‘ Προ ετών, όταν αυτού του τύπου οι εκφράσεις είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας, θυμάμαι αθλητικό ρεπόρτερ, από αυτούς με τα μοντερνίζοντα μπλουζάκια, τα «πονηρά» γυαλιά ηλίου και το άνετο στυλάκι, να ρωτάει έλληνα προπονητή μιας κάποιας ηλικίας: «Πιστεύετε ότι η ομάδα σας έχει τύχη στο φετινό πρωτάθλημα;». «Γιατί το λες αυτό;», απάντησε ο σεβάσμιος προπονητής. «Δεν νομίζω ότι μέχρι τώρα ήμασταν τυχεροί. Μάλλον το αντίθετο θα έλεγα». Με άλλα λόγια: «Τι κάνεις, Γιάννη; Κουκιά σπέρνω», αφού ο μεν «μοντέρνος» ρεπόρτερ με τις (ας πούμε) γνώσεις αγγλικής ρωτούσε αν η ομάδα είχε ελπίδες/πιθανότητες να πάρει το πρωτάθλημα, ενώ ο συνομιλητής του διαμαρτυρόταν γιατί οι έως τότε επιτυχίες του αποδίδονταν… στην τύχη.


Εκτοτε βέβαια τα «δεν έχουμε τύχη», «καμιά τύχη», κ.λπ., ως ελληνική εκδοχή του «we have no chance», έχουν σχεδόν καθιερωθεί, και επομένως ακόμη και άτομα μιας κάποιας ηλικίας είναι δύσκολο πια να μην καταλάβουν τι ρωτάει ο δημοσιογράφος.


Ομως, γιατί άραγε είναι απαραίτητο να μεταφράζουμε κατά λέξη έναν αγγλικό ιδιωματισμό για να πούμε αυτό που πολύ απλά λέγαμε τόσα χρόνια «έχουμε αρκετές ελπίδες», «δεν έχουμε καμιά ελπίδα» κ.ο.κ.; Ισως για τον ίδιο (μη) λόγο που εδώ και λίγα χρόνια οι περισσότεροι Νεοέλληνες παπαγαλίζουν με τον πιο άχαρο τρόπο τη μηχανιστικά μεταφερμένη στα ελληνικά αγγλική έκφραση «by far», γράφοντας ή λέγοντας, για παράδειγμα, «ο Α είναι μακράν ο καλύτερος μαθητής», αντί του πολύ απλού όσο και ελληνικότατου «ο Α είναι αναμφισβήτητα ο καλύτερος μαθητής», ή έστω «με διαφορά ο καλύτερος μαθητής».


Εχω την αίσθηση ότι ορισμένες εκφράσεις έσκασαν μύτη στην ελληνική κοινωνία μαζί με το φαινόμενο των γιάπηδων, οι οποίοι βέβαια αποτελούσαν θλιβερή απομίμηση των αντίστοιχων της Wall Street και του City. Καθώς, λοιπόν, όλοι επηρεαζόμαστε εκ των πραγμάτων από το γενικότερο γλωσσικό κλίμα, παρασυρθήκαμε βαθμιαία σε εκφράσεις-εκτρώματα, οι οποίες σήμερα δίνουν και παίρνουν στον καθημερινό γραπτό – και κυρίως προφορικό – λόγο. Και ενώ, βέβαια, για το πάρκινγκ, το πάρτι, το κέικ, ή ακόμη και για το μάρκετινγκ και τον μάνατζερ, λίγες αντιρρήσεις θα μπορούσε να έχει κανείς (μακριά από μένα η άποψη περί απόλυτης αυτάρκειας οποιασδήποτε γλώσσας και περί καταδίκης των πάσης φύσης επιρροών και δανείων), δεν καταλαβαίνω ωστόσο καθόλου γιατί θα πρέπει να λέμε «θα σε πάρω πίσω» ή «θα σου επιστρέψω το τηλέφωνο», μεταφράζοντας προφανώς το «Ι will call you back» ή «Ι will return the call». Δόξα τω Θεώ, μια χαρά περνούσαμε και μια χαρά συνεννοούμασταν τόσα χρόνια όταν λέγαμε «θα σου τηλεφωνήσω εγώ» ή έστω «θα σε ξαναπάρω». [«Για ξαναπάρ’ τους και ξαναπάρε με», έλεγε σε άπταιστα (καθημερινά) ελληνικά ο μακαρίτης ο Λογοθετίδης στον «Ζηλιαρόγατο».]


Ακόμη και η σχεδόν καθιερωμένη πια έκφραση «μου παίρνει 10 λεπτά από εδώ έως την Ομόνοια», ή «πόσο σού παίρνει έως την Πάτρα;», δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, παρά μηχανιστική όσο και άχαρη μεταφορά στα καθ’ ημάς της αγγλικής έκφρασης «it takes…». Ισως όχι τόσο βάρβαρη όσο το «μας κάνουν ακρόαση», που ακούω συχνά σε ραδιοφωνικούς σταθμούς (προφανώς, κατά το «θα σε κάνω κεφτέδες»), αλλά εξίσου άκαμπτη και μη ελληνική όσο και το πανταχού παρόν στις μεταφράσεις «ήταν ο Γιάννης που έδωσε στη Μαρία τα κοσμήματα», κατά του οποίου έχω ήδη επιχειρηματολογήσει στα «Υπογλώσσια».


Οσο συχνότερα, πάντως, βλέπω και ακούω τέτοιους βλαχογιάπικους νεολογισμούς (προσοχή: οι νεολογισμοί δεν είναι γενικώς κακόν πράγμα· οι συγκεκριμένοι είναι κακοί) τόσο περισσότερο νιώθω ότι πρόκειται για κάτι σαν αντεστραμμένο είδωλο φράσεων όπως «Ι will make you the table», «Ι will lough you», ή «What am Ι doing to you, my mother», με τις οποίες γελούσαμε στην εφηβεία μας και τις οποίες ο θρύλος απέδιδε σε καμάκια της εποχής.’


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας.