Σύμφωνα με πρόσφατο νόμο, η ιατρικά υποβοηθούμενη τεκνοποίηση στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο αν δεν μπορούν οι γονείς να αποκτήσουν παιδί με φυσικό τρόπο, ενώ απαγορεύεται αυστηρά η επιλογή φύλου ή άλλου γενετικού χαρακτηριστικού. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα επιλογής αγοριού ή κοριτσιού για λόγους υγείας, δηλαδή όταν μια σοβαρή κληρονομική ασθένεια μεταδίδεται αποκλειστικά στο ένα φύλο, όπως η αιμοφιλία, που προσβάλλει μόνο τα αγόρια.


Ο Γκρέγκορι Στοκ θεωρεί τέτοιου είδους νομικές ρυθμίσεις στην καλύτερη περίπτωση παρωχημένες και εν τέλει ατελέσφορες. Ο τίτλος του βιβλίου του είναι προκλητικός όσο και αποκαλυπτικός (Επανασχεδιάζοντας τους ανθρώπους: Επιλέγοντας τα γονίδια του παιδιού μας). Ο Στοκ, διευθυντής του Προγράμματος Ιατρικής, Τεχνολογίας και Κοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες και συγγραφέας ευπώλητων βιβλίων εκλαϊκευμένης επιστήμης, περιγράφει μια αθόρυβη επανάσταση που συντελείται σε εκατοντάδες εργαστήρια σε όλον τον κόσμο. Η συσσωρευμένη εμπειρία από τη σχεδόν 25ετή πρακτική της εξωσωματικής γονιμοποίησης, η αλματώδης ανάπτυξη της γενετικής, που επιταχύνεται περαιτέρω από το 2000, όταν αποκωδικοποιήθηκε το ανθρώπινο γονιδίωμα, και γενικότερα οι πρόοδοι στις βιοϊατρικές επιστήμες μάς θέτουν ενώπιον μιας πρωτόγνωρης και ως πρόσφατα ασύλληπτης δυνατότητας: να μπορούμε να παρεμβαίνουμε στο γενετικό μας υλικό και να κάνουμε μετατροπές κατά βούληση, περιορισμένες σήμερα, πολύ περισσότερες στο μέλλον.


Κληρονομικές ασθένειες


Η πρόληψη κληρονομικών ασθενειών είναι ένα τεράστιο κέρδος και ο Στοκ δείχνει πειστικά ότι είναι αδικαιολόγητη η στάση καθολικής απόρριψης των γενετικών τροποποιήσεων όταν πρόκειται για σοβαρούς λόγους υγείας. Πολύ απλά μπορεί έτσι να σωθεί η ζωή των παιδιών και να αποτραπούν οικογενειακά δράματα. Αλλά είναι ξεκάθαρο ότι ο Στοκ οραματίζεται κάτι πολύ περισσότερο και σκανδαλίζει τον αναγνώστη με ένα υποθετικό για την ώρα σενάριο: «Αν μπορούσες να κάνεις μια γενετική μετατροπή σε ένα έμβρυο και έτσι να δώσεις στο μελλοντικό σου παιδί μερικές επιπλέον δεκαετίες υγιούς ζωής, θα το έκανες;» (σελ. 78). Και αφού αμφισβητήσει την κανονιστική εγκυρότητα της διάκρισης υγείας – γενετικού εμπλουτισμού (enchancement), υποστηρίζει ενθουσιωδώς την περίπου απεριόριστη γενετική παρέμβαση. Το γενικό σκεπτικό είναι ότι εντοπίζοντας σταδιακά ποιο γονίδιο είναι υπεύθυνο και για ποια λειτουργία θα μπορέσουμε κάποτε να το αλλάξουμε, να το «διορθώσουμε» ή να το αδρανοποιήσουμε. Δεν θα είναι ακριβώς αυριανή υπόθεση να μπορεί να επιλεγούν φυσικά χαρακτηριστικά, όπως το ύψος, το χρώμα των μαλλιών ή των ματιών, πόσο μάλλον ψυχολογικά χαρακτηριστικά, προδιαθέσεις ή ακόμη η ευφυΐα, αν ποτέ αυτό γίνει δυνατόν. Μπορεί να χρειαστούν 10, 50, 100 χρόνια, ανάλογα με το αν κάποιο χαρακτηριστικό εκφράζεται από ένα γονίδιο ή έναν συνδυασμό γονιδίων και αν όντως έχει γενετική βάση και σε ποιον βαθμό. Για τον Στοκ όμως το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι και δεν πρόκειται να επιστρέψει. «Η ανθρώπινη σύλληψη περνάει από την τυχαιότητα στον συνειδητό σχεδιασμό» (σελ. 75).


Δεν απάδει όμως προς την αξιοπρέπεια του παιδιού να αποτελεί προϊόν εργαστηριακού σχεδιασμού; Δεν υπάρχουν κάποια όρια που δεν πρέπει να παραβούμε; Ποιος και με ποια κριτήρια θα τα θέσει; Αν και αναγνωρίζει ότι υπάρχουν ορισμένοι κίνδυνοι, ο συγγραφέας τελικά εμπιστεύεται απολύτως τους γονείς, θεωρώντας εξ ορισμού ότι το συμφέρον τους ταυτίζεται με αυτό των παιδιών τους και ως εκ τούτου όχι μόνο θα πράξουν το καλύτερο αλλά και το παιδί εκ των υστέρων θα συναινέσει σε αυτή την επιλογή. Αντίθετα, εκφράζει τεράστια δυσπιστία απέναντι στο κράτος και στους νόμους, που θεωρεί απειλές της ελευθερίας του γονιού. Εν τέλει ο μηχανισμός της αγοράς θα ρυθμίσει καλύτερα τα επίμαχα ζητήματα αφού και οι εταιρείες βιοτεχνολογίας θα προσαρμοστούν στις επιθυμίες του κοινού, δηλαδή των γονιών. Με άλλα λόγια, η τεκνοποίηση μετατρέπεται σε μια καταναλωτική επιλογή! Αν νομίζει κανείς ότι αδικώ τον συγγραφέα, παραπέμπω στο υποθετικό παράδειγμα που χρησιμοποιεί δύο κωφάλαλων γονιών: «Αν ένα τέτοιο ζευγάρι αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο επιλογής εμβρύου ώστε να εξασφαλίσει ότι το παιδί του θα είναι κουφό – και κάποιοι έχουν εκφράσει αυτή την επιθυμία -, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι βλάπτουν ένα υγιές παιδί. Απλώς θα επέλεγαν την κωφότητα» (σελ. 168).


Οσο και αν στην Ευρώπη οι περισσότεροι θα αντιμετωπίζαμε τουλάχιστον με τεράστιες επιφυλάξεις μια παρόμοια προοπτική, στις Ηνωμένες Πολιτείες αυτές οι απόψεις δεν είναι καινοφανείς. Εχουν υποστηριχθεί από πολλούς επιστήμονες, ανάμεσα στους οποίους και ο διάσημος βιολόγος του Πρίνστον Λι Σίλβερ, ο οποίος ήδη πριν από τέσσερα χρόνια συνέγραψε ένα βιβλίο σε ανάλογο πνεύμα. Εχει σημασία λοιπόν που ένας στοχαστής με ευρύτερη αναγνωρισιμότητα όπως ο Φράνσις Φουκουγιάμα επιτίθεται σφόδρα σε αυτές τις δημοφιλείς απόψεις. Στο Ο μετα-ανθρώπινος κόσμος μας: Οι συνέπειες της βιοτεχνολογικής επανάστασης κάνει και αυτός μια επισκόπηση των εξελίξεων στο πεδίο της γενετικής μηχανικής και συγγενών κλάδων, με ειδική έμφαση στη νευροφαρμακολογία. Δεν απέχει πολύ από τον Στοκ στις εκτιμήσεις του ως προς τις διαγραφόμενες δυνατότητες γενετικών επεμβάσεων. Ενώ όμως δέχεται ότι για λόγους υγείας είναι επιτρεπτή μια τέτοια διαδικασία, θεωρεί άκρως προβληματικό έναν άνευ όρων και προϋποθέσεων πειραματισμό με την ανθρώπινη βιολογία. Πιστεύει ότι οι αλλαγές που ενδεχομένως θα επιφέρει αν δεν τεθούν περιορισμοί είναι τόσο δραματικές που θα έχουν όχι απλώς κοινωνικές αλλά ανθρωπολογικές συνέπειες.


Στον μετα-ανθρώπινο κόσμο, λέει, θα μπορούσε «οποιαδήποτε αντίληψη «από κοινού μοιραζόμενης ανθρωπιάς» να έχει χαθεί επειδή έχουμε αναμείξει ανθρώπινα γονίδια με αυτά τόσων άλλων ειδών ώστε δεν έχουμε πλέον μια ξεκάθαρη ιδέα για το τι είναι ανθρώπινο ον. Μπορεί να είναι ένας κόσμος στον οποίο ο μέσος άνθρωπος ξεπερνά κατά πολύ τα 100 χρόνια ζωής, κουρνιασμένος σε ένα γηροκομείο, ελπίζοντας σε έναν συνεχώς αναβαλλόμενο θάνατο. ‘Η μπορεί να είναι ένα είδος ήπιας τυραννίας όπως αυτή στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο, όπου όλοι είναι υγιείς και ευτυχισμένοι, αλλά έχουν ξεχάσει το νόημα της ελπίδας, του φόβου και της προσπάθειας» (σελ. 218).


Ο Φουκουγιάμα υποδύεται την Κασσάνδρα όχι γιατί είναι πεπεισμένος ότι οπωσδήποτε αυτό είναι το μέλλον της ανθρωπότητας αλλά γιατί θέλει να προειδοποιήσει πως αυτό δεν είναι ένα αδιανόητο σενάριο αν τα πράγματα αφεθούν στην ασυδοσία της αγοράς και στην αυθαιρεσία της ατομικής επιλογής. Θεωρεί το ζήτημα κατ’ εξοχήν πολιτικό και εισηγείται την επιβολή συλλογικών, παγκόσμιων ρυθμίσεων και τη δημιουργία ανάλογων δομών και μηχανισμών που θα εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους.