Αν ζούσε σήμερα ο Τίμοθι Μακ Βέι θα ήταν 35 χρόνων. Πέντε χρόνια πριν, ένα κοκτέιλ ενέσεων έκοψε το νήμα της ζωής του σε κάποια φυλακή των ΗΠΑ, ενώ το θέαμα παρακολουθούσαν ζωντανά εκατομμύρια τηλεθεατές. Ο Μακ Βέι υπήρξε το πιο πρόσφατο «απόλυτο κακό» που ξεπήδησε από το εσωτερικό της Αμερικής – και μάλιστα από τη ζωτική αγροτική ενδοχώρα. Οταν συνελήφθη, ανέλαβε (όλως παραδόξως, μόνος του) την ευθύνη για μια από τις πιο αιματηρές πράξεις ατομικής τρομοκρατίας στη σύγχρονη ιστορία: επρόκειτο για την ανατίναξη, στις 19 Απριλίου του 1995, ενός κτιρίου στην Οκλαχόμα, όπου στεγάζονταν διάφορες υπηρεσίες της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης – του μεγάλου εχθρού του Μακ Βέι και των ομοϊδεατών του. H επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 168(!) ατόμων, πολλά από τα οποία ήταν παιδιά, μια και στο κτίριο στεγαζόταν και παιδικός σταθμός. Προς τι αυτή η κτηνωδία; Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν έναν πατριώτη, έναν πολυπαρασημοφορεμένο ήρωα του Κόλπου να στραφεί με τέτοιο μένος ενάντια στη χώρα του; Πόσο μάλλον δε όταν, όπως όλα δείχνουν, ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν ένας συνηθισμένος παράφρων.


H αδυναμία ή και απροθυμία της επίσημης Πολιτείας και των υπηρεσιών της (FBI) να δώσουν μια πειστική απάντηση για τα αίτια της πράξης του Μακ Βέι είναι σύμφωνα με τον Γκορ Βιντάλ το κλειδί για τη βαθύτερη κατανόηση του αμερικανικού συστήματος διακυβέρνησης. Τα ίδια ακριβώς ζητήματα προέκυψαν και μετά την πολλαπλή τρομοκρατική ενέργεια της 11ης Σεπτεμβρίου: και πάλι, λέει ο Γκορ Βιντάλ, η επίσημη Αμερική σε αγαστή συνεργασία με τα μεγάλα MME δεν κατάφεραν να δουν σε αυτήν τίποτε περισσότερο από μια μανιχαϊστική σύγκρουση του «απόλυτου κακού» (βλ. Αλ Κάιντα) με το «απόλυτο καλό» (βλ. Αμερική). Γιατί αυτή η τόσο κραυγαλέα απροθυμία εμβάθυνσης; Γιατί, στην περίπτωση του Μακ Βέι τουλάχιστον, αυτή η διάθεση γρήγορου «θαψίματος» της υπόθεσης – μιας υπόθεσης που δεν είχε το προηγούμενό της στην Αμερική και, απ’ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, ούτε και στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο;


Μια χρυσή εποχή


H θέση του Γκορ Βιντάλ, απλή αλλά και ανατριχιαστικά εμπεριστατωμένη, θα μπορούσε να κωδικοποιηθεί στο εξής: από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, και με πρωτεργάτη τον πρόεδρο Τρούμαν – μια διαδικασία που ο Βιντάλ περιγράφει με εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο στο μυθιστόρημά του Χρυσή Εποχή – οι ΗΠΑ εξελίσσονται σταδιακά σε ένα αυτοκρατορικής λογικής κράτος, με όλο και λιγότερη δημοκρατία στο εσωτερικό της, και όλο και περισσότερη επιθετικότητα απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Κολοφώνας αυτής της εξέλιξης ήταν η ψήφιση από την κυβέρνηση Κλίντον το 1996, έναν χρόνο μετά την επίθεση στην Οκλαχόμα, ενός πολύ ιδιόρρυθμου Αντιτρομοκρατικού Νόμου (Anti-Terrorism and Effective Death Penalty Act) σύμφωνα με τον οποίο καταστρατηγούνται δύο θεμελιακές αρχές της αμερικανικής δημοκρατίας: πρώτη και βασικότερη το περίφημο Posse Comitatus, δηλαδή η συνταγματική απαγόρευση χρησιμοποίησης του αμερικανικού στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού σε καταδιώξεις, έρευνες ή συλλήψεις στο εσωτερικό της χώρας· και δεύτερη, το λεγόμενο habeas corpus, η συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία του πολίτη έναντι της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησής του.


Ωστόσο, λέει ο Γκορ Βιντάλ, σημάδια γέννησης αυτού του αστυνομικού κράτους εμφανίστηκαν πολύ πριν: η σταδιακή μετατροπή του FBI από κουστουμαρισμένους υπαλλήλους ειδικευμένους στα λογιστικά και στα νομικά σε ένα ειδικά εκπαιδευμένο και στρατιωτικό σώμα ήταν η αρχή. Ηταν άλλωστε μια τέτοια «ειδική» δύναμη του FBI αυτή που πραγματοποίησε τη στρατιωτική επίθεση – πώς αλλιώς να ονομάσει κανείς την επέλαση με άρματα μάχης και ελικόπτερα; – εναντίον μιας χριστιανικής σέκτας (Κλάδος του Δαυίδ, ονομαζόταν) σε ένα αγρόκτημα στο Γουέικο του Τέξας, το 1993. Αποτέλεσμα; Ογδόντα δύο νεκροί (εκ των οποίων 25 παιδιά) από τη μία πλευρά, ούτε μία μύτη ανοιγμένη από την άλλη. Τις μέρες που προηγήθηκαν της επίθεσης, μέρες πολιορκίας και ψυχολογικού πολέμου, κοντά στο αγρόκτημα διαδήλωνε μια μικρή ομάδα πολιτών: ανάμεσά τους ήταν και ο νεαρός, ο 25χρονος τότε, Τίμοθι Μακ Βέι. Και φυσικά ουδεμία έκπληξη προκαλεί πια το γεγονός ότι, αιτιολογώντας την ενέργειά του, ο Μακ Βέι δήλωσε ότι ήταν πράξη αντεκδίκησης για τη μαζική δολοφονία που διέπραξαν οι Ομοσπονδιακοί στο Γουέικο.


Πριν από την εκτέλεση


Το Διαρκής πόλεμος για διαρκή ειρήνη – φράση του ιστορικού Charles Α. Beard – είναι στην πραγματικότητα ένα βιβλίο-συρραφή άρθρων του Γκορ Βιντάλ που, περιέργως πώς, διαθέτει μια εξαιρετική συνοχή. Μολονότι η υπόθεση Μακ Βέι αποτελεί τη βασική του ραχοκοκαλιά, απ’ όπου ξεχωρίζουν τα αποσπάσματα της αλληλογραφίας Βιντάλ – Μακ Βέι λίγο πριν από την εκτέλεση του τελευταίου, το πραγματικό θέμα αυτής της συλλογής είναι η σταδιακή αποδυνάμωση της αμερικανικής δημοκρατίας και οι κίνδυνοι που εγκυμονεί αυτή η αποδυνάμωση για την ειρήνη στον κόσμο.


Οι μανιακοί κάθε λογής συνωμοσιολογίας καθώς και οι επαγγελματίες του αντιαμερικανισμού ίσως βρουν στα γραπτά του Γκορ Βιντάλ αρκετή τροφή για σκέψη και βάσανο, όσο και στοιχεία που θα τους κάνουν να αισθανθούν «δικαιωμένοι». Ωστόσο, η κεντρική ιδέα είναι άλλη: η σημασία της Αμερικής στην καθημερινή μας ζωή και ύπαρξη είναι πια τόσο μεγάλη, ώστε κάθε σκέψη που προάγει την κατανόηση του αμερικανικού συστήματος και της αμερικανικής κοινωνίας λειτουργεί τελικά υπέρ της άμβλυνσης του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας – ένθεν κακείθεν.


Ο κ. Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ο παραθεριστής».