Η πολιτισμική επαφή της Ελλάδας με τη Γερμανία εντείνεται τη δεκαετία του 1890 και αποβαίνει εις βάρος των παραδοσιακών δεσμών που υπήρχαν ως τότε με τη Γαλλία. Αυτό οφείλεται στη φιλογερμανική δραστηριότητα της «Μικρής Αυλής», όπως ονόμαζαν τον κύκλο γύρω από το τότε πριγκιπικό ζευγάρι Σοφία και Κωνσταντίνο· και επίσης οφείλεται στα περιοδικά Η Τέχνη (1898-1899) και Ο Διόνυσος (1901-1902) που εισάγουν στην Ελλάδα, με τη βοήθεια κυρίως των Παύλου Νιρβάνα και Γιάννη Καμπύση, διακεκριμένους γερμανούς στοχαστές και λογοτέχνες, όπως είναι οι Νίτσε, Χάουπτμαν και Στέφαν Γκέοργκε. Βέβαια την ίδια εποχή η ελληνική κριτική επανεστιάζει την προσοχή της στον Σολωμό και μέσω του Παλαμά αναγνωρίζει την ευεργετική σχέση της ποίησής του με τη γερμανική φιλοσοφία. Ενα άλλο σημαντικό γεγονός την ίδια αυτή εποχή ήταν η ίδρυση του Βασιλικού Θεάτρου, το οποίο από το 1901 ως το 1906 ανέβασε, σε μεταφράσεις κυρίως του Κωσταντίνου Χατζόπουλου, αρκετά έργα γερμανών θεατρικών συγγραφέων.


Οι γέφυρες αυτές με την πολιτιστική παράδοση της Γερμανίας διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ελληνες σπούδασαν στη Γερμανία και καλλιέργησαν την επαφή με τη γερμανική διανόηση· εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών πήραν οι Δ. Γληνός, Α. Δελμούζος, Ι. Συκουτρής, Κ. Τσάτσος, Ι. Θεοδωρακόπουλος, Ευ. Παπανούτσος και τελευταία ο Π. Κονδύλης. Τα τελευταία 50 χρόνια οι μεγάλοι γερμανοί κλασικοί και σύγχρονοι λογοτέχνες έχουν επανειλημμένως κυκλοφορήσει σε μεταφράσεις στην Ελλάδα.


Στο σπίτι ενός ξυλουργού


Ο Χαίλντερλιν είχε μεταφραστεί και πριν από τη σημερινή παρουσίαση των εκδόσεων Αρμός, από τους Τ. Παπατσώνη και A. Δικταίο. Επίσης πιο πρόσφατα και μόλις το 1996 κυκλοφόρησε η μετάφραση σε δίγλωσση έκδοση της Στέλλας Νικολούδη από τις εκδόσεις Αγρα.


Το έργο της Νικολούδη αποτελεί μια εξαίρετη συμβολή στον χώρο της ποιητικής μετάφρασης. Ο Δ. Θ. Γκότσης έρχεται να συμπληρώσει και να επεκταθεί και σε ποιήματα που δεν είχαν ως σήμερα μεταφραστεί. Είναι ο ίδιος αναγνωρισμένος ποιητής και δεν είναι η πρώτη φορά που ένας γιατρός γίνεται ποιητής και μεταφραστής. Η περίπτωση του άλλου έλληνα γιατρού, Αριστοτέλη Νικολαΐδη, με τη μετάφραση του Τ. Σ. Ελιοτ αποτελεί ένα από τα απαστράπτοντα παραδείγματα πληρότητας και ευαισθησίας στον χώρο της μετάφρασης.


Το ποιητικό έργο του Χαίλντερλιν τέλειωσε το 1805, όταν ήταν σε ηλικία 35 χρόνων. Είχε σπουδάσει θεολογία και αρχαία ελληνική φιλολογία στο Τύμπιγκεν και είχε γνωρισθεί με τους προεξάρχοντες στοχαστές της εποχής, όπως οι Γκαίτε, Χέρντερ, Χέγκελ, Σέλινγκ και Σίλερ (με τον τελευταίο μάλιστα συνδέθηκε με ιδιαίτερη φιλία). Υστερα από ένα ερωτικό σκάνδαλο το 1798, όταν αποκαλύπτεται η σχέση του με την οικοδέσποινα όπου εργαζόταν ως δάσκαλος, ο Χαίλντερλιν σταδιακά και μέσα σε μερικά χρόνια έχασε τον έλεγχο και παραφρόνησε. Κατ’ αρχάς, το 1806, κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική και το 1807 κατέληξε φιλοξενούμενος οικότροφος ως τον θάνατό του το 1843 στο σπίτι ενός ξυλουργού, σε τέλεια απραξία. Αν και από νωρίς είχε αναγνωριστεί ως ένας από τους μεγάλους λυρικούς της εποχής του, επαγγελματικά ένιωθε αποτυχημένος γιατί δεν κατάφερε να διορισθεί ως κλασικός φιλόλογος στο πανεπιστήμιο.


Το έργο του ξεχωρίζει για τον φιλελληνισμό του. Εκτός από τις μεταφράσεις των τραγωδιών του Σοφοκλή Αντιγόνη και Οιδίπους Τύραννος, μετέφρασε Πίνδαρο και έγραψε και μια τραγωδία την οποία άφησε ανολοκλήρωτη σε τρία διαφορετικά σχεδιάσματα (που φέρουν τους τίτλους Ο θάνατος του Εμπεδοκλή και Ο Εμπεδοκλής στην Αίτνα). Παράλληλα δημοσίευσε ένα μυθιστόρημα σε δύο τόμους με τον χαρακτηριστικό τίτλο Υπερίων ή Ο Ερημίτης στην Ελλάδα (1797-1798). Ο ήρωας του επιστολικού αυτού μυθιστορήματος είναι ένας Ελληνας που παίρνει μέρος στον αγώνα κατά των Τούρκων και μέσω των επιστολών καταδεικνύονται τα αισθήματα, οι ελπίδες και οι απογοητεύσεις του. Πρόκειται για έργο γραμμένο στο πνεύμα του sturm und drang αλλά με έναν υψηλό διθυραμβικό τόνο και με περιγραφές του ελληνικού τοπίου (αν και ο ποιητής ουδέποτε επισκέφθηκε την Ελλάδα), που το κάνει να ξεχωρίζει από οποιοδήποτε άλλο έργο της εποχής. Με επίκεντρο αυτό το πάθος του για την Ελλάδα και για την αρχαία φιλοσοφία (από τους προσωκρατικούς ως τον νεοπλατωνικό μυστικισμό) ο Χαίλντερλιν έγραψε και τα ποιήματά του (Υμνους, Ελεγείες και Ωδές) με έναν ιεροφαντικό λυρισμό. Πρόκειται για μια μυστικιστική σύλληψη για την ομοιότητα των πάντων που καταλήγει στο αιώνιο Ενα.


Μεταφυσική διάσταση


Το μεταφυσικό στοιχείο του ποιητικού λόγου του Χαίλντερλιν υπερτονίζεται και στο εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή Δ. Θ. Γκότση. Θα πρέπει να αντιληφθεί ο αναγνώστης (και αυτός είναι ο κανόνας πάνω στον οποίο λειτουργεί η μετάφραση του Γκότση) ότι η μεταφυσική σκέψη ενυπάρχει ως πεμπτουσία σε οποιονδήποτε καθαρό στοχασμό. Ο καθαρός στοχασμός, με άλλα λόγια, δεν διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το Σύμπαν, έτσι ώστε η έννοια της μερίκευσης να εξαλείφεται. Γι’ αυτό και το παράδοξο στην ποίηση αυτή είναι ότι δεν αλληγορεί, αλλά έντονα αναζητεί να αναδείξει τον λόγο στο βάθος της υπόστασής του. Η πράξη της ποίησης συμφύεται με το νόημα της ύπαρξης, γι’ αυτό και ο Χαίλντερλιν ελκύει τους υπαρξιστές, τους φαινομενολόγους και οποιονδήποτε ερωτευμένο· όλοι αυτοί αναζητούν τρόπο να απορρίψουν τις αποστάσεις του χρόνου και του χώρου και συγχρωτίζονται με την εδώ και τώρα ύπαρξη, την εμπλουτισμένη συνείδηση και την ενορατική ταύτιση. Παραθέτω μερικούς στίχους, ως ένδειξη της μεταφυσικής διάστασης στην οποία εντρυφά ο ποιητής, από τα θραύσματα της τελικής γραφής του ποιήματος Πάτμος:


Ω Νησί του Φωτός!/ […]


Αφού απ’ τον Θεό έρχεται και πηγαίνει/ στέρεα η Συνείδηση, μια Αποκάλυψη, το χέρι του Κυρίου/ πλούσια νεύει από ουρανό που δικάζει κι έτσι μετά/ για κάποιο χρόνο υπάρχει Νόμος αδιαίρετος κι Εξουσία/ και τα χέρια για να την εξυψώνουν και ν’ αποδιώχνουν/ των κακών σκέψεων την καταφορά, βάζοντας τάξη./


Αφού φριχτά ο Θεός απεχθάνεται τα πολύξερα μέτωπα./


Ομως αγνός, πάνω σε έδαφος αδέσμευτο, κρατήθηκε ο Ιωάννης./


Ετσι είναι, όταν κάποιος ανακηρύσσει σε προφητικό,/ γήινο Λόγο…


Ο Γκότσης με ένα μικρό βιογραφικό, μια σύντομη εισαγωγή και ένα απόσπασμα από τον Χάιντεγκερ μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε αυτή την ανοίκεια ποίηση ως οικεία. Την ίδια αντιστροφή νομίζω ότι επιζητεί να κάνει και ο Τσίρκας, όταν επιλέγει να διαμορφώσει τον πρώτο τόμο της Τριλογίας του πάνω στην έκφραση του Χαίλντερλιν «όλα είναι καλά».


Η επιλογή του αυτή σκοπεί στο να αντιπαραβάλει τα άδυτα της ανθρώπινης φύσης των δύο πρωταγωνιστών του, Εμμης και Μάνου, με το αμφίσημο νόημα των τριών αυτών λέξεων στις οποίες παρεισδύει μια επίφαση και μια φιλοσοφική διαπίστωση.


Ο Γκότσης, επίσης, επιλεκτικά στο τέλος του τόμου, αντί να παραθέσει σημειώσεις, προτιμά να συνδιαλεχτεί με τον ποιητή πάνω σε ορισμένα ποιήματα, ώστε να καταδείξει ότι η πράξη της μετάφρασης αποτελεί μια μυστική επικοινωνία του μεταφραστή με τον ποιητή. Η μεταβίβαση της ποίησης του Χαίλντερλιν από τον Γκότση στα ελληνικά αποτελεί ένα επίτευγμα ιδιαίτερης ποιητικής αξίας.


Για δε τα ελληνικά δεδομένα η ποίηση του Χαίλντερλιν (και ο ρομαντικός λυρισμός ευρύτερα) ανάγεται σε πτυχές ενόρασης και ποιητικής εικονοποιίας που αναμφισβήτητα συγγενεύουν με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού, την Κίχλη του Σεφέρη και Το Αξιον Εστί του Ελύτη ή την Τέταρτη Διάσταση του Ρίτσου, για να περιοριστώ μόνο σε τέσσερα μεγάλα δημιουργήματα.


Ο κ. Χ. Δ. Γουνελάς είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.