόν, μοιρολογούν κατά διαστήματα για τον εκδυτικισμό της Ελλάδας και ανατρέχουν στις αξίες που συνείχαν τις μικρές, αγροτικές, ορθόδοξες χριστιανικές κοινότητες της προνεοτερικής εποχής. Για τους συγγραφείς, η Ελλάδα δεν ανήκε ποτέ στην Ανατολή και ούτε έπρεπε να ανήκει. Δεν ήταν όμως ούτε μια τυπική περίπτωση κοινωνίας της Δύσης. Για αυτό, οι ίδιοι απορρίπτουν ως ακατάλληλες τις έγνοιες και τις έννοιες της ταξικής ανάλυσης, όπως την αναζήτηση αστικής τάξης στον νεοελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και την ένταξη της Ελλάδας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.


Πρόοδος ή ανάσχεση;


Το κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι το εξής: Πόσο πλησίασε τελικά η Ελλάδα το φιλελεύθερο πρότυπο που είχαν υπόψη τους οι εμπνευσμένοι από τον Διαφωτισμό ιδρυτές του νέου ελληνικού κράτους; Κατά τους συγγραφείς, το πρότυπο αυτό ανιχνεύεται στα κείμενα των ιδρυτών του κράτους και στα Συντάγματα της Επανάστασης του 1821. Επίσης, το πρότυπο περιλαμβάνει τις γνωστές αρχές του δυτικού φιλελευθερισμού και κοινοβουλευτισμού, με βάση τον βαθμό επίτευξης των οποίων μπορεί κανείς να αξιολογήσει το ιστορικό εγχείρημα ίδρυσης ενός δυτικού, ενιαίου, συγκεντρωτικού, κοσμικού, αποτελεσματικού και υπόλογου (δηλαδή δημοκρατικού) κράτους στη Νότια Βαλκανική.


H απάντησή τους είναι ότι από το 1831 ως σήμερα οι τάσεις προόδου προς το ανωτέρω πρότυπο ήταν ισχυρότερες από τις τάσεις ανάσχεσης ή οπισθοδρόμησης. Στον βαθμό που υιοθετεί κανείς την εξελικτική προσέγγιση στη μελέτη της κοινωνικής μεταβολής, το συμπέρασμα είναι σωστό. Σε αυτό έχουν καταλήξει, από εντελώς άλλους δρόμους, και κάποιοι πολιτικοί επιστήμονες (π.χ. Διαμαντούρος, Βούλγαρης) και κοινωνιολόγοι (π.χ. Μουζέλης). H διαφορά της προσέγγισης των Κολιόπουλου και Βερέμη συνίσταται στο ότι επιχειρούν να απομυθοποιήσουν τόσο τις εθνικιστικές ερμηνείες της νεότερης Ελλάδας όσο και τις ερμηνείες οι οποίες έχουν συμβάλει στην απομυθοποίηση του νεοελληνικού επιτεύγματος.


Πώς γίνεται αυτό; Ας δούμε ένα παράδειγμα: οι συγγραφείς δέχονται ότι η θεωρία για την τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού ήταν μια κατασκευή. Ωστόσο δεν την απορρίπτουν γιατί, κατά τη γνώμη τους, ήταν μια πολύ χρήσιμη κατασκευή. H ποικιλία γλωσσών, θρησκειών και τρόπων ζωής που συνυπήρχαν στο νέο ελληνικό κράτος, τόσο κατά την ίδρυσή του όσο και αργότερα, χάρη στις διαδοχικές επεκτάσεις του προς βορράν, ήταν πολύ μεγάλη. Κάθε νέο κράτος έχει ανάγκη από ένα νέο, συνεκτικό «εθνικό μύθο», όπως τον ονομάζουν. Στην περίπτωση της νεότερης Ελλάδας η σύνδεση με την ελληνική αρχαιότητα ήταν η προσφορότερη λύση. Αν, στην πορεία, κάποιες μειονότητες εξελληνίστηκαν, με την έννοια της αφομοίωσής τους στο νέο κρατικό δόγμα μέσω της υπαγωγής τους στη νεοελληνική διοίκηση και εκπαίδευση, αυτό ήταν τελικά θετικό για εκείνες καθώς έτσι εισήλθαν και αυτές στη νεοτερικότητα. Ο εξελληνισμός επιτάθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα, λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε ο ελληνικός εθνικισμός από τις διεκδικήσεις γειτονικών εθνικισμών και λόγω του διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στον οποίον όμως οι νεοέλληνες συνέβαλαν τα μέγιστα.


Πιθανές αντιρρήσεις


Αυτή, θα λέγαμε, η «απομυθοποίηση της απομυθοποίησης» που επιχειρούν οι Κολιόπουλος και Βερέμης, και το πλήθος των πιθανών αντιρρήσεων που έρχονται στον νου (ως προς απόψεις τους για την κυρίαρχη «μεσαία τάξη», τον δευτερεύοντα ρόλο της μοναρχίας κ.ά.), αποτελούν τον πρώτο λόγο για τον οποίο το βιβλίο θα έπρεπε να μεταφραστεί στα ελληνικά. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το έργο καλύπτει με επιτυχία το κενό ανάμεσα στα εισαγωγικά εγχειρίδια και στις ειδικές μονογραφίες. Είναι ένα θεματικό εγχειρίδιο δεύτερου επιπέδου που, χωρίς να είναι δύσβατο, προϋποθέτει τις γνώσεις νεοελληνικής ιστορίας του Λυκείου (μάλιστα, ιδίως αυτές τις γνώσεις, γιατί διάφοροι μύθοι της σχολικής ιστορίας καταρρίπτονται από τους συγγραφείς!).


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.