Το χρήμα όπως σήμερα το γνωρίζουμε δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια λογιστική μονάδα αγοραστικής δύναμης. Από μόνο του δεν έχει κανένα αντίκρισμα, καμία ιδιαίτερη αξία, όπως όταν παλαιότερα αποτελείτο, π.χ., από πολύτιμα μέταλλα, αλλά αποκτά την αξία του μόνο χάρη στο γεγονός ότι τα σύγχρονα κράτη το αποδέχονται για τις συναλλαγές των πολιτών τους με αυτά και από το ότι οι πολίτες γνωρίζουν πως η προσφορά του θα είναι περιορισμένη για να μην το καθιστά πληθωριστικό (όπως το γνωστό σ’ εμάς κατοχικό χαρτονόμισμα). Με αυτά υπόψη, μπορούμε να δεχθούμε ότι πράγματι το χρήμα επιτελεί τη λειτουργία του, που δεν είναι άλλη από τη διευκόλυνση των συναλλαγών, την αποθήκευση του πλούτου και την ευκολότερη απεικόνιση της οικονομικής δραστηριότητας. Στη σύγχρονη ορολογία το μοντέρνο χρήμα αποκαλείται και artificial gold (τεχνητός χρυσός) ή fiat money (χρήμα κατ’ εντολήν).


H ιστορία του χρήματος είναι εξόχως ενδιαφέρουσα και είναι λίγο – πολύ γνωστή στον περισσότερο κόσμο. Ωστόσο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά ορισμένα περιστατικά που οδήγησαν στην κατά καιρούς καταρράκωση της αξίας του και στη συνακόλουθη μη αποδοχή του από τους πολίτες, οι οποίοι έτσι επέστρεψαν στον αντιπραγματισμό (στην ανταλλαγή δηλαδή αγαθών μόνο με άλλα αγαθά) ή στην εκ των πραγμάτων αντικατάστασή του με άλλο πιο αξιόπιστο νόμισμα (π.χ. τη χρυσή λίρα). Στην ουσία τα περιστατικά αυτά ξεκινούν από την πλημμυρίδα του χρήματος που εκδίδουν οι Αρχές για να καλύψουν τη χρεοκοπία των ταμείων τους σε περιόδους έντονης οικονομικής κρίσης (π.χ., συνεπεία ενός πολέμου) και που εμμέσως φορολογούν όσους ήδη έχουν χρήμα, τους αδαείς και, πολύ περισσότερο, τους φτωχούς (αυτή η πρακτική αποκαλείται και inflation tax ή seignorage). Το χαρτονόμισμα της γερμανικής κατοχής εν Ελλάδι, τα ρούβλια της πρώιμης σοβιετικής περιόδου, τα γερμανικά μάρκα των χρόνων του υπερπληθωρισμού και τα φράγκα της Γαλλικής Επανάστασης έχουν όλα τους το ίδιο κοινό γνώρισμα: την ανεξέλεγκτη και υπέρμετρη προσφορά τους από τον κατέχοντα το εκδοτικό προνόμιο.


Αποχρηματοποίηση και καχυποψία


Και αν για ιδεολογικούς λόγους ορισμένοι απέδιδαν φόρο τιμής στα κρατικά τυπογραφεία, όπως για παράδειγμα ο Εβγκένι Πρεομπραζένσκι, ένας από τους επιφανείς οικονομολόγους της πρώιμης σοβιετικής περιόδου, ο οποίος παρομοίαζε τα τυπογραφεία που εξέδιδαν το χρήμα με τα πολυβόλα που γκρεμίζουν την αστική τάξη με τα ίδια της τα όπλα (βλ. Nikolai Ι. Bukharin & Evgenii Preobrazhensky, The ABC of Communism, Harmondsworth, England: Penguin 1969), η πραγματικότητα είναι πως όταν το χρήμα χάσει την αξία του η οικονομία εισέρχεται σε μια φάση αποχρηματοποίησης (demonetization). Πρόκειται για κάτι εξαιρετικά επώδυνο για τους πολίτες καθώς καταρρέει η εμπιστοσύνη τους προς την οικονομία και η τελευταία εισέρχεται σε τέλμα όπου κυριαρχούν οι πρωτόγονες συναλλακτικές μέθοδοι και η καχυποψία.


Το υπό παρουσίαση βιβλίο γράφτηκε το 1912 από τον Αντριου Ντίκσον Γουάιτ, καθηγητή και πρώτο πρόεδρο του Πανεπιστημίου Κορνέλ, ο οποίος διετέλεσε μεταξύ άλλων πρέσβης των ΗΠΑ στη Γερμανία και στη Ρωσία και συλλέκτης ντοκουμέντων και χαρτονομισμάτων της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης. Σκοπός του σε αυτό του το έργο ήταν να παρουσιάσει την κοινωνική συμφορά που προκάλεσε η ανεξέλεγκτη έκδοση χαρτονομίσματος και ο συνακόλουθος υπερπληθωρισμός σε μια σπουδαία χώρα και να καταδείξει το πόσο επικίνδυνη θα μπορούσε να είναι αυτή η σειρά των γεγονότων και για άλλες.


Το μετεπαναστατικό γαλλικό κράτος, και ενόσω ακόμη υφίστατο – διακοσμητικά έστω – ο Λουδοβίκος ΙΣτ’ (ο οποίος εκτελέστηκε τέσσερα χρόνια μετά την επανάσταση, το 1793), αναγκάστηκε για να καλύψει τις υποχρεώσεις του να εκδώσει χρήμα με τη ρήτρα ορισμένων πρώτης τάξεως δημευθέντων εκκλησιαστικών και φεουδαρχικών κτημάτων. Ετσι επί παραγωγικής γης αξίας δύο δισεκατομμυρίων λιβρών, η γαλλική κυβέρνηση εξέδωσε αρχικά χαρτονόμισμα αξίας 400 εκατομμυρίων λιβρών με τα οποία πλήρωσε τις υποχρεώσεις της και έδωσε μια ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Καθώς μάλιστα η νομισματική τραγωδία του 1720 με πρωταγωνιστή τον Τζον Λο ήταν ακόμη νωπή στη μνήμη των Γάλλων, οι γαλλικές αρχές φρόντισαν να διασφαλίσουν ότι η προσφορά χρήματος θα ήταν ελεγχόμενη και ότι έτσι το χρήμα θα διατηρούσε την αξία του. Ενας από τους τρόπους αυτούς ήταν, όπως είπαμε, το χρήμα να είναι συνδεδεμένο με τις κρατικές γαίες και γι’ αυτό το χαρτονόμισμα αυτό ονομάστηκε, όπως αναφέρεται και στο λεξικό Larousse, assignat.


«Για να σωθεί η πατρίδα!»


Είπαμε πως η ρευστότητα ωφέλησε αρχικά τη γαλλική οικονομία, αλλά οι ανάγκες για περαιτέρω ρευστότητα που είχε το γαλλικό δημόσιο οδήγησαν ρήτορες, όπως ο Μιραμπό, να ζητήσουν την έκδοση μιας ακόμη σειράς χαρτονομισμάτων «για να σωθεί η πατρίδα»! Και άλλης μιας αργότερα. Και πολλών ακόμη λίγο μετά… Το αποτέλεσμα ήταν πολύ σύντομα να αρχίσει μια εκρηκτική άνοδος των τιμών η οποία ταχύτατα εξανέμισε το εισόδημα των μισθωτών και τις αποταμιεύσεις των ηλικιωμένων και η οποία οδήγησε στη σταθερή άρνηση του κόσμου να αποδέχεται το χρήμα αυτό στις συναλλαγές του. Οι έμποροι, μη δυνάμενοι να εμπιστευθούν πλέον το νόμισμα, άρχισαν να κρύβουν τα εμπορεύματα με σκοπό να τα πουλήσουν ακριβότερα αργότερα, οι βιοτέχνες άρχισαν να κρύβουν και να περιορίζουν την παραγωγή τους, παρά το ότι οι ποινές που θέσπισε το γαλλικό κράτος για όσους δεν αποδέχονταν το χαρτονόμισμα ήταν εξοντωτικές. (Σημείωση: Τι κρίμα που ο αντίπαλος του Μιραμπό σε αυτήν την πληθωριστική υπερπροσπάθεια, ο νουνεχής Μπριγιά-Σαβαρέν, έμεινε στην Ιστορία μόνον σαν ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως γαστρονόμους και όχι σαν ένας από τους μεγαλύτερους οικονομολόγους!)


H κατάσταση σύντομα βγήκε εκτός ελέγχου. Μόνο με αγαθά, ασήμι ή χρυσάφι μπορούσε να αποκτήσει κανείς άλλα αγαθά. Ακόμη και αν οι ποινές ήταν βαρύτατες, κανείς δεν μπορούσε να αποδεχθεί για πληρωμή ένα χαρτονόμισμα με μηδενικό αντίκρισμα. H κοινωνία βρισκόταν σε αναταραχή. Το χρυσό φράγκο μέσα σε πέντε χρόνια είχε φθάσει να αξίζει 980 χάρτινα φράγκα! Οι πλύστρες του Σηκουάνα ζητούσαν να θανατώνονται οι έμποροι που δεν αποδέχονταν το χαρτονόμισμα για να τους πουλήσουν σαπούνι. Οι βιοτεχνίες έκλεισαν. Το εμπόριο σταμάτησε και οι κοινωνικές σχέσεις οξύνθηκαν. Οι δρακόντειοι νόμοι του κράτους ήταν ανίσχυροι να κρατήσουν υπό έλεγχο τις τιμές και, όπως σωστά είχε προβλέψει ο Ταλλεϋράνδος κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στην Εθνοσυνέλευση, ήταν αδύνατον το κράτος να επιβάλει στον κόσμο να ανταλλάξει τα παλαιότερα αργυρά ή χρυσά νομίσματα που κρατούσε κρυμμένα στα σπίτια του με τα περίφημα επαναστατικά assignats…


Μόνο με χρυσό


Και τελικά μέσα από όλο αυτό το χάος ξεπήδησε ο Ναπολέων. H πρώτη του δουλειά ήταν να σταματήσει να τυπώνει χρήμα και να πληρώνει τις υποχρεώσεις του κράτους μόνο με χρυσό. Αυτόν τον κανόνα δημοσιονομικής πειθαρχίας τον διατήρησε ακόμη και μετά την καταστροφή στη Μόσχα. Ακόμη και λίγο πριν από το Βατερλό! Αυτή η τίμια τακτική επέτρεψε στον κόσμο να ξαναποκτήσει την εμπιστοσύνη του στο χρήμα και να επιστρέψει στις ασχολίες του. Το εμπόριο ξανάνθησε και αυτός ο κανόνας διατηρήθηκε για εκατό σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατό του. H Γαλλία έτσι κατόρθωσε να εισέλθει σε μια περίοδο σημαντικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας, η οποία διήρκεσε ως τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οσο για τα πληθωριστικά assignats της ιστορίας μας, είχαν εκτυπωθεί σχεδόν 45 δισεκατομμύρια λίβρες (ή φράγκα) όταν τον Φεβρουάριο του 1796, εν μέσω λαϊκής οργής, τα μηχανήματα και οι μήτρες των χαρτονομισμάτων κάηκαν στην Πλας Βαντόμ. Και εν έτει 1797 έπαψαν να αποτελούν και επισήμως πλέον το νόμιμο χρήμα της Γαλλικής Δημοκρατίας…


Ο κ. Νίκος A. Κεράνης είναι οικονομολόγος.