Διαβάζοντας κανείς ένα μεγάλο κομμάτι της ιστοριογραφίας για τον εμφύλιο πόλεμο κινδυνεύει να σχηματίσει την αντίληψη ότι η Ελλάδα την περίοδο 1946-1949 (αλλά και αργότερα) δεν υπήρξε τίποτε παραπάνω από ένα απέραντο στρατόπεδο συγκέντρωσης και πως η νίκη της αντικομμουνιστικής παράταξης οφείλεται απλώς στον συνδυασμό μαζικής καταστολής και ξένης βοήθειας. Ο αντικομμουνισμός, σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, ήταν το ιδεολογικό μέσο που χρησιμοποίησε η ηγετική τάξη για να πειθαρχήσει τις λαϊκές μάζες και για να αναιρέσει τη «μεγάλη κοινωνική επανάσταση του ΕΑΜ». Η ερμηνεία αυτή (που θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς «υπόδειγμα της Μακρονήσου») δεν ευσταθεί βέβαια. Η σημασία της εξαιρετικής μελέτης του Βασίλη Γούναρη έγκειται στο ότι δείχνει πολύ πειστικά πώς ακριβώς ο αντικομμουνισμός λειτούργησε στην πράξη.


Ο αντικομμουνισμός, σύμφωνα με τον Γούναρη, πέτυχε γιατί υπήρξε κάτι πολύ παραπάνω από μια κρατική πολιτική· ήταν κυρίως μια πολύμορφη και πολυσχιδής μαζική λαϊκή πρακτική η οποία δεν επιβλήθηκε μέσω της καταστολής αλλά λειτούργησε πειστικά ως ένας πολυσυλλεκτικός πόλος έλξης. Ο Γούναρης εστιάζει σε τρεις λειτουργίες του αντικομμουνισμού, οι οποίες προφανώς δεν τον εξαντλούν.


Πρώτον, και ειδικά στη Μακεδονία, ο αντικομμουνισμός διέθετε βαθιές ρίζες που ξεκινάνε από τη μεσοπολεμική στάση του ΚΚΕ επάνω στα εθνικά ζητήματα. Για τη γενιά του Μακεδονικού Αγώνα (και ιδίως για τη μερίδα εκείνη που προερχόταν από «αλύτρωτες» περιοχές όπως το Μοναστήρι) ο Εμφύλιος υπήρξε μια απόπειρα να ξεκαθαριστούν ανοιχτοί λογαριασμοί που εκκρεμούσαν από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα. Το ζήτημα της ακεραιότητας της Μακεδονίας, που ετέθη ξανά με έμφαση στη διάρκεια της δεκαετίας του ’40, μετέτρεψε τον εμφύλιο πόλεμο και σε πόλεμο κατά της Ελλάδας και της ακεραιότητάς της. Οπως ορθά τονίζει ο Γούναρης, η βουλγαροποίηση των αντιπάλων (που έγινε δυνατή χάρη στον εναγκαλισμό των σλαβομακεδόνων αυτονομιστών από το ΚΚΕ και την υποστήριξη του τελευταίου από τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία) συνέδεσε τον Εμφύλιο με τον Μακεδονικό Αγώνα, στρέφοντας έτσι ευρύτατες μερίδες του πληθυσμού (ιδιαίτερα τους πρόσφυγες) εναντίον του ΚΚΕ.


Δεύτερον, και παράλληλα με την ιδεολογική του λειτουργία, ο αντικομμουνισμός στην ίδια περιοχή συνδέθηκε με πολιτικά δίκτυα και πρακτικές που είχαν προκύψει από τον Μακεδονικό Αγώνα. Οπως υπενθυμίζει ο Γούναρης, στη Μακεδονία το εθνικό φρόνημα αποτελούσε παραδοσιακά όχι μόνο αντικείμενο έντονης φόρτισης αλλά και μέσο πολιτικής εκμετάλλευσης και συναλλαγής. Ο αντικομμουνισμός απέκτησε έτσι βαθιές οργανωτικές ρίζες.


Τρίτον, τόσο στη Μακεδονία όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα ο αντικομμουνισμός εκπορευόταν «από τα κάτω» περισσότερο απ’ ό,τι επιβλήθηκε «από τα πάνω». Η ανάπτυξή του αυτή πήρε δύο μορφές. Η μία αφορούσε τη λεγομένη κοινωνία των πολιτών: εκατοντάδες αντικομμουνιστικά σωματεία σχηματίστηκαν παντού χρησιμοποιώντας «μια συμβολική γλώσσα, αντίστοιχη με αυτήν της Αριστεράς, που προσδιόριζε ένα πολιτικό στίγμα». Κεντρικό ρόλο στον σχηματισμό των σωματείων αυτών έπαιξαν οι λεγόμενες «επαρχιακές ελίτ»: π.χ., την «Ενωσιν Εθνικοφρόνων Κιλκίς» συνέπηξαν δύο γιατροί, ένας δικηγόρος και μερικοί επιφανείς έμποροι της πόλης. Το ότι οι οργανώσεις αυτές ανέπτυξαν στενές σχέσεις με το κράτος δεν αναιρεί την κοινωνική τους διάσταση, η οποία είχε πολύμορφα ελατήρια και κίνητρα. Η δεύτερη μορφή αφορούσε την εργαλειακή χρήση της πολιτικής από τον πληθυσμό για τον προσπορισμό ιδίων οφελών. Ενα ακραίο αλλά ενδεικτικό παράδειγμα είναι το εξής: κατά τη διάρκεια δίκης για ληστεία και φόνο στο άλσος του Σέιχ-Σου της Θεσσαλονίκης, το 1948, ο δράστης στην απολογία του υποστήριξε ότι το θύμα ήταν πρώην Ελασίτης, ότι ο ίδιος είναι εθνικιστής και ότι οι πράξεις του είναι «απόρροια του υπέρμετρου πατριωτισμού του». Ο κατηγορούμενος δεν έπεισε βέβαια τους δικαστές αλλά η χρήση του επιχειρήματος αυτού, κάθε άλλο από ασυνήθιστη την εποχή εκείνη, υποδηλώνει μια συγκεκριμένη τάση με συνήθως πολύ πιο καθημερινούς στόχους, όπως διορισμοί στο Δημόσιο, μεγαλύτερα μερίδια από διανομές της UNRA κτλ. Το φαινόμενο πήρε μαζικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα η προσφορά αντικομμουνισμού από τον πληθυσμό να ξεπεράσει τη ζήτησή του από το κράτος. Ιδιαίτερα ενδεικτική είναι η επιστολή ενός μέλους της Επιτροπής Διανομών του Αμύνταιου Φλώρινας προς τον τοπικό βουλευτή. Ο άνθρωπος αυτός παραιτήθηκε από την επιτροπή γράφοντας πως δεν ανέλαβε υπηρεσία για να εκτελεί τους εκβιασμούς των «εν παντί και πάντοτε παρουσιαζομένων ως εθνικοφρόνων». «Εθνικόφρονες» προσέθετε «γνωρίζετε ποίοι παρουσιάζονται σήμερον; Ολοι εκείνοι οι οποίοι δεν ήσαν φίλοι του [Λαϊκού] κόμματος ποτέ. Τώρα διά να τελειώνουν τες δουλειές των παίρνουν το τουπέ του εθνικόφρονος και εδώ είμαστε». Η ελαστικότητα του αντικομμουνισμού και η βαθιά λαϊκίστικη φύση του, το γεγονός πως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους πάντες σχεδόν και να λειτουργήσει εύκολα ως περιτύλιγμα αιτημάτων κάθε είδους συνέβαλαν αναμφίβολα στην τεράστια εξάπλωσή του.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναγνώριση ότι ο Εμφύλιος άλλοτε λειτούργησε ως συνέχεια προπολεμικών τάσεων και άλλοτε απετέλεσε μια τομή με συχνά απρόβλεπτες συνέπειες – ένα θέμα που θα μπορούσε να έχει αναπτύξει περισσότερο ο Γούναρης. Χαρακτηριστική είναι, από την άποψη αυτή, η περίπτωση του Παντελή Βαϊνά, Αγραφιώτη την καταγωγή, από τα Ασπρόγεια της Φλώρινας, γιου διακεκριμένου μακεδονομάχου ο οποίος οδηγήθηκε σταδιακά από τον ΕΛΑΣ στους κόλπους του σλαβομακεδονικού κινήματος, για να καταλήξει ανώτατος αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού! Η εστίαση στη Μακεδονία, περιοχή που γνωρίζει σε βάθος ο Γούναρης, υπενθυμίζει τη μεγάλη τοπική διαφοροποίηση του αντικομμουνισμού, ο οποίος εκδηλώθηκε με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές περιοχές. Αν και θα ξέφευγε από το γεωγραφικά οριοθετημένο πλαίσιο του βιβλίου, θα άξιζε ίσως να είχε ερευνηθεί έστω και περιεκτικά η μορφή που πήρε ο αντικομμουνισμός σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.


Το βιβλίο, εικονογραφημένο με πλήθος αντικομμουνιστικών γελοιογραφιών από τις εφημερίδες της εποχής, είναι γραμμένο με γλαφυρότητα και διαβάζεται ευχάριστα. Ο Γούναρης έχει την ικανότητα να ξαναζωντανεύει μιαν εποχή που, αν και πολύ κοντινή, δεν παύει να είναι τελείως ξένη με τη σημερινή. Η τοπική εστίαση και η περιγραφή του αντικομμουνισμού ως ενός κοινωνικού και όχι απλώς ιδεολογικού φαινομένου αποτελούν, όπως διαπιστώνει και στον πρόλογό του ο άγγλος ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ, τα δύο μεθοδολογικά πλεονεκτήματα του βιβλίου. Η άγνοια του τοπικού πλαισίου ισοδυναμεί με αμεμπόληση της κοινωνικής διάστασης εφόσον αυτή χαρακτηριζόταν από έντονη τοπική πολυμορφία, ενώ η περιγραφή του αντικομμουνισμού αποκλειστικά ως ιδεολογίας τον απομονώνει από την κοινωνία.


Από την άποψη αυτή το βιβλίο του Βασίλη Γούναρη εντάσσεται σε ένα νέο ιστοριογραφικό ρεύμα που προσεγγίζει τη δεκαετία του 1940 συνδυάζοντας την άρτια εμπειρική έρευνα με μια φρέσκια ματιά τοποθετώντας τα γεγονότα στο κοινωνικό τους πλαίσιο και διασώζοντάς τα με τον τρόπο αυτόν από την υπερ-ιδεολογικοποίηση που χαρακτήριζε τις περισσότερες ως τώρα ερμηνείες, οι οποίες στο όνομα μιας επιλεκτικής «μεγάλης» και «γενικής» ιστορίας συχνά παραμόρφωναν το παρελθόν προσαρμόζοντάς το σε προκατασκευασμένα προκρούστεια πρότυπα.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.