‘ Εδώ και μερικά χρόνια, με αρκετές βέβαια διακοπές και περιόδους ανακωχής, διεξάγεται από τις στήλες έγκριτων λίγο-πολύ εφημερίδων μια συζήτηση/αντιπαράθεση για το κατά πόσον είναι απαραίτητη η επιμέλεια σ’ ένα κείμενο, και κατ’ επέκταση για το ποιος είναι ο ρόλος των επιμελητών.


Αποφεύγοντας να αναφερθεί σε συγκεκριμένα ονόματα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ορισμένοι εμφανίζονται να ανησυχούν, ή και να αγανακτούν ενίοτε, με το νέο αυτό φρούτο (δική μου η διατύπωση, δική τους η ουσία), που έχει, λέει, εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στον εκδοτικό χώρο. Περιγράφονται έτσι οι επιμελητές ως περίπου άχρηστα ή παρασιτικά όντα, που «τρέφονται» από τα κείμενα άλλων, και μάλιστα δίχως ουσιαστικά να τα βελτιώνουν, αλλά συχνά βεβηλώνοντάς τα ή κακοποιώντας τα! Οποιαδήποτε, λοιπόν, επέμβαση σ’ ένα κείμενο η οποία υπερβαίνει το απλό επίπεδο των τυπογραφικών διορθώσεων αποδοκιμάζεται ή καταγγέλλεται ως «παράνομη και καταχρηστική».


Μακριά από μένα κάθε τάση να ευλογήσω τα γένια μας (των επιμελητών), όπως και κάθε τάση μίζερου συντεχνιακού πνεύματος. Μακάρι να έρθει μια μέρα που όλα τα κείμενα, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε σκοπό και αν έχουν γραφτεί, να είναι γλωσσικά άρτια και αυτάρκη, ώστε να μη χρειάζεται δεύτερο μάτι και δεύτερο «χέρι». Μακάρι μεν, απίθανο δε. Προς το παρόν και για το ορατό μέλλον, οι επιμελητές είναι και θα παραμείνουν αναγκαίοι.


Με αυτή την ευκαιρία, θα άξιζε ίσως να επισημανθεί ότι και εις την Εσπερίαν, όπου τα εκδοτικά και συγγραφικά ήθη είναι κατά τεκμήριο πιο προηγμένα, ανθεί κατ’ εξοχήν ο θεσμός -ή έστω το επάγγελμα, για να αποφεύγουμε τις μεγαλοστομίες- του rewriter, του editor κ.λπ. Ακόμη και κείμενα ώριμων και καταξιωμένων συγγραφέων περνάνε απαραιτήτως όχι μόνο από αναγνώστη (reader) αλλά και από επιμελητή (editor), ο οποίος δεν διστάζει να κάνει παρατηρήσεις -γι’ αυτό πληρώνεται, άλλωστε- όχι μόνο για θέματα διατύπωσης, στίξης κ.ο.κ., αλλά και έκτασης, δομής, κ.ά. του κειμένου. Ο editor, λοιπόν, δεν διστάζει να πει στον συγγραφέα ότι «εδώ το βιβλίο κάνει λίγο κοιλιά», «εκεί θέλει λίγο μάζεμα», «το Κεφάλαιο 7 θα μπορούσε να πάει στο τέλος ή και να λείψει εντελώς» κ.ο.κ. Και όλα αυτά ισχύουν όχι μόνο στην περίπτωση των λεγόμενων επιστημών του ανθρώπου, χωράφι που γνωρίζω καλύτερα, αλλά ακόμη και για λογοτεχνικά κείμενα και βιβλία (πεζογραφίας, κυρίως· στην ποίηση τα πράγματα είναι οπωσδήποτε πιο περίπλοκα). Πολλές φορές ο συγγραφέας έχει πολλά και ενδιαφέροντα να πει, δίχως όμως να γνωρίζει (και γιατί θα όφειλε, άραγε;) πώς αυτά τα πολλά και ενδιαφέροντα θα αρθρωθούν και θα αναπτυχθούν ώστε να αποτελέσουν βιβλίο.


Ζήτω, λοιπόν, οι επιμελητές; Σας ευχαριστούμε, ω επιμελητές; Τι θα γινόταν ο κόσμος δίχως επιμελητές; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ενα επάγγελμα κάνουν κι αυτοί, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Αλλωστε, δεν είναι όλοι οι επιμελητές άμεμπτοι, όπως βέβαια δεν είναι όλοι άμεμπτοι σε κανένα επάγγελμα, είτε πρόκειται για γιατρούς και δικηγόρους, είτε για καντηλανάφτες. Ωστόσο, κανείς δεν θα κατηγορήσει για «υπερτροφικό εγώ» τον μηχανικό ήχου επειδή «παρεμβαίνει» στη διαδικασία/σχέση μεταξύ συνθέτη και κοινού (και σας διαβεβαιώ ότι, με τον τρόπο του, «παρεμβαίνει»), ούτε τον γκαλερίστα ή τον επιμελητή μιας έκθεσης για τον τρόπο που επιλέγει (σε συνεννόηση με τον καλλιτέχνη, όταν αυτό είναι εφικτό) να εκθέσει τους πίνακες ενός ζωγράφου. Αντίθετα, οι επιμελητές εκδόσεων και κειμένων έχουν κατηγορηθεί όχι μόνο ως άχρηστοι, αλλά και επειδή, λέει, προβάλλουν ή/και επιβάλλουν το υπερτροφικό (ίσως και συμπλεγματικό, ως manque συγγραφείς) «εγώ» τους!


Για όλα αυτά και μερικά ακόμη, όμως, την επόμενη Κυριακή.’


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ).