Ταυτόχρονα σχεδόν με την εμφάνιση της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη, αμέσως μετά το τέλος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισαν να παράγονται θεωρητικά κείμενα με σκοπό αφενός τον εντοπισμό των ιδεολογικών συνιστωσών και των στόχων της, αφετέρου τη σχηματοποίηση μιας διακεκριμένης ταυτότητας αυτού που στη συνέχεια ορίστηκε ως «μοντέρνο κίνημα», μέσω μιας νέας κατηγορίας ιστορικής αφήγησης. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της πρώτης κατεύθυνσης είναι το βιβλίο Vers une Architecture του Le Corbusier, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1923. Στο πλαίσιο της δεύτερης κατεύθυνσης, η διεθνής αυτή βιβλιογραφική παραγωγή αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’30, ενώ μεταπολεμικά ανασυντάχθηκε με νέους όρους και εμπλουτίστηκε διαδοχικά με νέες συνθέσεις διαφορετικού κάθε φορά προσανατολισμού και χαρακτήρα, ανάλογου με τις πολιτισμικές συνθήκες όχι μόνο στον χώρο της αρχιτεκτονικής αλλά και σε εκείνον της σύγχρονης κουλτούρας. Το σύνολο της βιβλιογραφίας αυτής, δηλαδή η ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, παρά τα δάνεια και τις ανταλλαγές με άλλες πειθαρχίες ανέπτυξε στον 20ό αιώνα μιαν αυτόνομη υπόσταση μέσω ενός συστηματικού λόγου και αποτελεί ένα εξαιρετικά πλούσιο corpus ιστορικοκριτικού απολογισμού με το οποίο έχουν τραφεί χιλιάδες αρχιτεκτόνων διαφορετικών γενεών σε όλον τον κόσμο, ενώ αντιπροσωπεύει παράλληλα ένα πεδίο ατέρμονης άσκησης για τους «επαγγελματίες» θεωρητικούς του χώρου.


Η προσέγγιση και ο χειρισμός του υλικού αυτού από τον καλλιεργημένο αναγνώστη δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, γιατί τα βιβλία αυτά, γραμμένα – και μεταφρασμένα – σε διαφορετικές γλώσσες, βρίσκονται πολύ συχνά μόνο στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, ενώ για την κατανόηση των περιεχομένων και κυρίως της ιστοριογραφικής κάθε φορά αντίληψης απαιτούνται γνωστικά εφόδια που μόνο οι ειδικοί καταλήγουν να διαθέτουν. Αλλά ακόμη και για τους τελευταίους η ιστοριογραφική διαδρομή του Μοντέρνου από τη δεκαετία του ’20 ως σήμερα δεν είναι πάντα σαφής, ενώ η διαμόρφωση μιας άποψης απαιτεί προσωπική έρευνα και μελέτη στην οποία λίγοι αποφασίζουν να επιδοθούν. Θέλουμε αμέσως να δηλώσουμε ότι η Ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής του Παναγιώτη Τουρνικιώτη είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Ο συγγραφέας αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα θέμα-φετίχ για τους ιστορικούς, τόσο όμως δύσκολο όσο και η συγγραφή, ενδεχομένως, μιας νέας ιστορίας της αρχιτεκτονικής. Επιχειρεί τη συστηματική, συγκριτική ανάλυση αντιπροσωπευτικών έργων εννέα διάσημων ιστορικών, που γράφτηκαν από τη δεκαετία του ’20 ως τη δεκαετία του ’60, εκφέροντας μια δεύτερου βαθμού αφήγηση που αποκαλύπτει την καταγωγή των πολιτισμικών επιρροών και των ιδεολογικών μηχανισμών για την παρασκευή της ιστορίας και, σχεδόν, τις θεωρητικές προϋποθέσεις για τη συγγραφή μιας νέας. Το βιβλίο, που προσφέρει διαφορετικά επίπεδα κατανόησης, δεν διαβάζεται μόνο μία φορά, ενώ η σωστή χρήση του προϋποθέτει ήδη τον επαρκή έλεγχο του γνωστικού πεδίου στο οποίο ο συγγραφέας κινείται. Δεν μαθαίνει κανείς ιστορία διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, ενώ μια «διαγώνια ανάγνωση» και η συλλογή από «τσιτάτα» εδώ και εκεί, όλα φαινομενικά πειστικά, μπορεί να οδηγούν μόνο σε ημιμαθείς δογματισμούς. Αντίθετα το βιβλίο γίνεται τόσο πιο ενδιαφέρον και ερεθιστικό όσο πιο άμεσα ασχολείται κανείς με το ίδιο το αντικείμενο της ιστοριογραφίας του Μοντέρνου.


Ο Τουρνικιώτης επιλέγει για ανάλυση στην Ιστοριογραφία του έργα των Pevsner, Kaufmann, Giedion, Zevi, Benevolo, Hitchcock, Banham, Collins και Tafuri με κριτήριο όχι τόσο το πρώιμο της έκδοσης αλλά τη νεωτερικότητα (και «ιστορικότητα») της προσέγγισης. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει πράγματι τα σημαντικότερα μάλλον δοκίμια της ιστοριογραφικής παράδοσης του Μοντέρνου, ιστορίες που λειτουργούν επί δεκαετίες ως μυθικά ευαγγέλια. Η εποπτεία του υλικού είναι εξαιρετική, ο έλεγχος της διεθνούς βιβλιογραφίας εξαντλητικός, η πολυεπίπεδη ανάλυση και η αποδεικτική ισχύς στο σύνολό της πειστική και η πυκνότητα των νοημάτων αμείωτη. Θα φανεί εδώ απίστευτο, αλλά στο συγκεκριμένο πεδίο ανάλογων μελετών σχετικών με την ιστοριογραφία του μοντέρνου κινήματος ο συγγραφέας δεν είχε ούτε πολυάριθμους ανταγωνιστές ούτε όμως άλλα σημεία αναφοράς: το πιο χαρακτηριστικό ίσως βιβλίο, αλλά περιορισμένο στη δεκαετία του ’30 και με μεθοδολογία προσέγγισης περισσότερο «φιλολογική» παρά «γλωσσολογική», είναι αυτό των Scalvini και Sandri που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1984.


Το βιβλίο του Τουρνικιώτη δεν είναι μόνο μια κριτική, «χειρουργική» μάλλον περιήγηση στη νεότερη ιστοριογραφική παράδοση της αρχιτεκτονικής, αλλά αποτελεί δοκίμιο για το κείμενο της ιστορίας γενικώς, για την οντολογία του ιστορικού λόγου. Αναιρεί τις βεβαιότητες, ενισχύει τις αμφιβολίες και αποδεικνύει ότι η μελέτη της ιστορίας, στα πανεπιστήμια ιδίως, δεν μπορεί παρά να είναι μόνο συγκριτική. Πέρα πάντως από λίγα λάθη δευτερεύουσας σημασίας, γίνεται μερικές φορές αισθητή η δυσκολία της απόδοσης στην ελληνική γλώσσα (το βιβλίο εκδόθηκε κατ’ αρχήν στα αγγλικά το 1999 από το ΜΙΤ Press και στα ισπανικά το 2001). Αν επίσης για την επιλογή των βιβλίων υιοθετείται πρωτίστως το κριτήριο της «ιστορικής διάστασης», κάποιος σκεπτικισμός γεννιέται από τη μη επιλογή της Ιστορίας των Μ. Tafuri και F. Dal Co (1976) και από την απουσία του βιβλίου του W. Curtis (Modern archi-tecture since 1900, 1982), που κατά τη γνώμη μας δεν αποτελεί απλώς εγχειρίδιο «μετάδοσης γνώσεων» (σελ. 214) και που θα επεξέτεινε την ανάλυση σε πιο πρόσφατες ιστοριογραφικές περιοχές. Θα ήταν επίσης ενδιαφέρουσα η διεύρυνση της ανάλυσης για την Ιστορία του Hitchcock του 1958 (του οποίου η ιταλική μετάφραση δημοσιεύθηκε από τον Einaudi το 1971 και όχι το 1989)· το κεφάλαιο πάντως για τον αμερικανό ιστορικό είναι από τα διαυγέστερα της εργασίας. Οι παραπάνω είναι περισσότερο παρατηρήσεις ενός σχολαστικού αναγνώστη, και αποτελούν μάλλον αφορμές διαλόγου. Αξίζει αντίθετα να υπογραμμιστεί ότι πουθενά στο βιβλίο δεν εμφανίζεται ο όρος(;) «μοντερνισμός», ο οποίος ταλαιπωρεί καθημερινά τη συζήτηση για την αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου (αλλά και της μεταγενέστερης περιόδου) στα καθ’ ημάς.


Το επίτευγμα του Τουρνικιώτη, ενός «περιφερειακού» μελετητή, μας θύμισε τα λόγια του Δημήτρη Μητρόπουλου: «Στη Μετροπόλιταν υπήρχαν πάντοτε «σπεσιαλίστες»: οι Γερμανοί για τη γερμανική μουσική, οι Γάλλοι για τη γαλλική, οι Ιταλοί για την ιταλική. Εγώ είμαι Ελληνας – κατάλληλος για κάθε μουσική». Αρκεί μόνο να μην ξεχνάμε ότι ούτε ένα από τα βιβλία ιστορίας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής που «ανατέμνονται» στην παρούσα έκδοση δεν μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά. Για την αρχιτεκτονική και την ευρύτερη παιδεία μας είναι όντως τραγικό.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική και η κριτική».