Πόσοι αναγνώστες δεν έχουν παραμερίσει ένα κακογραμμένο ή ξεπερασμένο εγχειρίδιο, προκειμένου να πιάσουν κάποιο από τα έργα των μεγάλων κλασικών; H αναδρομή στην πρώτη, κλασική διατύπωση ερωτημάτων για την πολιτική και την κοινωνία έχει κάτι το διδακτικό και συνάμα γοητευτικό. Ειδικά στην κοινωνιολογία, διδάσκεται κανείς πολλά από τη συνθετική ικανότητα και το εύρος τεκμηρίωσης των Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκέμ και Τοκβίλ και ταυτοχρόνως αισθάνεται ότι μετέχει, έστω ως αναγνώστης, σε δημόσιους διαλόγους που κρατάνε αιώνες τώρα και εξακολουθούν να έχουν σημασία. Με αυτή την έννοια, το κλασικό είναι πάντοτε μοντέρνο.


H έκδοση των κλασικών


H έκδοση της Πόλης του M. Βέμπερ, δηλαδή του τελευταίου μέρους του έργου του Οικονομία και κοινωνία, στα ελληνικά θέτει ξανά το δίλημμα αν αξίζει να παρουσιάζονται οι κλασικοί στη γλώσσα μας με τρόπο ημιτελή και βεβιασμένο ή αν, αντιθέτως, η ελληνική έκδοση έχει νόημα μόνο αν είναι πολύ επιμελημένη. Υπέρ της πρώτης άποψης θα συνηγορήσουν όσοι πιστεύουν ότι η επαφή με τα κλασικά έργα έχει από μόνη της αξία, εφόσον βέβαια από τη μετάφραση βγαίνει νόημα. Στο συγκεκριμένο έργο, στον βαθμό που μπορώ να κρίνω, παρά κάποιες συζητήσιμες επιλογές (όπως «παραθέσεις» αντί για το σωστό διευκρινίσεις ή σημεία, «κοινωνικοποιημένη σχέση» αντί για κοινωνικοποιητικός σύνδεσμος ή ένωση) ο κόπος του μεταφραστή είναι προφανής και το νόημα αποδίδεται ευκρινώς. Είναι όμως αυτό αρκετό;


Υπέρ της δεύτερης, αυστηρότερης άποψης, θα ταχθούν όσοι πιστεύουν ότι είναι κρίμα οι κλασικοί να εκδίδονται στα ελληνικά, όπως συνέβη με το ανά χείρας έργο, χωρίς θεώρηση της πρόσληψης της Πόλης από τους μεταγενέστερους κοινωνιολόγους (καθώς το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1921), χωρίς ευρετήρια στο τέλος του έργου και χωρίς καν παραγράφους σε αρκετές σελίδες συνεχόμενου κειμένου. H ελληνική έκδοση της Πόλης ακολουθεί την επώδυνη για τον αναγνώστη επιλογή του γερμανικού πρωτοτύπου να παραθέτει το κείμενο σε συνεχείς αράδες. Αλλά σε αντίθεση με την τελευταία γερμανική έκδοση (τόμ. 22/5 των Απάντων του Βέμπερ, επιμ. B. Νίππελ, Τύμπινγκεν, 1999), η ελληνική έκδοση δεν προσφέρει τις βοήθειες του πρωτοτύπου (σχετικά μικρό μέρος του κειμένου ανά σελίδα, αρίθμηση των αράδων κ.ά.). Το γνωστό, ξερό ύφος του Βέμπερ και η πληθώρα ιστορικών και νομικών λεπτομερειών καθιστούν τέτοιες βοήθειες απαραίτητες. Εναλλακτικά, θα μπορούσε κανείς να χωρίσει το κείμενο σε μικρότερες παραγράφους, όπως έχουν κάνει οι Γκ. Ροτ και Κλ. Βίτιχ στην αγγλική έκδοση. Ενδεικτικό, τέλος, της βιασύνης με την οποία τυπώθηκε το βιβλίο είναι το εξής: στην Εισαγωγή (σελ. 7-52), όπου τυχόν στις υποσημειώσεις υπάρχουν γαλλικές λέξεις με τόνο ή γερμανικές με «ούμλαουτ», μαντεύει κανείς παρά διαβάζει το κείμενο. Και αυτό γιατί όπου τυχόν υπήρχε γαλλικό τονιζόμενο φωνήεν ή γερμανικό «ούμλαουτ», οι εν λόγω ξένες λέξεις έχουν τυπωθεί με άσχετους εμβόλιμους ελληνικούς χαρακτήρες: το αποτέλεσμα είναι μη αναγνώσιμο.


Εχουν καμιά σημασία όλα αυτά μπροστά στην αξία της προσφοράς της σκέψης του Βέμπερ στο ελληνικό κοινό; Μήπως δεν είναι ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος που χρόνια τώρα προσπαθεί μόνος του να δημοσιεύσει μεταφράσεις από το έργο του Βέμπερ (παλαιότερα με μεταφραστή τον Μιχ. Κυπραίο, πρόσφατα με τον Θαν. Γκιούρα, επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης); Πολύ παλιά το EKKE είχε εκδώσει μεθοδολογικά δοκίμια του Βέμπερ και πρόσφατα ένας-δυο ακόμη εκδοτικοί οίκοι έχουν δημοσιεύσει άλλα κείμενα του Βέμπερ. Ωστόσο, σε αντίθεση με την περίπτωση του Μαξ, δεν υπάρχει στα ελληνικά ένα «σώμα» του έργου ενός από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους.


Το περιεχόμενο του βιβλίου


H Πόλη βρίθει ειδολογικών διαφοροποιήσεων και ιστορικών αναφορών. Το βεμπεριανό επιχείρημα ξεδιπλώνεται ως ένα κοινωνιολογικό μοτίβο (ιδεότυπος), με πολλές παραλλαγές. Ετσι, με τον φόβο της σχηματοποίησης, μπορούμε να πούμε ότι το κύριο ερώτημα του βιβλίου είναι το γιατί ειδικά στη Δύση, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, παρουσιάστηκε το μαζικό φαινόμενο της νεοτερικής πόλης.


Σύμφωνα με τον Βέμπερ, πόλη ήταν μια εγκατάσταση που είχε χαρακτήρα συνδέσμου μεταξύ των κατοίκων της και τα εξής χαρακτηριστικά: οχύρωση, αγορά, δικαστήριο και δικό της δίκαιο και μερική αυτονομία, δηλαδή διοίκηση μέσω αξιωματούχων, στον διορισμό των οποίων συμμετείχαν με κάποιον τρόπο οι δημότες. Στις πόλεις της Ανατολής απουσίαζε η κοινότητα των δημοτών (η «ορκωτή κοινότητα») που βρίσκουμε στη μεσαιωνική Δύση, όπου οι δημότες διέρρηξαν κάποια στιγμή τους παλαιότερους δεσποτικούς δεσμούς που τους υπότασσαν ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς αφέντες (ηγεμόνες, εκκλησιαστικές αρχές κ.ά.). Επρόκειτο για έναν σφετερισμό της εξουσίας που επιχείρησαν οι πατρικίοι, ένα στρώμα προυχόντων με δύναμη και οικονομική ανεξαρτησία. Περί τον 13ο αιώνα ξεκίνησαν επαναστάσεις των πληβείων κατά των πατρικίων (η «πληβειακή πόλη»). Μετά όμως από τη νίκη των πληβείων, το πολίτευμα εξελίχθηκε σε τυραννίδα, κυρίως στις ιταλικές πόλεις. Σε αντίθεση με τον Μαρξ, που ενδιαφερόταν για τις προϋποθέσεις των επαναστάσεων, ο Βέμπερ προτιμούσε να τονίζει τις απρόβλεπτες συνέπειές τους.


H πόλη της Δύσης διέφερε επίσης από τις αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές πόλεις, η κοινωνική οργάνωση των οποίων διακρινόταν από έναν αριθμό φυλών, φατριών και γενών, καθώς και από διαφορετικές συνθήκες προέλευσής τους. Αλλη σημαντική διαφορά ήταν ότι οι αρχαίες πόλεις ήταν κυρίως πόλεις οπλιτών, ενώ οι μεσαιωνικές, πόλεις επιτηδευματιών. Αντίθετα με όσους υπογραμμίζουν τη διαχρονική σημασία της αρχαιοελληνικής πόλης, κατά τον Βέμπερ, ούτε το σύγχρονο κράτος ούτε ο καπιταλισμός έχουν την αφετηρία τους στην αρχαιότητα. Και τα δύο αυτά φαινόμενα συνδέονται με τη μεσαιωνική πόλη της Δύσης.


Συνοπτικά, έχουμε μια υποδειγματική κοινωνιολογική ανάλυση που διαλύει στερεότυπα. Γι’ αυτό, παρά τα όποια προβλήματα, άξιζε η έκδοση της Πόλης και οι εκδόσεις Κένταυρος (που για τη συγκεκριμένη έκδοση ενισχύθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου) είναι αξιέπαινες για τη μονήρη επιμονή τους. Απλώς λυπάται κανείς για τη μειωμένη απόλαυση που θα έχει ο έλληνας αναγνώστης, ερχόμενος σε επαφή με ένα κείμενο το οποίο ο P. Μπέντιξ έχει χαρακτηρίσει ως συνδετικό αρμό του συνολικού έργου του Βέμπερ.


Ο κ. Δημήτρης A. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.