«…Εβλεπα τον εαυτό μου» γράφει ο Ερβινγκ στην εισαγωγή του «σαν καθαριστή μαρμάρων, που τον νοιάζει λιγότερο για την αρχιτεκτονική αποτίμηση ενός έργου και περισσότερο το καθάρισμα της μουντζούρας από την πρόσοψη ενός σιωπηλού και βλοσυρού μνημείου». Αυτά σημειώνει ο συγγραφέας στην πρώτη παράγραφο της εισαγωγής του, όπου εξηγεί τη μέθοδό του. Ομολογουμένως, η μεταφορά του δεν είναι η καλύτερη όσον αφορά τον ενημερωμένο έλληνα αναγνώστη, ο οποίος μάλλον δεν έχει λησμονήσει τη φθορά που προκάλεσε στα Γλυπτά του Παρθενώνα το ξάσπρισμά τους με συρμάτινες βούρτσες και χημικά διαλυτικά από τους συντηρητές του Βρετανικού Μουσείου. Αλλά η ατυχής μεταφορά θα ήταν άδικο να επηρεάσει την κρίση μας για το βιβλίο του Ερβινγκ, το οποίο αποτελεί ένα από τα ορόσημα στην έρευνα για τον γερμανό δικτάτορα.


Οι δισταγμοί όμως που θα μπορούσε να έχει ο ενδιαφερόμενος για την ιστορική περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αναγνώστης μπροστά στο δίτομο έργο του Ερβινγκ εδράζονται σε κάτι σοβαρότερο από την ατυχή μεταφορά που αναφέραμε στην αρχή: χωρίς να θέλουμε να τον αδικήσουμε, διερωτώμεθα γιατί ο αναγνώστης να καταπιαστεί με τον ωκεανό των 1.212 σελίδων του έργου, εφόσον έχει διαβάσει τις κατά τι περισσότερες της πιο πρόσφατης βιογραφίας του Χίτλερ από τον Ιαν Κέρσο, και μάλιστα όταν το βιβλίο του Ερβινγκ έχει γραφεί το 1977;


Προσωπικά αρχεία


Κατ’ αρχάς, να επισημάνουμε ότι το έργο αναθεωρήθηκε προσφάτως από τον συγγραφέα του, ώστε οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματά του να ελεγχθούν υπό το φως νέων στοιχείων που ήλθαν στη δημοσιότητα αφότου εγράφη. Ο Ντέηβιντ Ερβινγκ δεν είναι πανεπιστημιακός ιστορικός, όπως ο Κέρσο, αλλά δεν είναι καθόλου τυχαίος. Βασίζεται κατά πολύ σε ιδιωτικές πηγές (π.χ., ημερολόγια ανθρώπων που συνεργάστηκαν ή υπηρέτησαν τον Χίτλερ, όπως ο περιβόητος προσωπικός γιατρός του, ο δρ Μορέλ), αλλά τις επιλέγει με αυστηρότητα και τις αξιολογεί με σχολαστικότητα. Αναφέρει, π.χ., ότι, για τα αυτοβιογραφικά έργα που χρησιμοποίησε, προτίμησε να βασισθεί στα αυθεντικά χειρόγραφά τους παρά στα τυπωμένα κείμενα, «καθώς στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι φοβισμένοι εκδότες (ιδιαίτερα οι «εξουσιοδοτημένοι») έκαναν δραστικές αλλαγές σε αυτά». Επίσης, σε αυτή την αναθεωρημένη έκδοση, παρουσιάζει νέα στοιχεία, όπως τα επί μακρόν χαμένα αρχεία από τις ανακρίσεις των συνεργατών του Ρούντολφ Ες από την Γκεστάπο.


Ακόμη και σήμερα, έπειτα από εκατοντάδες τόμους και αμέτρητες σελίδες που έχουν γραφεί, ο Χίτλερ, ο οποίος στη συνείδηση του πολιτισμένου κόσμου ταυτίστηκε με το απόλυτο κακό, ως άνθρωπος παραμένει ένας γρίφος. Ουδείς άλλος στην ιστορία του 20ού αιώνα συγκέντρωσε τόσο πολλή δύναμη και τη χειρίστηκε με τόσο καταστροφικό τρόπο. Αλλά η προσωπικότητά του εξακολουθεί να παραμένει κάτι το φευγαλέο. Από το κελί της φυλακής της Νυρεμβέργης, ο στρατηγός Αλφρεντ Γιοντλ έγραφε στις 10 Μαρτίου 1946: «Γνώρισες ποτέ πραγματικά αυτόν τον άνθρωπο που στο πλευρό του έζησες μια ζωή ασκητική, γεμάτη αγκάθια; […] Τολμάς να ισχυριστείς ότι γνώρισες έναν άνδρα αν δεν σου έχει προσφέρει ποτέ μια πρόσβαση στα βάθη της καρδιάς του, σε καταστάσεις θλίψης ή έκστασης; Μέχρι σήμερα, δεν ξέρω τι σκεπτόταν, τι ήξερε, ή τι πραγματικά ήθελε. Ηξερα μόνο τις δικές μου σκέψεις και υποψίες».


Απομυθοποίηση του φύρερ


Ο Ερβινγκ επιχειρεί να λύσει τον γρίφο επιλέγοντας μια μέθοδο αφήγησης η οποία υιοθετεί την οπτική γωνία του ίδιου του γερμανού δικτάτορα: «Οτιδήποτε ο Χίτλερ δεν διέταξε ή δεν έπεσε στην αντίληψή του, δεν αναφέρεται σε αυτό το βιβλίο. Τα γεγονότα ξεδιπλώνονται με την ίδια σειρά που ο Χίτλερ ασχολήθηκε με αυτά» εξηγεί ο συγγραφέας. Η προσέγγισή του είναι ψυχρή και αποστασιοποιημένη: εξετάζει το αντικείμενο της έρευνάς του, απομακρύνοντας «την απέχθεια που δημιουργήθηκε γι’ αυτόν (σ.σ.: τον Χίτλερ) στα χρόνια της έντονης πολιτικής προπαγάνδας και της συγκινησιακής μεταπολεμικής ιστοριογραφίας», όπως σημειώνει.


Η προσπάθειά του αποδίδει καρπούς. Για παράδειγμα, απομυθοποιεί τον Χίτλερ, περιγράφοντας με παραστατικότητα τη διοικητική αναποτελεσματικότητά του: πώς δηλαδή από ένα σημείο και έπειτα αφέθηκε σε μια καταστροφική για τους σκοπούς του αναποφασιστικότητα ή πώς επέτρεψε τις φατριαστικές διαμάχες στο κόμμα και στην κυβέρνηση του να μαίνονται, παραλύοντας ουσιαστικά τον κρατικό μηχανισμό της Γερμανίας. Ωστόσο δεν ερμηνεύει σαφώς τα συμπτώματα αυτά ως τις εγγενείς αδυναμίες του ίδιου του διοικητικού μοντέλου που είχε διαμορφώσει ο Χίτλερ. Η τυφλή προσωπολατρία που καλλιεργούσε, σε συνδυασμό με την μποέμικη οκνηρία του ιδίου και τη χαρακτηριστική απέχθειά του για τη συστηματική δουλειά, κατέληγαν σε ένα σύστημα διοίκησης η λειτουργία του οποίου επαφίετο στην υλοποίηση των νεφελωδών οδηγιών του από τους υφισταμένους του. Από ‘κεί και πέρα ήταν φυσικό να ακολουθεί το χάος…


Το φορτίο ενοχής


Ενα άλλο σημείο στο οποίο ο Ερβινγκ είναι πολύ διαφωτιστικός – και το οποίο αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη συνεισφορά του στην έρευνα του αντικειμένου του – είναι η εμπλοκή του Χίτλερ στη συστηματική εξόντωση των Εβραίων. Η θέση του, η οποία το 1977 προκάλεσε τον διχασμό της πανεπιστημιακής κοινότητας και οργισμένες επιθέσεις εναντίον του, ήταν το συμπέρασμά του ότι «το φορτίο της ενοχής για τη σφαγή των Εβραίων πέφτει στις πλάτες ενός μεγάλου αριθμού Γερμανών και μη […] κι όχι απλά σε έναν «παράφρονα δικτάτορα» του οποίου τις διαταγές έπρεπε να υπακούσουν χωρίς αμφισβήτηση». Ο Ερβινγκ πρώτος αποκάλυψε ότι ο Χίτλερ, μολονότι ο αναμφισβήτητος ηθικός αυτουργός του αφανισμού των Εβραίων, όχι μόνο δεν ενεπλάκη ευθέως στην εφιαλτική σύλληψη της βιομηχανικής εξόντωσής τους αλλά φρόντιζε με ιδιαίτερη προσοχή να αποφεύγει τον προσωπικό συσχετισμό του με τα σχέδια που εξυφαίνονταν από τους συνεργάτες του. Τι έλεγε για το θέμα αυτό με τον Χίμλερ, πίσω από κλειστές πόρτες και χωρίς την παρουσία στενογράφων, δεν το γνωρίζουμε – μόνο να το φανταζόμαστε μπορούμε. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι ενώπιον μαρτύρων δεν επέτρεπε καμία αναφορά στην «τελική λύση».


Αυτό θεωρείται σήμερα κοινός τόπος για τους ιστορικούς. Τότε όμως γιατί ξεσήκωσε τόση οργή, όταν το έγραψε ο Ερβινγκ το 1977, ενώ κανένας δεν ενοχλήθηκε όταν το ανέπτυξε ο Κέρσο; Ενας λόγος είναι ότι, περιοριζόμενος από την οπτική γωνία του έργου του και χωρίς να ακολουθεί την προσέγγιση της Κοινωνικής Ιστορίας, δεν αναλύει τις βαθιές ρίζες του αντισημιτισμού στην Κεντρική Ευρώπη (και όχι μόνο στη Γερμανία) του 19ου αιώνα και το πώς ο αντισημιτισμός αυτός συνυφαίνεται με την εθνικιστική ιδεολογία στη Γερμανία. Ενας άλλος λόγος είναι ότι, για να προχωρήσει η ζωή στην Ευρώπη μετά την ήττα του ναζισμού, ήταν απαραίτητος ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Τέλος, ένας ακόμη λόγος είναι ότι, σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, κάποιος έπρεπε να ανοίξει τον δρόμο. Και αυτός ήταν ο Ερβινγκ…


Περισσότερα για το θέμα, στο βιβλίο. Αν παρ’ όλα αυτά κάποιος αναγνώστης εξακολουθεί να έχει ερωτήματα, θα έχει την ευκαιρία να τα θέσει στον ίδιο τον συγγραφέα του, ο οποίος στις 9-10 Απριλίου θα βρίσκεται στην Αθήνα.