Η ελληνική ιστοριογραφία άργησε να ασχοληθεί συστηματικά με την ελληνική εξωτερική πολιτική της μεταπολεμικής περιόδου. Σε αντίθεση με την πλούσια βιβλιογραφία που αναπτύχθηκε ως προς αντίστοιχες «εθνικές» πολιτικές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήδη από τη δεκαετία του 1970, η ελληνική εξωτερική πολιτική αποτέλεσε αντικείμενο κυρίως της πολιτικής επιστήμης και των διεθνών σχέσεων. Μόλις την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε στροφή της ελληνικής ιστοριογραφίας στη μεταπολεμική περίοδο, μεταξύ άλλων και γιατί εξασφαλίστηκαν ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις: π.χ. η πρόσβαση στις σχετικές αρχειακές πηγές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και η συναισθηματική αποστασιοποίηση της τρέχουσας έρευνας από τα ιστορικά γεγονότα της ψυχροπολεμικής εποχής, γεγονός που επιτρέπει τη γονιμότερη κριτική αντιπαράθεση με το παρελθόν.


Οι συνθήκες αυτές αποδεικνύονται ικανές για τη μελέτη ειδικότερων θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1945, όπως και για συνολικότερες προσεγγίσεις που εμπεδώνουν τη γνώση μας, δίνοντας παράλληλα ερεθίσματα για περαιτέρω ερευνητικές τομές. Σε αυτό το δεύτερο επίπεδο το έργο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Σβολόπουλου Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945-1981, το οποίο εξετάζει τις μείζονες διαστάσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε μια κρίσιμη τριακονταπενταετία, αποτελεί πολλαπλά σημαντικό σημείο αναφοράς για τη σχετική ιστοριογραφία. Η πειθαρχημένη έκταση του βιβλίου (279 σελίδες κειμένου χωρίς τη βιβλιογραφία και το ευρετήριο) λειτουργεί ως πλαίσιο για μια πυκνή παρουσίαση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως το 1981, έτος-σταθμό για την ελληνική εξωτερική πολιτική και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.


Με αφετηρία ένα πλούσιο αρχειακό υλικό ο Κ. Σβολόπουλος οικοδομεί μια στέρεη ερμηνευτική προσέγγιση ως προς την κατάρτιση και εκφορά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Χωρίς να αποδυναμώνει τον κεντρικό ιστό της ανάλυσης, διερευνά τη διαπλοκή των επί μέρους πεδίων εξωτερικής πολιτικής, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και τις επιπτώσεις τους στην ιεράρχηση των εθνικών προτεραιοτήτων. Επίσης αναδεικνύει τις πάντοτε καίριες φωτοσκιάσεις που εντυπώνουν στη γενική εικόνα της εξωτερικής πολιτικής προσωπικότητες, συγκυριακά φαινόμενα και η αδιάπτωτη πάλη μεταξύ ορθολογικής κρίσης και συναισθηματικής συνείδησης της εκάστοτε ιστορικής πραγματικότητας. Αξιοσημείωτη είναι, για παράδειγμα, η αναφορά στην προσωπική επιλογή του Αλέξ. Παπάγου να διεθνοποιήσει το κυπριακό ζήτημα (σελ. 81-83), από «αδυναμία σταθερής συναρμογής του ρεαλισμού και της ηθικής ως συστατικών του πολιτικού φαινομένου» (σελ. 84-85). Στην πραγμάτευση του «Σχεδίου Ατσεσον» για την Κύπρο παρουσιάζονται περαιτέρω εύστοχα οι εν πολλοίς αντικρουόμενες προσεγγίσεις των χειριστών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, όπως του πρωθυπουργού τότε Γεωργίου Παπανδρέου και του Ανδρέα Παπανδρέου ως υπουργού Προεδρίας. Η θετική αντίδραση του πρώτου, που συνοψίστηκε στην περίφημη φράση «μας χαρίζουν ολόκληρον πολυκατοικίαν και εις αντάλλαγμα μας ζητούν το ρετιρέ επί ενοικίω», αντιπαραβάλλεται με τις καταγγελίες του Ανδρέα Παπανδρέου «για μειοδοσία» και «σχέδια διχοτόμησης» (σελ. 162).


Η συνθετική ευχέρεια ενισχύεται από τον πειστικό τρόπο με τον οποίο ο Κ. Σβολόπουλος ανατέμνει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε συνάρτηση με τις διεθνείς εξελίξεις. Υποδειγματική είναι και η ενημέρωσή του γύρω από τις αξιόλογες πηγές που διετέθησαν τα τελευταία χρόνια στην έρευνα· όχι μόνο από κρατικά και ιδιωτικά αρχεία στην Ελλάδα, αλλά και από διεθνή αρχεία, όπως π.χ. αυτά της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της αναφορικά με την ελληνική και τη διεθνή πολιτική κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (σελ. 45, πβ. σελ. 177-178). Αναφερόμενος στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και συνεργασία την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κ. Σβολόπουλος δεν παραλείπει να συνεξετάσει τις αλλαγές που βιώνει εκείνη την εποχή το κεμαλικό σύστημα στη γείτονα μετά την άνοδο του Αντνάν Μεντερές, επικεφαλής του νέου Δημοκρατικού Κόμματος, στην εξουσία το 1950 (σελ. 56-57). Στα πλείστα ανάλογα στοιχεία του βιβλίου συγκαταλέγονται η ανάλυση των εθνικών διεκδικήσεων της Ελλάδας στις Συνδιασκέψεις που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο συσχετισμός της διεθνούς ύφεσης μετά το 1954-55 με την εξέλιξη του Κυπριακού και τις σχέσεις της Ελλάδας με τις κομμουνιστικές βαλκανικές χώρες (σελ. 106-111), αναφορές στη διμερή διπλωματία που ανέπτυξε η ελληνική κυβέρνηση με δυτικοευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τη Γαλλία και τη Γερμανία, εν όψει της Σύνδεσης με την ΕΟΚ το 1961 (σελ. 115-123), οι πρωτοβουλίες των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή μετά τη μεταπολίτευση έναντι της Κίνας, της Ρωσίας, χωρών της Μέσης Ανατολής (σελ. 227-243) κ.ά.


Η ανάλυση των τριών κεντρικών πεδίων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής – ευρωπαϊκή πολιτική, ελληνοτουρκικές σχέσεις, βαλκανική πολιτική – δεν αποτελεί ασφυκτικό πλαίσιο στο βιβλίο του Κ. Σβολόπουλου. Η επιχειρηματολογία αναπτύσσεται συνεκτικά, αλλά όχι σε βάρος της πληρότητας. Ετσι, στο βιβλίο καλύπτονται επαρκώς οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες και η επίδρασή τους στο Κυπριακό (σελ. 95-98), οι πολιτικές της Αθήνας και της Λευκωσίας στο Κυπριακό, αλλά και οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις στο θέμα αυτό μεταξύ προσώπων και επί μέρους χρονικών περιόδων (σελ. 80-196, 133-163, 181-203). Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική του Κ. Σβολόπουλου συνδυάζει την άνετη επιστημονική εποπτεία του αντικειμένου με τον εκλεκτικό σκεπτικισμό της σύγχρονης έρευνας απέναντι σε στερεότυπα της ελληνικής μεταπολεμικής ιστορίας. Αποτελεί καίριο ανάγνωσμα για κάθε ερευνητή και για κάθε πολίτη που ενδιαφέρεται να κατανοήσει τις ιστορικές καταβολές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη δυναμική που καθόρισε – και εξακολουθεί να προσδιορίζει – την τροχιά της μέσα στο μεταπολεμικό σύστημα κρατών και αξιών.


Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Tubingen και ειδική επιστήμων του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.