‘ Ας μην υποτιμάμε τη σημασία όσων λέγονται και γράφονται από τους ποικίλους εκφωνητές, δημοσιογράφους, «δημοσιογράφους» και άλλους παράγοντες του αθλητικού και καλλιτεχνικού (ή μάλλον, σκυλοκαλλιτεχνικού) ρεπορτάζ, αφού οι συμπολίτες μας που τους παρακολουθούν είναι εκατομμύρια και το γλωσσικό τους αισθητήριο είναι φυσικό να επηρεάζεται από τα σχετικά δημοσιεύματα και ακροάματα. Αλλωστε, ας μη μας διαφεύγει ότι και ουκ ολίγες λέξεις και φράσεις που συναντάμε πια και στο πολιτικό ρεπορτάζ έχουν αθλητική προέλευση («στενό μαρκάρισμα στον Σημίτη», «να βάλουμε πιο ψηλά τον πήχυ», «ο Συν έβγαλε κίτρινη κάρτα στη Δαμανάκη» κ.ο.κ.).


Μια, λοιπόν, από τις ειδικότερες (γλωσσικές) παθογένειες αυτών των χώρων είναι και η συνήθεια να κλίνονται, και ειδικότερα να αποκτούν πληθυντικό, αγγλικοί όροι που έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική γλώσσα και καθημερινότητα. Εχουμε έτσι τα πέναλτις, τα κόρνερς, τα οφσάιντς, τα πλέι οφς, τους πλέι μέικερς, τα τάιμ άουτς, τους γκολκίπερς κ.ο.κ. Ομως όλες αυτές οι λέξεις/εκφράσεις, στον βαθμό που μεταφέρονται αυτούσιες στη γλώσσα μας, οφείλουν προφανώς και να παραμένουν άκλιτες, μέχρις ότου τουλάχιστον αποκτήσουν -αν αποκτήσουν ποτέ- τον εξελληνισμένο τύπο τους (κατά το καζίνο/τα καζίνα, ή ο καναπές/οι καναπέδες). Επομένως, η σωστή διατύπωση -και εκφώνηση- είναι «ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει επτά κόρνερ [και όχι κόρνερς], ενώ ο Παναθηναϊκός πέντε», «ο Πανιώνιος έπαιξε με δύο πλέι μέικερ [και όχι πλέι μέικερς]», «τα χαφ της ΑΕΚ [και όχι τα χαφς!] διακρίνονται για την τεχνική τους κατάρτιση», κ.ο.κ.


Η τάση αυτή, βέβαια, δεν παρατηρείται μόνο στα σπορ και σε όσους καλύπτουν αθλητικά γεγονότα. Αφορά και άλλες εκφάνσεις της γλωσσικής/κοινωνικής μας πραγματικότητας, που υπερβαίνουν κατά πολύ τον κόσμο των… γηπέδων. Ετσι λοιπόν, στον χώρο των ΜΜΕ και του πολιτισμού γίνεται λόγος για τα τοκ σόους, που κυριαρχούν στην tv, για τους ηρωικούς ρεπόρτερς που μετέδωσαν τον πόλεμο από το Ιράκ, για τα όσκαρς που αναμένεται να σαρώσει η ταινία Χ [αντί για το ορθό, τα τοκ σόου, οι ρεπόρτερ, τα όσκαρ, κ.λπ.]. Ή μη μου πείτε ότι δεν είναι φαιδρό όταν ακούει κανείς ή διαβάζει ότι «φέτος στην Αθήνα άνοιξαν πολλά καινούργια κλαμπς και μπαρς», ή όταν πληροφορείται ότι κάποιος σκοπεύει να περάσει τα επόμενα γουικέντς εκτός Αθηνών, ότι του αρέσουν τα πικνίκς, ότι τα φεριμπότς έχουν δέσει στα λιμάνια, ή ότι ο Χ ήταν πολύ πεινασμένος, και γι’ αυτό έφαγε πολλά σάντουιτσες!


Μακριά από μένα οποιαδήποτε τάση κινδυνολογίας και γεροντοκορισμού στη γλώσσα· αυτό δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω. Καλώς να έλθουν οι αγγλικοί όροι στα ελληνικά και με το καλό να τους δεχτούμε, αν πράγματι η γλώσσα τούς έχει ανάγκη και τους αφομοιώνει ομαλά. Ασφαλώς και δεν αποτελεί λύση να λέμε γωνιαίο λάκτισμα (αντί για κόρνερ), ομιλόραμα (αντί για τοκ σόου), ή αμφίψωμον (αντί για σάντουιτς). Αν επιχειρούσαμε κάτι τέτοιο, θα καταφέρναμε απλώς να γίνουμε γραφικοί.


Η γλώσσα παρακολουθεί και αντανακλά την εξέλιξη της κοινωνίας, γι’ αυτό και οι ανάγκες της για νέες λέξεις και εκφράσεις αυξάνουν συνεχώς. Από αυτή την άποψη, η υιοθέτηση ξένων λέξεων και όρων είναι όχι μόνο αναγκαία, αλλά ενίοτε και ένδειξη γλωσσικής υγείας. Ομως, άλλο η αποκήρυξη (και μάλιστα, μετά βδελυγμίας) του γλωσσικού απομονωτισμού και της γλωσσικής αντισηψίας, και άλλο η παραβίαση, και μάλιστα σε βαθμό καρικατούρας, ορισμένων στοιχειωδών κανόνων εκφοράς του λόγου στη γλώσσα μας.’


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας.