Τα πράγματα είναι δύσκολα για την ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία, ακόμη και μετά τη φιλόφρονα χειρονομία που έφερε την Ελλάδα ως τιμωμένη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης το φθινόπωρο του 2001. Για τη γερμανική πλευρά το παλκοσένικο της Φραγκφούρτης είναι μια ευκαιρία που δίνεται και στις μικρότερες, άγνωστες λογοτεχνίες να παρουσιάσουν τα κάλλη τους. Από τα περίπου 40 όμως ελληνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόπερσι στα γερμανικά τα 35 καταποντίστηκαν εκδοτικά, με εξαίρεση πέντε εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους συγγραφείς: Μάρκαρης, Στάικος, Καρυστιάνη, Σωτηροπούλου και Μάτεσις. Ενας δεύτερος κακός οιωνός ήταν ότι τις ημέρες της έκθεσης η γερμανική λογοτεχνική κριτική δεν κατάφερε να ανακαλύψει μεταξύ των τεσσαράκοντα έναν πραγματικά μεγάλο συγγραφέα που θα μπορούσε να κάνει αυτόνομα τη σταδιοδρομία του στον γερμανόφωνο χώρο και μετά τη Φραγκφούρτη, βοηθώντας στη συνέχεια και άλλα ελληνικά ονόματα. Στα μέσα του 2003 τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα απ’ ό,τι τον Οκτώβριο του 2001: τώρα κανένας γερμανικός εκδοτικός οίκος δεν είναι διατεθειμένος να κάνει πια σκόντο σε ελληνικό βιβλίο αφού οι υποχρεώσεις της Φραγκφούρτης έχουν παρέλθει.


Μέσα σε αυτό το κλίμα ήταν εξαιρετικά φρόνιμη η πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε να καλέσουν στις αρχές Ιουνίου στην Αθήνα εκδότες και μεταφραστές από τη Γερμανία για να συζητήσουν περί του πρακτέου. Το ερώτημα είναι αν συζήτησαν όντως για τις δυσκολίες των ελληνικών λογοτεχνικών έργων να ορθοποδήσουν στη γερμανική αγορά, αν διαμόρφωσαν κάποιες τακτικές για το μέλλον. Πάντως στη δημόσια εκδήλωση που έγινε στη βίλα Καζούλη το κυρίαρχο στοιχείο ήταν μάλλον η ικανοποίηση για το ότι παραμένουμε συνομιλητές παρά η αγωνία μήπως η προσπάθεια της Φραγκφούρτης 2001 παραμείνει άγονη. Ηταν συγκινητική η αναφορά της Andrea Schellinger στους πρωτοπόρους της μετάφρασης ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά, που δούλεψαν υπό δύσκολες συνθήκες και αξίζουν μια θέση στη μνήμη μας. Ηταν χρήσιμες οι συμπληρωματικές μαρτυρίες δύο σημερινών μεταφραστριών για την καθημερινότητα της μεταφοράς της λογοτεχνίας από τη μία γλώσσα στην άλλη, εμπειρία δοσμένη πιο αιχμηρά από τη Michaela Prinzinger και πιο λυρικά από την Birgit Hildebrand.


Ολα αυτά ωστόσο δεν έθιξαν το καίριο ζήτημα που σήμερα είναι μόνο ένα: Γιατί ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με ένα ξένο κοινό, ακόμη και όταν έχουν εκδοθεί από σοβαρούς και υπολογίσιμους οίκους, ακόμη και όταν έχουν συνοδευθεί από ευμενείς κριτικές; Και επειδή αυτή είναι η πραγματικότητα, τα ωραία λόγια της παλαίμαχης μεταφράστριας Δανάης Κούλμας ότι «η ελληνική λογοτεχνία έχει γίνει πια γνωστή» ακούστηκαν αυτή τη βραδιά περισσότερο σαν ξόρκι. Τριάντα πέντε ελληνικά βιβλία που φυτοζωούν στα γερμανικά είναι επαρκής λόγος για να ξεκινήσει μια ουσιαστικότερη συζήτηση για το θέμα. Παλιότερα αποδίδαμε την κακοδαιμονία των συγγραφέων μας στο εξωτερικό σε ποικίλους λόγους: στα τουριστικά στερεότυπα των ξένων, στην αμείλικτη κυριαρχία των μεγάλων γλωσσών, στον εγκλωβισμό τους σε μικροσκοπικούς εκδοτικούς οίκους. Μήπως ήρθε η ώρα να συζητήσουμε και για το πραγματικό βεληνεκές ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής λογοτεχνίας; Θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις ο δισταγμός του οίκου Hanser να προχωρήσει στη μετάφραση και ενός δεύτερου βιβλίου του Παύλου Μάτεσι επειδή δεν βρίσκει άλλο έργο του αντάξιο του H μητέρα του σκύλου. Θα έπρεπε να μας προβληματίσει η δυσκολία του οίκου Reclam που, ενώ θα ήθελε να εκδώσει μετά τον Κούρτοβικ και τον Παναγιωτόπουλο και έναν τρίτο έλληνα συγγραφέα, έχει απαυδήσει μετά την ανάγνωση 15 τίτλων…


Φυσικά η συζήτηση αυτή είναι ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής, ωστόσο η συνάντηση στην Αθήνα ήταν μια ευκαιρία για να εκμαιευθούν εμπειρίες και – γιατί όχι; – προτάσεις από τους εκπροσώπους των ξένων οίκων. Ο διακριτικός ωστόσο και γεμάτος ευγενική συγκατάβαση συντονισμός των ομιλητών από τον διευθυντή του οίκου Hanser Michael Kruger μάλλον απηχούσε την απροθυμία της ελληνικής πλευράς να ακούσει δυσάρεστα πράγματα αυτή την τόσο ευχάριστη βραδιά. Ποιο είναι τελικά το ζητούμενο σήμερα από την ελληνική λογοτεχνία στη Γερμανία, αφού να σαρώσει μάλλον δεν μπορεί; Το διατύπωσε ο πάντοτε ψύχραιμος και εκλεκτός μεταφραστής Ulf-Dieter Klemm: «Θα ήμασταν ευτυχείς μετά τα 40 βιβλία του 2001 αν κάθε χρόνο εκδίδονταν στη Γερμανία τέσσερα λογοτεχνικά έργα από την Ελλάδα».


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος στην «Deutsche Welle».