Το όνομα του Ραιμόν Ραντιγκέ συνιστά από μόνο του επαρκή αιτία για την οποία θα έπρεπε να είμαστε φειδωλοί κατά την απόδοση του χαρακτηρισμού «παιδί-θαύμα» σε οποιονδήποτε νέο καλλιτέχνη. Πεθαίνοντας το 1923 σε ηλικία 20 ετών, άφησε πίσω του έργα όπως Ο Διάβολος στο κορμί, Ο χορός του κόμητος ντ’ Ορζέλ ή το έξοχο λιμπρέτο για το μπαλέτο του Πουλένκ Ο ακατανόητος αστυνόμος (το τελευταίο σε συνεργασία με τον μέντορα και ακούραστο θεματοφύλακα της μνήμης του, Ζαν Κοκτό) τα οποία από νωρίς αναγνωρίστηκαν ως σύγχρονα κλασικά αριστουργήματα, ως ακατέργαστα διαμάντια από το ορυχείο μιας νεότατης μεγαλοφυΐας.


Το πρώτο από τα προαναφερθέντα έργα, Ο Διάβολος στο κορμί, γράφτηκε όταν ο Ραντιγκέ βρισκόταν στην ηλικία του αφηγητή, δηλαδή λίγο μετά τα 16. Και όσο κι αν αυτό από μόνο του θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις, ότι είναι λόγου χάρη ανέφικτο για έναν δεκαεξαετή νου να αρθρώσει έναν μεστό λόγο ή να έχει κάτι ουσιαστικό να πει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο αποκαλυπτικό (με τη βιβλική έννοια) όσο και η Εποχή στην Κόλαση του Ρεμπό – στην οποία ο Ραντιγκέ αναφέρεται μάλιστα σε κάποιο σημείο του βιβλίου, έχοντας ίσως ασυναίσθητα την επίγνωση της τρομακτικής του συγγένειας με τον ομοεθνή ποιητή-θαύμα.


Το μυθιστόρημα του Ραντιγκέ καταπιάνεται μ’ ένα μάλλον κοινότοπο θέμα, την ερωτική αφύπνιση του εφήβου αφηγητή από μια κοπέλα 19 ετών, τα χρόνια του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σκηνικό είναι κάποιες αόριστες κωμοπόλεις-προάστια του Παρισιού και οι διακυμάνσεις, εσωτερικές και εξωτερικές, που ακολουθεί η πλοκή είναι οι αναμενόμενες σε ένα μυθιστόρημα που έχει για θέμα του το πάθος δύο παιδιών: σκασιαρχεία από τη μεριά του αφηγητή, απιστίες από τη μεριά της ερωμένης του Μάρθας (η οποία τυγχάνει παντρεμένη με κερασφόρο, πλέον, πολεμιστή που λείπει στο μέτωπο), γκρίνια των γονέων ένθεν και ένθεν, κουτσομπολιά των φθονερών γειτόνων και όσων παρίστανται μάρτυρες του εφηβικού έρωτος, μια εγκυμοσύνη που τους φέρνει προ των ευθυνών τους και μια τραγική κάθαρση για το τέλος. Θα μπορούσε κανείς, αν έγραφα σε κινηματογραφικό ένθετο, να νομίσει ότι μιλάω για τη Γαλάζια Λίμνη.


Και ωστόσο, επαναλαμβάνω, πρόκειται για ένα έργο συγκλονιστικό, μνημειώδες. Κατ’ αρχήν, λόγω του τρόπου με τον οποίο ο Ραντιγκέ προσεγγίζει το θέμα της εφηβείας και ο οποίος έρχεται σε ρήξη με κάθε όσων προηγούνται αλλά και όσων έπονται αυτού. Ο Διάβολος στο κορμί δεν είναι ένα «εφηβικό μυθιστόρημα», όπως Ο Μεγάλος Μολν του Αλέν Φουρνιέ, αλλά ούτε και μια απομυθοποιητική κωδικοποίηση της εφηβικής μνήμης, όπως Ο νεαρός Τέρλες του Ρόμπερτ Μούζιλ ή ορισμένα σημεία στις βιογραφίες του Σαρτρ ή της Ντε Μποβουάρ. Δεν είναι καν η τρυφερή, απολογητική ανατομία των παιδικών αισθημάτων του Χαμένου Χρόνου. Και αυτό γιατί όταν ο Ραντιγκέ έγραφε το μυθιστόρημα αυτό ήταν ακόμη έφηβος ο ίδιος, και έτσι οι απόψεις του για τα αισθήματα του ιδίου (ή των συνομηλίκων του, όταν με στόμφο ξεκινά προτάσεις όπως: «Οταν είναι νέος κανείς…») δεν είναι η επεξεργασμένη ρεστροσπεκτίβα κάποιου μακρινού πυροτεχνήματος, αλλά το ίδιο το πυροτέχνημα, φρέσκο, ζωντανό, σπασμωδικό, σχεδόν σε σύγχρονη καταγραφή με το βίωμα.


Κατάπληξη επίσης προκαλεί στον αναγνώστη το πόσο καθηλωτικά είναι τα αποφθέγματα και τα αξιώματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, και που φυσικά μόνον ένας τόσο νέος συγγραφέας θα τολμούσε να χρησιμοποιήσει. Αν και ο Ραντιγκέ ξεπερνά και την τόλμη γράφει με αυτό που και ο ίδιος αναφέρει στο πρωτότυπο ως τσαμπουκά. Εχουμε απέναντί μας λοιπόν το έργο ενός ευφυέστατου, τσαμπουκαλεμένου, καλλιεργημένου πιτσιρικά, το οποίο κατά τόπους αυθαδιάζει και προκαλεί τόσο τη σκέψη μας ή τις απόψεις μας για τα πράγματα, ώστε ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο στο μυαλό μου ερχόταν συχνά η λαϊκή ρήση: «Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια». Χωρίς βέβαια όλα αυτά να βρίσκονται σε αντιδιαστολή με την αναντίρρητη όσο και απρόσμενη ωριμότητα που διαπνέει όλο το έργο. Παρ’ όλο που στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του η ωριμότητα αυτή αμφισβητήθηκε από ορισμένους, με κύρια αφορμή την ερωτική προσήλωση και τον αδιάκοπο κοπετό του Κοκτό για τον αδικοχαμένο φίλο του, διαβάζοντας το πρώτο αυτό πόνημα του Ραντιγκέ κανείς μένει έκθαμβος με τη σαφήνεια και τη διαύγεια των όσων λέγονται, αλλά και με την εκμαυλιστική ομορφιά του λόγου, τις τόσο ευφάνταστες και προσεχτικά διατυπωμένες παρομοιώσεις. Αναφέρω ενδεικτικά ένα παράδειγμα, όπως μου έχει εντυπωθεί, το οποίο βρίσκω υποδειγματικό από κάθε άποψη: «Το να κάνεις έρωτα είναι σαν να γράφεις ποίηση. Κι οι πιο άχρηστοι εραστές θεωρούν πως κάνουν καινοτομίες».


Το μυθιστόρημα δε αυτό στα ελληνικά είχε πάντοτε την τύχη έξοχων μεταφραστριών. Εγώ το είχα ξαναδιαβάσει πριν από χρόνια σε μετάφραση της Μέλπως Αξιώτη, αλλά η νέα μετάφραση της Χρύσας Κοντογεωργοπούλου, με επιμέλεια της Σοφίας Κορνάρου, ήταν εξίσου απολαυστική, άμεση, και πιο σύγχρονη με τα ελληνικά που μιλιούνται τώρα, και στα οποία είναι σκόπιμο να γνωρίσει κανείς ένα τόσο άμεσο και διάφανο αριστούργημα όπως το μυθιστόρημα του Ραντιγκέ. Και όσο κι αν η ανάγνωσή του προκαλεί την αντίθετη πεποίθηση, πρόκειται για ένα έργο δύσκολο στη μετάφραση, αφού το ιδίωμα του Ραντιγκέ, με τη διαρκή παλινδρόμηση ανάμεσα σε ενεστώτα και παρατατικό, αλλά και τη συχνή μείξη λαϊκότροπων ουσιαστικών και ρημάτων, μπορεί εύκολα να μοιάσει με κάτι πρόχειρο ή ασυνάρτητο.


Ως κατακλείδα θα ήθελα να αναφέρω άλλη μία φράση του βιβλίου, αυτή τη φορά ερωτηματική: «Ο εγωισμός των παιδιών είναι άραγε τόσο διαφορετικός από τον εγωισμό των μεγάλων;». Προφανώς, για να ρωτά, ούτε ο ίδιος ο δημιουργός ήταν βέβαιος για την απάντηση. Ωστόσο, παιδί 16 ετών και ο ίδιος, «έπαιξε», για λόγους εγωιστικούς – αφού δεν υπάρχει ανιδιοτελής δημιουργία -, με ένα παιχνίδι των μεγάλων. Και αυτό που ήθελε να κερδίσει, και εντέλει κέρδισε, είναι η αναγνώριση και η εμπιστοσύνη που θα έπρεπε να αποδίδουμε όλοι στους νέους, επιτρέποντάς τους να προκαλέσουν την ασφάλεια της ευφυΐας μας.


Ο κ. Αύγουστος Κορτώ είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Εξάντας κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Οι Νεράιδες του Μαν».