Φύσαγε θρακιάς όταν φτάσαμε στη Βιζύη το περασμένο Σάββατο, του Λαζάρου. Πάνω στην Μπαήρα, στο ύψωμα όπου κάποτε ήταν κτισμένη η ακρόπολη του τόπου και όπου έλιαζε την κοιλιά του ένας από τους ήρωες του Γεωργίου Βιζυηνού στο διήγημα Το μόνον της ζωής του ταξείδιον, ο παγωμένος βοριάς μάς έδερνε αλύπητα, μαζί με μια μαύρη βροχή που νόμιζες πως ερχόταν από τον Πόντο, λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Κάτω απλωνόταν η σημερινή κωμόπολη, η Βίζε, γκρίζα και μελαγχολική, όπως όλες οι κωμοπόλεις και τα χωριά της Ανατολικής Θράκης. Πέρα από τη Βίζε η πεδιάδα, αυτή η απέραντη πεδιάδα της Θράκης, με τις καμπύλες της, τα ποτάμια της και τα μοναχικά δέντρα της, τα κοπάδια των βουβαλιών που περιφέρουν την αθώα δύναμή τους μέσα στη λάσπη (τόση λάσπη!), μια πεδιάδα αχανής που, αν δεν υπήρχαν τα σύνορα της πολιτικής και των εθνοτήτων, θα έφτανε ως τις στέπες της Ουγγαρίας. Εδώ η γεωγραφία δεν έχει σύνορα.


Με τέτοιο θρακιά ήταν αδύνατον να σταθούμε πάνω στην ακρόπολη, να στοχαστούμε και να ανασυνθέσουμε τη λογοτεχνική γεωγραφία του Βιζυηνού. Τα άνθη της αμυγδαλιάς, που τα σκόρπιζε ο άνεμος δημιουργώντας μέσα στη βροχή την ψευδαίσθηση ενός λουλουδένιου χιονιού, δεν ήταν αρκετά για να μετριάσουν το κρύο και τις άγριες συνθήκες. Βρήκαμε καταφύγιο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, κάτω από την ακρόπολη, σημαντικό κτίσμα για τη σύνολη αρχιτεκτονική του Βυζαντίου, που συντηρήθηκε σχετικά πρόσφατα από το Πανεπιστήμιο Τράκια της Αδριανούπολης. Μας άνοιξε μια νεαρή Τουρκάλα, σύζυγος ενός ευγενέστατου υπαλλήλου του δημαρχείου της Βίζε. Από την Αγία Σοφία προς τη Βίζε, πάντα μέσα στη βροχή, ο κατηφορικός δρόμος είχε μια θαυμάσια προοπτική. Στο βάθος του ο γκρίζος μιναρές του τζαμιού της κωμόπολης ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη σικλαμέν πρόσοψη του «Φωτο-Ραντάρ», του φωτογραφείου που συναντάμε στα αριστερά μας. Πίσω από τα τζάμια γυναικεία κεφάλια παρατηρούν τους επισκέπτες – δεν είναι και τόσο συχνοί σε αυτά τα μέρη. Μας προσφέρουν φιλοξενία στο δημαρχείο. Μας παραχωρούν την αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου, στρωμένη με κόκκινο βελούδο, και μας κερνούν τσάι και καφέ κάτω από ένα εξεζητημένο πορτρέτο του Κεμάλ Ατατούρκ, με λαιμοδέτη και άσπρο παντελόνι – σαν ντιλετάντης σε καφενείο της Ρώμης. Πεινάμε. Μαζί με τον Δημήτρη, τη Νίνα, τον Κώστα και τη Μαρία (η δική μου Μαρία έμεινε στο δημαρχείο) αναζητούμε τη ζεστασιά του φαγητού σε μια λοκάντα απέναντι από το δημαρχείο. Βρίσκουμε τη ζεστασιά στις αρνίσιες σούπες, υπέροχη, αχνιστή λιχουδιά, με μπόλικο κόκκινο πιπέρι από πάνω, και στις κοτόσουπες, δεμένες προφανώς με γιαούρτι. (Η Θράκη είναι το βασίλειο των γαλακτοκομικών.) Από τη Βιζύη στη Μήδεια, στο Κιγίκιοϊ, στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, η απόσταση δεν είναι μεγάλη. Με συνεχή βροχή κατεβαίνουμε στις όχθες του ποταμού Παπούτς Ντερέ που ακύμαντος και πράος ρέει προς τον Πόντο. Από πάνω του, σε ένα βράχο, το παλαιοχριστιανικό υπόσκαφο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου δημιουργεί τις απαραίτητες συνδέσεις με την Καππαδοκία και από ‘κεί με την Περσία, δηλαδή ένα δίκτυο επικοινωνιών σε αυτόν τον μεγάλο ανατολικό χώρο. Μέσα στο σκοτάδι του υπόσκαφου μοναστηριού αναζητούμε σύμβολα και σημάδια και νιώθουμε την υγρασία του αγιάσματος που υπάρχει μπροστά μας σε μια αθέατη στέρνα. Πώς να ήταν αν η ημέρα είχε ήλιο; Θα φαίνονταν τα σύμβολα; Το λεωφορείο μας παίρνει φόρα μήπως κωλύσει στη λάσπη, αδιαφορώντας για το βουβάλι που κατεβαίνει προς τον Παπούτς Ντερέ (νομίζω ότι το ελληνικό του όνομα είναι Πλησίος ποταμός). Σε λίγο είμαστε μπροστά στα κόκκινα τείχη της Μήδειας. Η Μαριάννα μάς λέει ότι η κωμόπολη αυτή είναι κέντρο λαϊκού τουρισμού από την Κωνσταντινούπολη. Περνάμε την πύλη. Δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου πολλά καφενεία με άντρες να χαρτοπαίζουν ή να παίζουν τάβλι και να πίνουν τσάι μέσα στην απραξία του σαββατιάτικου απομεσήμερου. Ο Πόντος μάς μαστιγώνει αλύπητα. Στην άκρη του δρόμου η θάλασσα. Τη νιώθουμε, την ακούμε. Το βουητό της είναι γοητευτικό και απειλητικό ταυτόχρονα, με κύματα τεράστια που σπάζουν πάνω σε μεγάλους κατακόρυφους βράχους. Αν δεν ακουγόταν η ηχογραφημένη φωνή του μουεζίνη για την απογευματινή προσευχή, θα νόμιζα πως βρισκόμουν στη Βόρεια Θάλασσα, ίσως στις ακτές της Νορμανδίας – ακόμη και ο φάρος είχε κάτι από το βορειοευρωπαϊκό μυστήριο. Ημουν όμως στον Πόντο, στη Μαύρη Θάλασσα, στην Καρά Ντενίζ, και ο Πόντος είναι σίγουρο ένας αυθύπαρκτος κόσμος. Με τόσο δυνατό αέρα, με τόσο αφιλόξενη βροχή ήταν αδύνατο να σταθούμε στην άκρη του βράχου. Βρήκαμε καταφύγιο στο «Ντενίζ Φενερί», δηλαδή στον «Φάρο», ένα κέντρο με θέα στη θάλασσα. Ηπιαμε γενί ρακί, με μαριναρισμένο γαύρο, τζατζίκι και τυρί, που μας σερβίρισε ο ιδιοκτήτης, ένας αμίλητος κατάμαυρος άντρας με μουστάκι, άγριος στην όψη αλλά ίσως άκακος μέσα του, όπως άκακοι, ευγενικοί και φιλόξενοι μου φάνηκαν όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα στην Ανατολική Θράκη, σε αυτή την πλούσια και ταυτόχρονα τόσο φτωχή και τόσο καθυστερημένη περιοχή της Τουρκίας.


Σε αυτό το μικρό προσκυνηματικό ταξίδι, που οργανώθηκε από το Εθνολογικό Μουσείο Θράκης Αγγελική Γιαννακίδου, το οποίο βρίσκεται στην Αλεξανδρούπολη, με ξεναγό την ευρηματική και ακούραστη Μαριάννα Κορομηλά, βάση μας ήταν το Κιρκλαρελί, οι Σαράντα Εκκλησίες, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού – ένας από τους τέσσερις νομούς της Ανατολικής Θράκης. Μέναμε στο ξενοδοχείο «Γκραν Σαμπιγιόν», δίπλα στο μικρό μουσείο της πόλης, ένα ξενοδοχείο ημιφωτισμένο, για λόγους προφανώς οικονομίας, αλλά πολύ ζεστό και καθαρό. Η πόλη δεν έχει τουρίστες και το ξενοδοχείο αυτό είναι φτιαγμένο για δημοσίους υπαλλήλους και εμπορικούς αντιπροσώπους. Σε αυτούς απευθύνεται και από την άποψη αυτή «τσοκ μερσί» που βρήκαμε ένα τέτοιο κατάλυμα στην καρδιά της Ανατολικής Θράκης. Ενα βράδυ στο Κιρκλαρελί, σε κέντρο με μουσική (η τριμελής ορχήστρα έπαιζε πίσω από μια πεντάφωτη λυχνία τραγούδια της προοδευτικής σκηνής της Τουρκίας), φάγαμε κεφτέδες από αρνίσιο κιμά, ψητό αρνί, καυτές πιπεριές σε γιαούρτι, ήπιαμε άφθονο γενί ρακί και μπίρα «Εφές», με ωραία κανταΐφια. Ο εξυπηρετικός σερβιτόρος μάς έλεγε συνέχεια «οκέι, νο πρόμπλεμ», όταν του ζητούσαμε κάτι, και ο σεφ μάς προσέφερε ένα πιάτο με τηγανητά ψάρια, μπαλίκ.


Είχε και άλλους σταθμούς αυτό το ταξίδι. Χωριά βουτηγμένα στα νερά, γυναίκες με σαλβάρια μπροστά σε αναμμένους φούρνους χτισμένους από λάσπη και άχυρο, κάρα που τα έσερναν άλογα και μουλάρια. Ηταν ένα ταξίδι στην εθνολογία, σε ένα παρθένο τοπίο, σε μια Θράκη που μου έδωσε την εντύπωση ότι εδώ οι άνθρωποι δεν έχουν πατρίδα. Κάπου αλλού είναι ο τόπος τους, αλλά πρέπει να ζήσουν στη Θράκη.