Για τη σύγχρονη φεμινιστική σκέψη το φύλο δεν είναι μια επιπλέον διάσταση (μια «μεταβλητή») που οι παραδοσιακοί πολιτικοί αναλυτές είχαν παραλείψει να μελετήσουν. Το φύλο είναι ουσιαστική συνιστώσα της πολιτικής συγκρότησης των κοινωνιών και αποτελεί σύστημα σχέσεων ιεραρχίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Ως σύστημα σχέσεων επιβαρύνει πρωτίστως τις γυναίκες. Οπως όμως γράφει η Μάρω Παντελίδου, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, «παρά τη «φυσικότητα» με την οποία επενδύεται», το φύλο «είναι για όλους καταπιεστικό, κατά τρόπο που όχι μόνο δεν προωθεί τη δημοκρατία, αλλά τη διαστρεβλώνει και τελικά την ακυρώνει» (σελ. 45). Η Παντελίδου παρακολουθώντας τις πιο σύγχρονες αναζητήσεις της φεμινιστικής θεωρίας δεν ενδιαφέρεται τόσο για την καλύτερη μεταχείριση των γυναικών εντός της δημοκρατίας όσο για τη δυνατότητα να συλλάβουμε μια άλλη έννοια της δημοκρατίας στην οποία το φύλο δεν θα είχε σημασία. Σύμφωνα με την έννοια αυτή, η ουσιαστική δημοκρατία θα γίνει πραγματικότητα όταν, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, καταργηθούν οι τρόποι σκέψης, οι ταυτίσεις και τα κοινωνικά συμφραζόμενα που συνδέονται με την κοινωνικά κατασκευασμένη διχοτομία άνδρας – γυναίκα (το κοινωνικό φύλο). Η Παντελίδου παραθέτει στοιχεία για την υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών στους σύγχρονους ελληνικούς πολιτικούς θεσμούς και επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι η δημοκρατία έχει φύλο και ότι αυτό είναι εγγενώς ανδρικό. Με άλλα λόγια, και αν ακόμη υπήρχε απολύτως ίση εκπροσώπηση των δύο φύλων στους δημοκρατικούς θεσμούς, το πρόβλημα θα ήταν υπαρκτό: δεν θα αναιρούνταν οι κοινωνικοπολιτικές συνέπειες του να είναι κανείς άνδρας ή γυναίκα. Αντιθέτως, θα τονιζόταν ακόμη περισσότερο η πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας με βάση το φύλο.


Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου γίνεται εννοιολογική συσχέτιση της δημοκρατίας με το φύλο, με πλήθος αναφορών σε σύγχρονους, άνδρες και γυναίκες, θεωρητικούς της δημοκρατίας. Σε μερικά σημεία του κεφαλαίου αυτού ο λόγος της συγγραφέως είναι υπαινικτικός. Η προβληματική σχέση δημοκρατίας και φύλου σήμερα παρουσιάζεται πιο αδρά στο δεύτερο κεφάλαιο, που αφορά τη μειωμένη γυναικεία παρουσία στις δομές λήψης πολιτικών αποφάσεων. Πυρήνα του βιβλίου αποτελούν το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο, τα επιχειρήματα των οποίων συνοπτικά έχουν ως εξής: Η δημοκρατία προϋποθέτει την ιδιότητα του πολίτη («citizenship»). Ο πολίτης νοείται παραδοσιακά ως ένα αυτόνομο και με σταθερή ταυτότητα υποκείμενο. Ομως το υποκείμενο αυτό ήδη από την εννοιολογική σύλληψή του έχει υποστεί ιστορικούς επικαθορισμούς. Για παράδειγμα, ο πολίτης είναι ανεξάρτητος κοινωνικά, μπορεί να «φέρει όπλα» και εξυπακούεται ότι θα έχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Ολα αυτά σημαίνουν ότι ο πολίτης έχει φύλο. Είναι άνδρας, καθώς τίποτε από τα παραπάνω δεν χαρακτήριζε – και σε πολλές κοινωνίες εξακολουθεί να μη χαρακτηρίζει – τη γυναίκα. Η ιδιότητα του πολίτη συνδέεται και με τη διάκριση του χώρου σε δημόσιο και ιδιωτικό. Στον πρώτο, υπό καθεστώς φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα υποκείμενα είναι ισότιμα. Στον δεύτερο οι γυναίκες κάθε άλλο παρά είναι ισότιμες με τους άνδρες. Η υπέρβαση των συνθηκών αυτών απαιτεί μια άλλη εννοιολόγηση της ιδιότητας του πολίτη και την κατάργηση του κοινωνικού φύλου. Ο πολίτης πρέπει να γίνει αντιληπτός ως ένα ρευστό και κοινωνικά δομούμενο υποκείμενο, μπορεί δε να έχει πολλές ταυτότητες οι οποίες δεν είναι πρωταρχικά ανδρικές ή γυναικείες. Με την κατάργηση του κοινωνικού φύλου τα υποκείμενα θα παρέμεναν έμφυλα. Θα αποδεσμεύονταν όμως από την ιεράρχηση των φύλων όπως την ξέρουμε σήμερα. Θα απελευθερώνονταν από «προκαθορισμένες, προκρούστειες δομές» και από «προκαθορισμένες πολιτικές ταυτότητες», οι οποίες αντανακλώνται σε στερεότυπα του τύπου οι γυναίκες είναι πιο συντηρητικές, περισσότερο αδιάφορες για την πολιτική κτλ. (σελ. 178).


Στο συμπέρασμα η Παντελίδου επικρίνει τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές που απαλύνουν απλώς τις ανισότητες με βάση το φύλο, γιατί αυτές συντηρούν τη διχοτομία του φύλου, την «πηγή της καταπίεσης» (σελ. 207). Γι’ αυτό τις θεωρεί «φιλογυνικές» και όχι «φεμινιστικές» πολιτικές (σελ. 203). Θα ήταν φεμινιστικές αν είχαν απώτερο στόχο την κατάργηση του κοινωνικού φύλου. Ωστόσο μου φαίνεται ότι η θεωρητική υποβάθμιση των «φιλογυνικών» πολιτικών ίσως συνεπάγεται κάποιο πολιτικό κόστος για το γυναικείο κίνημα, ιδίως σε χώρες με μικρή συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και στις πολιτικές οργανώσεις, καθώς και με παραδοσιακή ανδροκρατική κουλτούρα. Σε τέτοιες χώρες, όπως η Ελλάδα, υπάρχει ο κίνδυνος τα ριζοσπαστικά αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων να μην περιλαμβάνονται καν στην πολιτική «ατζέντα». Είναι θετικό πάντως ότι η Παντελίδου δεν απορρίπτει τις σχετικές διεκδικήσεις στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως τυχόν μέτρα πολιτικής για μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Τέτοια μέτρα είναι αποδεκτά για αυτήν εφόσον εντάσσονται σε μια ευρύτερη φεμινιστική στρατηγική για την υπέρβαση της διχοτομίας του φύλου.


Ειδικότεροι αναγνώστες του βιβλίου θα κρίνουν τη συμβολή του στη φεμινιστική θεωρία. Στον βαθμό που μπορώ να κρίνω, το βιβλίο είναι ταυτόχρονα τολμηρό και έντιμο. Η τόλμη του συνίσταται στην περιπλάνηση πέρα από την οικεία στη χώρα μας πολιτική ανάλυση. Η εντιμότητά του συνίσταται στο ότι δεν αποφεύγει κανένα ερώτημα, έστω και αν δεν έχει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα. Η προσεγμένη έκδοση του βιβλίου περιλαμβάνεται στη νέα σειρά «Κοινωνικές Επιστήμες» των εκδόσεων Σαββάλας, την οποία διευθύνει ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης. Αν κάθε νέο εγχείρημα χρειάζεται κάποιο μήνυμα, αυτό θα μπορούσε να είναι η φράση που μας θυμίζει η Παντελίδου: «Τα όρια του εφικτού είναι συχνά πολύ ευρύτερα από τη φαντασία μας» (σελ. 31).


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και «ανώτερος ερευνητικός εταίρος» του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της London School of Economics.