‘ Ενα από τα ζητήματα στα οποία επανειλημμένα έχει ζητηθεί η γνώμη μου είναι σε ποιες περιπτώσεις χρειάζεται το τελικό ν στο αρσενικό άρθρο, οριστικό ή αόριστο. Οταν για πρώτη φορά καθιερώθηκε η λεγόμενη δημοτική, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ήταν φυσικό να ακολουθήσει μια περίοδος απορίας (κυρίως των παλαιοτέρων, που είχαν μάθει να «βάζουν» πάντα ν στο αρσενικό), ως προς τι ακριβώς ισχύει. Μάλιστα, ακόμη και στο ειδικότερο ζήτημα των κυρίων ονομάτων υπήρχε σχετική αμηχανία, με αποτέλεσμα να μη λείπουν και ακραίες γραφές του τύπου το Μότσαρτ ή το Μαρξ, το Γιώργο ή το Νίκο. (Αυτό πάντως το λύσαμε, ευτυχώς, οριστικά και πέραν πάσης αμφισβητήσεως, και έτσι ο Μότσαρτ, αλλά και ο φίλος μου ο Γιώργος μπορούν να κοιμούνται ήσυχoι.)


Για λόγους αφενός οικονομίας χώρου και αφετέρου κωδικοποίησης, θα έλεγα ότι, εκτός από τον γνωστό σε όλους πια (ελπίζω) κανόνα ότι το ν είναι πάντα απαραίτητο πριν από τους λεγόμενους «σκληρούς» ήχους (κ, π, τ, ψ, γκ, ντ, μπ), τέσσερις είναι κυρίως οι άλλες περιπτώσεις που, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ σκόπιμη την προσθήκη του ν στο αρσενικό άρθρο, έστω και αν ο ήχος που ακολουθεί είναι «μαλακός»:


* Οταν μεταξύ του άρθρου και του ουσιαστικού μεσολαβούν μία ή περισσότερες λέξεις, κατά κανόνα επιθετικός/οί προσδιορισμός/οί. Με άλλα λόγια, όταν το ουσιαστικό απομακρύνεται από το άρθρο του, και επομένως ο αναγνώστης βρίσκεται σε -στιγμιαία, έστω- αμηχανία ως προς το… γένος. Θα γράψω, λοιπόν: το χειμώνα, το ρόλο, το χώρο, κ.λ.π., αλλά τον βαρύ χειμώνα (και ακόμη περισσότερο, τον βαρύ αλλά άνυδρο χειμώνα), τον ρυθμιστικό ρόλο (και πολλώ μάλλον, τον ρυθμιστικό και αποφασιστικό ρόλο), τον γραπτό λόγο, τον ζωτικό χώρο, τον γνωστό σε όλους κανόνα, τον Ναυτικό Ομιλο, τον θαλάσσιο πλούτο, κ.ο.κ.


* Μια δεύτερη περίπτωση οπότε το ουσιαστικό «ζητάει» από μόνο του το ν στο άρθρο είναι οι λέξεις που αναφέρονται σε κινήματα, θεωρίες, σχολές σκέψης, κ.λπ. Ετσι, δεν θα γράψω ποτέ το ρεαλισμό, το ρομαντισμό, το θετικισμό, το δομισμό, το στρουκτουραλισμό, το σοσιαλισμό, το φασισμό, το σωβινισμό, το φονταμενταλισμό, κ.ο.κ., αλλά τον ρομαντισμό, τον φασισμό, τον φονταμενταλισμό, κ.λπ.


* Τρίτη περίπτωση οπότε -κατά τη γνώμη μου, πάντα- η προσθήκη του ν επιβάλλεται, ανεξάρτητα από το αρχικό γράμμα της λέξης που ακολουθεί, είναι όταν πρόκειται για… έμψυχο (άνθρωπο, αλλά και ζώο, θα τολμούσα να πω). Εχουμε, λοιπόν, τον βασιλιά, τον δούκα, τον στρατηγό, τον στρατιώτη, τον ναυτικό (σκεφτείτε τι σύγχυση μπορεί να προκληθεί, αν γράψουμε για το θαλασσοδαρμένο ναυτικό, αντί για τον θαλασσοδαρμένο ναυτικό), τον μαθητή, τον δάσκαλο, τον ζωγράφο, τον μουσικό, τον συγγραφέα, τον φούρναρη, τον γαλατά (και πολλώ μάλλον, για δύο αυτή τη φορά λόγους, τον ρεαλιστή ζωγράφο, τον νεκρό συγγραφέα, κ.ο.κ.), και όχι βέβαια το δεσπότη, το σπουδαστή, το λοχαγό, το μανάβη, κ.λπ. Ακόμη και τα καημένα τα ζώα, θα έλεγα -ως αμετανόητος δαρβινιστής, ίσως- ότι, ως έμψυχα, δικαιούνται να τους απονεμηθεί το ν, και επομένως είναι προτιμότερο να γράφουμε τον ρινόκερο, τον γύπα, τον βάτραχο ή τον βούβαλο.


* Τέταρτη και τελευταία περίπτωση «προσθήκης» του ν είναι όταν πρόκειται για μήνες (τον Μάιο ή τον Φεβρουάριο, και όχι το Μάιο ή το Φεβρουάριο), για αιώνες (τον 18ο αιώνα, και όχι το 18ο – προσοχή, με αριθμό, παρακαλώ, βλ. παλαιότερο Υπο-γλώσσιο), για ιστορικά γεγονότα ή ιστορικές περιόδους (τον Μεσαίωνα, τον Χρυσού Αιώνα, τον Μεσοπόλεμο), και βέβαια για τον… Θεό. Ας γράφουμε, λοιπόν, «για τον Θεό, βρε Κώστα», και όχι «για το Θεό». Για τους λόγους που ήδη ανέφερα, αλλά και για να τα έχουμε καλά μαζί Του. Είμαστε τώρα για τίποτε λιμούς και καταποντισμούς;’


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας.