Οπως είναι γνωστό, παρά την ήττα της στον εμφύλιο πόλεμο η Αριστερά επέβαλε, μετά τη μεταπολίτευση, την εκδοχή της για τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 εν είδει επίσημης ιδεολογίας. Τα 28 άρθρα, βιβλιοκρισίες και άλλα μελετήματα που συγκέντρωσε στο βιβλίο αυτό ο διευθυντής του Πολίτη Αγγελος Ελεφάντης αφορούν το περιεχόμενο, τις συνέπειες και τις αντιφάσεις της ιδεολογικής αυτής επικράτησης. Με άλλα λόγια το βιβλίο αυτό δεν επιχειρεί τόσο να ερμηνεύσει τα γεγονότα της περιόδου αυτής όσο να αναλύσει τα ιδεολογικά και πολιτικά συμφραζόμενα των διαφόρων ιστοριογραφικών ερμηνειών και να διαχειριστεί τις εντάσεις ανάμεσα στην πολιτική και στην ιδεολογία από τη μία πλευρά και στην ιστορία και στην επιστήμη από την άλλη.


Είναι γνωστό ότι η ιστορία ταλαντεύεται ανάμεσα στις επιταγές της ιδεολογίας και της επιστήμης. Ο Ελεφάντης αναγνωρίζει την ανάγκη επιστημονικής προσέγγισης της δεκαετίας ’40. Με αυτό εννοεί την απομυθοποίηση «μιας εν πολλοίς μυθοποιημένης ιστοριογραφίας όπου συμφύρονται αγιογραφίες, μαρτυρολόγια, ηρωογραφίες, δαιμονολογίες και αποσιωπήσεις, μια ιστορία εξωραϊσμού που κατανάλωσαν γενιές αριστερών» (σελ. 288). Θεωρεί αναγκαία, επομένως, την αποδέσμευση της ιστορίας από τα κυρίαρχα διπολικά και απλουστευτικά σχήματα μέσω της παραγωγής νέου και ακριβέστερου πραγματολογικού υλικού σε πολλά επίπεδα («πότε, πού, πώς έγινε ό,τι έγινε, ποιος – άνθρωποι και οργανώσεις – έκανε ό,τι έκανε») έτσι ώστε να παραχθούν «καλύτερες και ακριβέστερες προσεγγίσεις». Οπως πολύ σωστά υπενθυμίζει, «πριν δικαιώσουμε ή κατηγορήσουμε, είναι ανάγκη να καταλάβουμε γιατί οι άνθρωποι μιας άλλης εποχής κινήθηκαν όπως κινήθηκαν, τι τους εξανάγκαζε και τι προσδιόριζε τις κινήσεις τους μέσα στην άγρια περιδίνηση του πολέμου, γιατί αλλιώς οι καλοί και οι κακοί, το σωστό και το δίκιο, θα βγαίνουν μέσα από τις ιδεοληψίες μας ή το χουζούρι μας» (σελ. 279).


Από την άλλη, όμως, ο Ελεφάντης υποστηρίζει ότι η μνήμη των εμφύλιων συγκρούσεων είναι ένα πολιτικό διακύβευμα, ένας άλλος πόλεμος που διεξάγεται μετά τον «κανονικό» πόλεμο. Αν είναι έτσι, τότε η νίκη στο πεδίο της μνήμης αποκτά κατ’ εξοχήν πολιτικό περιεχόμενο. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, η Αριστερά πέτυχε μία νίκη δίχως πολιτικό αντίκρισμα (άλλοι έδρεψαν τα όποια πολιτικά οφέλη) και με σημαντικό κόστος, καθώς η προσαρμογή της εκδοχής της στα μέτρα του ελάχιστου κοινού παρονομαστή παρήγαγε τελικά μια λαϊκίστικη μυθοπλασία με κεντρικό σημείο αναφοράς έναν «ήρωα» (τον αμφιλεγόμενο Αρη Βελουχιώτη). Την εκδοχή αυτή στηλιτεύει πολύ εύστοχα ο συγγραφέας, αδυνατώντας όμως τελικά να την αντικαταστήσει με κάποια εναλλακτική πολιτική πρόταση, γιατί απλούστατα δεν υφίσταται καμία. Ο «αντιφασιστικός αγώνας», που φαίνεται να προκρίνει τελικά ο Ελεφάντης, έχει αποκλειστικά ιστορικό περιεχόμενο ενώ το κομμουνιστικό όραμα της «λαοκρατίας» απουσιάζει από το βιβλίο αφού έχει άλλωστε χρεοκοπήσει. Αλλά αν η νίκη στο πεδίο της μνήμης είναι κενή πολιτικού περιεχομένου, τότε το μόνο που απομένει είναι μια κάποια συναισθηματική ικανοποίηση για όσους έζησαν τα γεγονότα εκείνα από την πλευρά των ηττημένων, μια συμβολική αλλά τελικά κούφια ρεβάνς. Ετσι, ο συγγραφέας αναγκάζεται να επικεντρώσει την προσοχή του στο θέμα του συμβολικού και ιδεολογικού περιεχομένου της ιστορίας.


Καλλιέργεια συνειδήσεων


Αμφιταλαντευόμενος μεταξύ της ιδεολογικής και της επιστημονικής λειτουργίας της ιστορίας, ο Ελεφάντης τελικά υποκύπτει στην πρώτη. Παραδίνεται, όπως λέει, στον «δαίμονα που τον κυνηγά» και αγκαλιάζει τη στρατευμένη οπτική. Με την επιλογή του όμως αυτή, που εκφράζει με σαφήνεια ο τίτλος του πονήματος («Μας πήραν την Αθήνα»), θυσιάζει πλήρως το επιστημονικό εγχείρημα. Υποστηρίζει, γενικεύοντας, ότι «όλοι προσερχόμαστε με άκρα ιδιοτέλεια» στην ιστορία και άρα «η ιστορία δεν μπορεί παρά να είναι ιδεολογικοποιημένη». Στόχος της ιστορίας πρέπει να είναι η «καλλιέργεια συνειδήσεων» και τελικά «δημιουργός και φορέας» του δικαιώματος της ιστορικής αυτογνωσίας «μόνο η Αριστερά θα μπορούσε να είναι» (σελ. 340). Αν όμως είναι αδύνατη η απαγκίστρωση από τα βιώματα του παρελθόντος και τις πολιτικές επιταγές του παρόντος, τότε είναι αδύνατη και κάθε επιστημονική προσέγγιση γιατί, ανάμεσα στα άλλα, η επιστήμη προϋποθέτει τουλάχιστον την ικανότητα και το θάρρος της διαρκούς αναθεώρησης των αυτονόητων παραδοχών μας υπό το φως της έρευνας. Με άλλα λόγια, τη «διαρκή συζήτηση-αναζήτηση χωρίς τον φόβο του ξεμαγέματος» που ο Ελεφάντης (λανθασμένα) ταυτίζει με την Αριστερά και που στην πράξη χαρακτηρίζει το επιστημονικό εγχείρημα.


Η αδυναμία της απεμπλοκής παρασύρει δυστυχώς τον Ελεφάντη σε ερμηνείες τόσο απλουστευτικές και μονομερείς όσο και εκείνες που ο ίδιος καταδικάζει. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι η μονομέρεια αυτή αυξάνεται γεωμετρικά με τα χρόνια, όπως άλλωστε φαίνεται από την παράλληλη ανάγνωση παλαιότερων και πιο πρόσφατων άρθρων του συγγραφέα. Ο πόλεμος που σκιαγραφεί είναι τελείως ασπρόμαυρος και μανιχαϊκός: από τη μία οι εθνικόφρονες, «ανάλγητοι» και «διψασμένοι για αίμα» που οργανώνουν «τον κόσμο διχοτομικά» με μόνη τους αξία «την ταπείνωση, το μαρτύριο και τον φόβο» και από την άλλη οι αριστεροί που είναι μεν υπεύθυνοι για «θηριωδίες», αλλά ασκώντας «το δικαίωμά τους στην επανάσταση» υποκύπτουν στην «αμείλικτη λογική του πολέμου» γιατί είναι πολεμιστές «και βέβαια πολεμώντας σκότωναν» εφόσον «δεν ήταν άγιοι». Δεν λείπει βέβαια και η απαξίωση των αντιπάλων που κυριολεκτικά εξαφανίζονται.


Νόμιμα και παράνομα


Ο Ελεφάντης τονίζει αρκετές φορές ότι σήμερα «κανείς δεν μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ο πατέρας του ή ο παππούς του συνέτριψαν τους κομμουνιστοσυμμορίτες στον Γράμμο». Αντίθετα, «όλοι ψάχνουν κάποιο πρόγονο Ελασίτη». Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί δεν εξαφανίστηκαν – όπως δεν είχαν εξαφανιστεί και οι αριστεροί της δεκαετίας του ’50· απλά η μνήμη και ο λόγος τους περάσανε από τον εχθρικό πια γι’ αυτούς δημόσιο χώρο στον ιδιωτικό. Η μονομέρεια οδηγεί τον Ελεφάντη σε σημαντικά ιστορικά ατοπήματα από τα οποία σταχυολογώ μερικά μόνο, όπως η άποψη ότι η άσκηση της βίας εναντίον των αμάχων δεν επιφέρει ευθύνες γιατί στον πόλεμο «όλοι φονεύουν, «νόμιμα» και «παράνομα», στα φανερά ή στη ζούλα. Γι’ αυτό δεν έχει νόημα η έννοια αθώος ή ένοχος» (σελ. 278). Φαίνεται ότι η έννοια των εγκλημάτων πολέμου έχει διαφύγει από τον συγγραφέα. Το ίδιο ισχύει για το επιχείρημα ότι ο Εμφύλιος υπήρξε πάλη των τάξεων σε ένοπλη μορφή (σελ. 139), ότι τα θύματα του σταλινισμού στη Σοβιετική Ενωση ανήκαν κυρίως στο στρατόπεδο των μπολσεβίκων (σελ. 278) και ότι ο κόσμος που βγήκε από τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο «δεν ήταν καλύτερος από εκείνον που τον Σεπτέμβριο του 1939 έμπαινε στον κύκλο του αίματος, του θανάτου, της καταστροφής» (σελ. 12)!


Εν κατακλείδι, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που ενώ ξεκινά υποστηρίζοντας την ανάγκη επιστημονικής μελέτης του πρόσφατου παρελθόντος και καταδικάζει τη στρατευμένη σκέψη, τελικά την υιοθετεί πλήρως, αναδεικνύοντας έτσι τα αδιέξοδά της. Τελικά το ίδιο το βιβλίο είναι περισσότερο ένα προϊόν του ίδιου του Εμφυλίου, παρά ένα εργαλείο για την κατανόησή του. Αξίζει λοιπόν να διαβαστεί όχι τόσο ως μια επιστημονική ανάλυση αλλά ως μια βιωματική μαρτυρία: ένας ενδιαφέρον απολογισμός για το πώς αντιλαμβάνεται ένας αριστερός διανοούμενος τον Εμφύλιο και την ιστορία του και, συγχρόνως, πώς αποτυγχάνει, παρά τις αρχικές του προθέσεις, να απαγκιστρωθεί από αυτόν.


Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.