«Αποφεύγοντας τις ψυχολογίζουσες και ψυχαναλίζουσες ερμηνείες περί «υπερτροφικού εγώ» των επιμελητών, για τις οποίες έγινε λόγος την προηγούμενη Κυριακή, καλό θα είναι να προσγειωθούμε στην οπωσδήποτε πιο πεζή γλωσσική και εκδοτική μας πραγματικότητα, όπου άλλα είναι κατά κανόνα τα δεδομένα και τα προβλήματα.


Είτε πρόκειται για το Oxford University Press ή για τον Gallimard, είτε για τα «Νέα της Ανω Πλατανιάς» ή για το Ενημερωτικό Δελτίο του Συλλόγου των εν Αθήναις Κεφαλοβρυσιτών, κανένα κείμενο δεν είναι σκόπιμο να δημοσιεύεται δίχως προηγουμένως να έχει περάσει από κάποιου είδους rewriter, επιμελητή, ή όπως αλλιώς θέλετε να τον πούμε. Και για να μη φανεί ότι διολισθαίνω προς την τόσο προσφιλή στους Νεοέλληνες γκρίνια, θα έλεγα πως είναι ασφαλώς θετικό ότι, όσο περνάνε τα χρόνια και ωριμάζουμε πολιτισμικά ως χώρα, όλο και περισσότεροι συγγραφείς αλλά και εκδότες αντιλαμβάνονται και αποδέχονται την απλή αυτή αλήθεια και τις συνέπειές της.


Θα άξιζε, λοιπόν, να επισημανθεί πως σήμερα ουκ ολίγοι δόκιμοι και αξιόλογοι «γραφιάδες» όχι μόνο δέχονται αδιαμαρτύρητα την επιμέλεια, αλλά συχνά την επιδιώκουν κιόλας, γνωρίζοντας ότι μόνο επωφελής μπορεί να αποβεί για το κείμενό τους. Αντίθετα, ο Θεός των επιμελητών να σε φυλάει από τους ημιμαθείς, τις μετριότητες και τις κάθε λογής ψευτοντίβες. Με άλλα λόγια, από τους κατ’ ουσίαν ανασφαλείς και συμπλεγματικούς με το «υπερτροφικό εγώ» (για να αντιστρέψω το επιχείρημα και να επιστρέψω τους χαρακτηρισμούς), που θεωρούν ότι κάθε επέμβαση στο κείμενό τους με σκοπό τη βελτίωσή του τους θίγει προσωπικά. «Δεν έπρεπε να το πειράξετε», «είναι θέμα ύφους», ή ακόμη και «ποιος είσαι εσύ, ρε, που θα διορθώσεις το δικό μου κείμενο;», είναι μερικές από τις αντιδράσεις που ακολουθούν σε αυτές τις περιπτώσεις. Θα διακινδύνευα, πάντως, την εκτίμηση ότι όσο πιο σοβαρός και επαρκής στον τομέα του είναι ο συγγραφέας τόσο λιγότερες είναι και οι πιθανότητες να διαμαρτυρηθεί για τις «επεμβάσεις». Αυτό τουλάχιστον λέει η πείρα μου από συνεργασίες με ανθρώπους που μου είπαν «χαίρομαι που θα ρίξετε και σεις μια ματιά», αν και κατ’ εξοχήν θα δικαιούνταν ή θα δικαιολογούνταν να είναι «ντίβες».


Υπάρχει, επίσης, και μια άλλη κατηγορία κειμενογράφων και συγγραφέων, καθ’ όλα αξιοσέβαστων, η οποία γνωρίζει τον ρόλο του επιμελητή και αναγνωρίζει την ανάγκη της επιμέλειας, συμφωνώντας με την άποψη ότι όλα τα κείμενα είναι σκόπιμο να τα βλέπει και δεύτερο μάτι. Με μια διαφορά, όμως: εξαιρούνται… τα δικά τους. Μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό δυο συγγραφείς οι οποίοι, αφού πρώτα με διαβεβαίωσαν πόσο εκτιμούν τους επιμελητές γενικά αλλά και εμένα προσωπικά, αμέσως μετά μου ζήτησαν… να μην πειράξω καθόλου το κείμενό τους. Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα, όταν ανέφερα ότι ο τύπος κ’ για το και έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί, έλαβα την απάντηση: «Πράγματι, αλλά αυτή είναι η οικογενειακή μας ορθογραφία». Ετσι λοιπόν, είχα την ευκαιρία να μάθω πως, εκτός από οικογενειακές φωτογραφίες και οικογενειακούς τάφους, υπάρχουν και οικογενειακές ορθογραφίες.


Και κάτι ακόμα, εκ πρώτης όψεως (αλλά, δυστυχώς, μόνο «εκ πρώτης») αυτονόητο: κανένας επιμελητής δεν πάει γυρεύοντας να πολλαπλασιάζει τις διορθωτικές «επεμβάσεις» του στο κείμενο, προσθέτοντας έτσι στον εαυτό του επιπλέον εργασία με την ίδια (κατά κανόνα) αμοιβή, αλλά και ενδεχόμενους μπελάδες σαν αυτούς που περιέγραφα λίγο πιο πάνω. Τι απλούστερο και βολικότερο από το να αφήσει το κείμενο όπως περίπου είναι, να πει «τρέχα γύρευε ποιος θα ανακαλύψει τα λάθη», και έτσι να εξοικονομήσει κόπο και ώρες εργασίας. Και όμως, παρόλο ότι όλα αυτά φαίνονται απολύτως λογικά, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξακολουθούν να βλέπουν τον επιμελητή με καχυποψία, θεωρώντας τον ένα είδος ιδιόρρυθμου σαδιστή, ο οποίος ηδονίζεται να τους αμφισβητεί και να τους ταπεινώνει!»


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).