Ηταν το 1932 όταν ο αρχαιολόγος Ι. Κεραμόπουλος σε μια περιοδεία του στη Β. Ελλάδα, όπου έκανε επιφανειακές έρευνες αναζητώντας την κοιτίδα των Μακεδόνων, βρέθηκε στην Καστοριά. Εκείνη τη χρονιά, ύστερα από έναν άνυδρο χειμώνα, τα νερά της λίμνης είχαν κατέβει και στο νοτιοδυτικό της άκρο, κοντά στο χωριό Δισπηλιό, μέσα από τη λάσπη φανερώθηκαν οι κορυφές εκατοντάδων πασσάλων που σε συνδυασμό με διάφορα πέτρινα εργαλεία που ήρθαν επίσης στο φως έκαναν τον αρχαιολόγο να καταλάβει ότι βρισκόταν μπροστά στα κατάλοιπα ενός προϊστορικού οικισμού. Μιας λιμναίας εγκατάστασης της νεολιθικής περιόδου. Ακολούθησε δοκιμαστική ανασκαφή με ευρήματα που στη συνέχεια δημοσιεύθηκαν από τον Κεραμόπουλο και μετά έπεσε σιωπή για 60 ολόκληρα χρόνια.


Η συστηματική ανασκαφή του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού ξεκίνησε το 1992 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και δέκα χρόνια αργότερα ο καθηγητής Γιώργος Χουρμουζιάδης προχώρησε στην έκδοση της πρώτης συλλογικής δημοσίευσης των βασικότερων πληροφοριών που προέκυψαν από τις έρευνες της αρχαιολογικής του ομάδας. Από το πρώτο κεφάλαιο της έκδοσης ο κ. Χουρμουζιάδης διευκρινίζει ότι ο τόμος με τα πρώτα συμπεράσματα δεν πρέπει να θεωρηθεί «τελική δημοσίευση» γιατί «κανείς από μας, εκεί πάνω στη Λίμνη, δεν πιστεύει ότι υπάρχει μια «τελική δημοσίευση» για ένα αρχαιολογικό εύρημα». Και εξηγεί πως οι αρχαιολόγοι δεν μπορούν να αναπαραστήσουν ή να περιγράψουν με απόλυτη βεβαιότητα τις συγκυρίες, τους ανθρώπους και τις ιστορικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές συνθήκες που υπήρξαν στο παρελθόν, όταν τα ευρήματα που σήμερα ονομάζουμε αρχαιολογικά ήταν μέρος της καθημερινότητας. Επομένως, υποστηρίζει – και αυτό είναι προσωπική του τοποθέτηση απέναντι στο αρχαιολογικό έργο γενικότερα -, η δημοσίευση της ανασκαφής του Δισπηλιού δεν είναι άλλο από την καταγραφή μιας πρώτης εντύπωσης της έρευνας στον προϊστορικό λιμναίο οικισμό.


Στον τόμο δίνεται βάρος στην αμεσότητα της πρώτης εντύπωσης, πράγμα που διαπιστώνεται ακόμη και από τον τρόπο γραφής που ακολουθήθηκε. Είναι φανερή η προσπάθεια να εγκαταλειφθεί, όσο είναι βέβαια δυνατόν, η ξύλινη γλώσσα των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Οι τίτλοι και οι υπότιτλοι σε ορισμένα κεφάλαια είναι διατυπωμένοι με μια σχεδόν φιλολογική ελευθερία και χιούμορ, όπως π.χ. «Μετα-αποθετική συμπεριφορά: εφιάλτης ή άλλοθι;» ή «Υποκύπτοντας στις σειρήνες του θετικισμού» ή «Πέρα από το χωράφι, τη λίμνη και το στάβλο», ενώ τα κείμενα ακολουθούν τις απαιτήσεις της επιστημονικής δημοσιεύσεως. Η δημοσίευση της δεκάχρονης ανασκαφής στο Δισπηλιό έχει κατανεμηθεί σε 21 μικρότερα και μεγαλύτερα κεφάλαια που υπογράφουν όλοι όσοι με διαφορετικές ειδικότητες (αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, παλαιοβοτανολόγοι κ.ά.) πήραν μέρος στην ανασκαφή. Πρόκειται για μια άλλη, πρωτοποριακή θα λέγαμε, αντιμετώπιση του θέματος των επιστημονικών δημοσιεύσεων που συνήθως υπογράφονται από τον επικεφαλής της ανασκαφικής ομάδας και έναν ή δύο άμεσους συνεργάτες του. Στη δημοσίευση του Δισπηλιού έχουν λόγο και υπογραφή όλοι όσοι πήραν μέρος στην αρχαιολογική έρευνα, είτε είναι αρχαιολόγοι είτε επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων.


Μετά τα δύο πρώτα κεφάλαια για την προϊστορική έρευνα που αναφέρονται στον προϊστορικό άνθρωπο, στις μετακινήσεις του και στα στοιχεία από τη διεθνή βιβλιογραφία για τους λιμναίους οικισμούς, έρχονται τα επί μέρους θέματα για την οικονομία του λιμναίου οικισμού, την προέλευση των πρώτων υλών, τη μεθοδολογία της αρχαιολογικής συντήρησης, το παλαιοπεριβάλλον, την παλαιοβλάστηση κτλ. Μια άλλη διαφορετική προσέγγιση εντοπίζεται στο κεφάλαιο για την κεραμική. Εδώ, πριν από τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα για τα ανασκαφικά ευρήματα, παρατίθεται η απομαγνητοφώνηση μιας από τις πολλές συζητήσεις που έγιναν στο εργαστήριο της ανασκαφής μεταξύ του καθηγητή Γ. Χουρμουζιάδη, της αρχαιολόγου Μ. Σωφρονίδου και του γεωλόγου Σ. Δημητριάδη. Η συζήτηση αποδίδεται χωρίς διορθώσεις ή οποιαδήποτε επέμβαση «καλλωπισμού», έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να παρακολουθήσει πώς από την παρατήρηση οδηγείται ο αρχαιολόγος στα πρώτα συμπεράσματα. Οπως είναι γνωστό, σε κάθε ανασκαφή τα κεραμικά ευρήματα κυριαρχούν και δίνουν τις κατευθύνσεις της έρευνας. Ετσι, η κυρία Σωφρονίδου αναπτύσσει τα συμπεράσματα της μελέτης της εκτενώς και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της επιστημονικής δημοσίευσης, ενώ η απομαγνητοφωνημένη συζήτηση που δημοσιεύεται στην αρχή δείχνει πώς ο πανεπιστημιακός δάσκαλος χαράσσει με τους συνεργάτες του τη γραμμή που θα ακολουθήσει η έρευνα.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Δισπηλιό, 7.500 χρόνια μετά είναι μια πρωτοποριακή έκδοση και ένας τολμηρός τρόπος για τη δημοσίευση μιας ανασκαφής. Είναι μια πρόταση επιστημονικής δημοσίευσης. Στο τέλος κάθε κεφαλαίου υπάρχει η βιβλιογραφία του, ενώ ο τόμος, αν και πλούσια εικονογραφημένος με φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα, δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά των καλλιτεχνικών λευκωμάτων που ονομάζουμε coffee table books. Είναι βιβλίο για διάβασμα και όχι για ξεφύλλισμα, η εικόνα δεν αποκόπτει το εύρημα, το οποίο παραμένει ενταγμένο στο κείμενο, πράγμα που φαίνεται ακόμη και από την απουσία υπομνηματισμού στην εικονογράφηση, όπου η αρίθμηση παραπέμπει απευθείας στο κείμενο. Τέλος, θα λέγαμε ότι είναι βιβλίο που θα διαβάσει και ο μη ειδικός, ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται να μάθει τι ήταν ο λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού ή πώς ζούσαν οι άνθρωποι πριν από 7.500 χρόνια, έστω και αν παραλείψει τις πολύ τεχνικές λεπτομέρειες, π.χ., για την τυπολογία της κεραμικής ή για το τι αποκαλύπτει μια… εγκάρσια τομή σε έναν πάσσαλο και πώς ο επιστήμονας οδηγείται στο ένα ή στο άλλο συμπέρασμα. Είναι, με λίγα λόγια, ένα βιβλίο που με αμεσότητα παρουσιάζει όχι μόνο την έρευνα για ένα αρχαιολογικό εύρημα, αλλά και τη ζωή πριν από 7.500 χρόνια.