Τίποτα δεν επιτρέπει να περάσουμε από τη διαπίστωση ότι το μεταφράζειν είναι δύσκολο στην απόφανση ότι το μεταφράζειν είναι ανέφικτο.


Ζορζ Μουνέν


Ο άνομος έρωτας του μεσήλικου καθηγητή και ποιητή Χάμπερτ Χάμπερτ για τη δωδεκάχρονη προγονή του Λολίτα, στο περιβόητο ομότιτλο μυθιστόρημα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, μπορεί, θαρρώ, να διαβαστεί και σαν αυτοαναφορική αλληγορία της ερωτικής σχέσης του δημιουργού με το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, δηλαδή με το εκκολαπτόμενο έργο του. Τι νιώθει ο συγγραφέας ενόσω γράφει; Πόθο και οδύνη, αγωνία και έκσταση, παντοδυναμία και ανημπόρια για αυτή την τόσο σαγηνευτική και την τόσο βασανιστικά απρόσιτη Λολίτα του, το άκτητο κτήμα του, το βιβλίο του:


«Αυτό που είχα σαν τρελλός κάνει δικό μου δεν ήταν η ίδια αλλά ένα δικό μου δημιούργημα…» (σ. 195) δηλώνει ο αθεράπευτα νυμφόληπτος αφηγητής, persona του Ναμπόκοφ και του κάθε συγγραφέα.


Πατριός-Πυγμαλίων και «αιμομικτικός» εραστής, βλέπει απελπισμένος το νυμφίδιο να μεγαλώνει, να μεταμορφώνεται σε πεταλούδα:


«Ηξερα ότι είχα ερωτευθεί τη Λολίτα για πάντα· αλλά επίσης ήξερα ότι δεν θα ήταν για πάντα Λολίτα. Θα γινόταν δεκατριών χρονών την 1η Ιανουαρίου. Σε δυο περίπου χρόνια θα έπαυε να είναι νυμφίδιο και θα γινόταν «κοπέλα» και μετά «φοιτήτρια» – αυτή η υπέρτατη φρίκη». (σ. 200)


Ετσι και κάθε λογοτέχνης ξέρει πως η δική του «Λολίτα» θα πετάξει μακριά του για να ζήσει τη δική της αυτόνομη ζωή, πως θα περάσει σε χέρια άγνωστων εραστών (τουτέστιν, σε χέρια αναγνωστών, κριτικών, μελετητών), πως θα πεθάνει μακριά του· θα πεθάνει και αυτός (ο αποχωρισμός από κάθε ολοκληρωμένο έργο είναι και ένας άλλος μικρός θάνατος). Γύρω του φτερουγίζει, μολαταύτα, το αστραφτερό, ελπιδοφόρο λεπιδόπτερο της λογοτεχνικής μακροβιότητας. Ο Χάμπερτ Χάμπερτ, έγκλειστος πια και ετοιμοθάνατος, απευθύνει τις τελευταίες αράδες των απομνημονευμάτων του στη φευγάτη μικρή ερωμένη του:


«…κάποιος θέλησε να συνεχίσει να υπάρχει ο Χ. Χ., τουλάχιστον για δυο τρεις μήνες ακόμα, ώστε να σε κάνει να ζήσεις, εσύ, στα μυαλά των επερχόμενων γενεών». (σ. 573)


Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης μάς χαρίζει μια εξαιρετική μετάφραση ή ανα-μετάφραση της Λολίτας. Η Λολίτα έχει ξαναμεταφραστεί το 1961 από τον Α. Πάγκαλο (εκδ. Δωρικός) και το 1982, από τον ίδιο τον Γ.-Ι. Μπαμπασάκη από κοινού με τον Ν. Καλογερόπουλο (εκδ. Ερατώ). Δεν ξέρω κατά πόσον η ανά χείρας μετάφραση αναθεωρεί την πρώτη τους εκείνη προσπάθεια.


Στον Γ.-Ι. Μπαμπασάκη οφείλουμε άλλες έξι μεταφράσεις έργων του Ναμπόκοφ, τελευταία από τις οποίες αυτή του πρώτου του (ρωσικού) μυθιστορήματος, Mary (εκδ. Μεταίχμιο, 2002)· καλή απόδοση ενός ήσσονος σημασίας έργου, που έχει ενδιαφέρον όμως για την ανίχνευση των συγγραφικών καταβολών του Ναμπόκοφ. Σπανίως μεταφρασμένο κείμενο προσφέρει τόση αμιγή αναγνωστική απόλαυση.


Ακριβής και ευρηματική, η απόδοσή του έχει, για να δανειστώ το παραδοξολόγημα του Ναμπόκοφ, «το πάθος της επιστήμης και την υπομονή της ποίησης». Ακολουθεί την ογκωδέστατη σχολιασμένη έκδοση της Λολίτας, επίμοχθο πόνημα του ναμποκοφολόγου Αλφρεντ Αππελ, που κυκλοφόρησε το 1970 – δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη αμερικανική έκδοση της Λολίτας (1958) – και αναθεωρήθηκε το 1990. Ενας ηράκλειος άθλος: στην ελληνική έκδοση, μετράω 769 σελίδες, από τις οποίες 76 σελίδες εισαγωγής και 171 σελίδες πυκνογραμμένων ερμηνευτικών σχολίων, ίσως κάποτε φλύαρων (παρ’ όλο το προσεκτικό ξεδιάλεγμα του μεταφραστή, νομίζω ότι αρκετά από αυτά θα μπορούσαν να συμπτυχθούν ή και να λείπουν).


Η αλήθεια είναι πως το πάθος του Ναμπόκοφ για τις κρυπτικές διακειμενικές αναφορές, τους λογοτεχνικούς υπαινιγμούς, τις σπαζοκεφαλιές, τα σπινθηροβόλα λογοπαίγνια και άλλα αριθμοπαίγνια ή ονοματοπαίγνια μετατρέπει την ανάγνωση των έργων του σε ένα ατελεύτητο κυνήγι θησαυρού ή, καλύτερα, σε μια ντετεκτιβικού τύπου έρευνα μέχρις ιλίγγου. Δίχως ερμηνευτικό μίτο, ο φιλόπονος αναγνώστης του Ναμπόκοφ (όπως του Τζόις, του Κενό, του Μπόρχες) κινδυνεύει να βυθιστεί ανεπιστρεπτί σε έναν ασύλληπτο λαβύρινθο παραπλανητικών κατόπτρων. Κυρίως, κινδυνεύει να στερηθεί τη χαρά της επαγωγικής αναγνώρισης και της μέγιστης συνενοχικής εμπλοκής στα δρώμενα.


Ιστορία μεταμορφώσεων


Ιστορία μεταμορφώσεων, η Λολίτα στοιχειώνεται από τις μνήμες του Στίβενσον, του Πόε, του Λ. Κάρολ, του Κάφκα: το νυμφίδιο μεταμορφώνεται σε γυναίκα, ο νομοταγής καθηγητής σε δολοφόνο, ο έκλυτος έρωτας σε εξιλεωτική αγάπη, η μικροαστική Αμερική του Norman Rockwell σε μια φασματική χώρα μαγείας και αντικατοπτρισμών. Αλλά το δαιμόνιο αυτό και δαιμονικό μυθιστόρημα είναι και στην ειδολογική του υφή πρωτεϊκό, ένας Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ της μυθοπλασίας· αναχωνεύει παρωδώντας και παρωδεί μεταμορφώνοντας κάθε λογοτεχνικό προϊόν και υποπροϊόν: τη λυρική ποίηση και την ερωτική παραλογοτεχνία, το ρεαλιστικό αφήγημα και το παραμύθι, το μελόδραμα και τη φαρσοκωμωδία, το ενδοσκοπικό ταξίδι και το αστυνομικό θρίλερ! Παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος, παρωδία και των αναγνωστικών τρόπων του είδους (όλοι μας πρώτης τάξεως λαγωνικά; Χμ, αυτό θα το δούμε!)


Πλανιέται λοιπόν ο αναγνώστης σε χαρτογραφημένους αυτοκινητόδρομους και φανταστικές λαγκαδιές, σε οικτρά μοτέλ και μυστηριώδη πανδοχεία, σε συνοικιακές κατοικίες και παραμυθένιους πύργους. Διανύει 27.000 ασθμαίνοντα χιλιόμετρα συντροφεύοντας τον Χάμπερτ Χάμπερτ, τη Λολίτα του, τον ανεξιχνίαστο Κλερ Κίλτυ (ή μήπως το «Κουίλτυ» θα ήταν ηχητικά πλησιέστερο στο υπαινικτικό «Quilty»;)· αναζητά εναγωνίως το κλειδί της πλοκής, τη λύση του μυστηρίου, το αληθινό πρόσωπο πίσω από τα διαδοχικά προσωπεία των ηρώων· χάνει στον δρόμο τις αταλάντευτες πεποιθήσεις του, πεποιθήσεις ενός παγ(ι)ωμένου εαυτού!


Τα αινίγματα πολλαπλασιάζονται. Ποιος είναι στα αλήθεια ο αφηγητής; Ενας αποπλανητής νυμφόληπτος ή μήπως ένας ρομαντικά στοργικός πατριός; Ποιο το θύμα της αποπλάνησης; Μια αγνή παιδίσκη ή ένα παμπόνηρο, ξεσκολισμένο νυμφίδιο; (Μήπως τελικά ήταν η Λολίτα εκείνη που αποπλάνησε τον Χ. Χ.;) Ποιος ο διώκτης; Ενας πορνογράφος εκμαυλιστής ή ο μεγάλος θεατρικός συγγραφέας που κινεί τα νήματα της πλοκής; Ποιος ο ένοχος; Ενας από τους παραπάνω; Μήπως ο διεστραμμένος συγγραφέας; Ή ο ηδονοβλεψίας αναγνώστης; Ή το ίδιο το παραπλανητικό ανάγνωσμα;


Εμπειρος πηδαλιούχος


Πρωτεϊκή και η γλώσσα του Ναμπόκοφ, ένα όργιο παρηχήσεων, αναγραμματισμών, αντιλεξισμών, συμφυρμών και ούτω καθεξής, ad infinitum. Στη λογομανιακή αυτή δίνη, ο Γ.-Ι. Μπαμπασάκης δείχνεται έμπειρος πηδαλιούχος. Η απόδοσή του είναι ποιητική, κωμική, συγκινητική. Εκτός ελαχίστων και αμελητέων εξαιρέσεων, ο μεταφραστής κατανοεί το κείμενο και τα διακυβεύματά του· κατανοεί κυρίως την έννοια της αληθινής πιστότητας στο «νόημά» του, δηλαδή στη συνεκτική ποιητική του, που διευθετείται όχι μόνο από το σημαινόμενο αλλά και από τα μορφικά συνυφάσματα του ύφους: λέξεις, ήχους, συντακτικές αλληλουχίες, ρυθμούς. Ετσι εννοούμενη η πιστή μετάφραση, πόρρω απέχει από την κατά λέξη δουλική μίμηση: είναι ελεύθερη όπου υπάρχει ανάγκη, όπου υπάρχει ποιητική επιταγή, ελευθεριάζουσα ποτέ!


Η μετάφραση του Γ.-Ι. Μπαμπασάκη αναπαράγει με δεξιοσύνη το ιδίωμα του Ναμπόκοφ· ξέρει και αυτός «από λογοδαιδαλισμό και λογομαντεία»! (σ. 483) Ολίγιστα παραδείγματα:


«…και, πάλι, όλα αυτά να ανακατεύονται με τη θεσπέσια ακηλίδωτη τρυφερότητα που αναβλύζει από το μόσχο και τα μούσκλα, από το θαύμα και το θραύσμα, από το χώμα και το πτώμα, ω Θεέ μου, ω Θεέ μου». (σ. 168) («…and then again, all this gets mixed up with the exquisite stainless tenderness seeping through the musk and the mud, through the dirt and the death, oh God, oh God».)


Ή ακόμη:


«Ολοι με αγαπούσαν, όλοι με κανάκευαν· τόσο ο κακοντυμένος ιπποκόμος όσο και κάθε καλοντυμένος υποκόμης». (σ. 113) («From the aproned pot-scrubber to the flanneled potentate, everybody liked me, everybody petted me».)


Φροντίζει ο μεταφραστής να αποδώσει τις σημαίνουσες παρηχήσεις του πρωτοτύπου:


«…η μελιστάλαχτη κυρία Χέιζ […] ανασηκωμένη σαν το φουρφουριστό φίδι ενός φακίρη και με κάποιες φευγαλέες φασματικές φαιδρότητες…». (σ. 162) («…bland Mrs. Haze […] grew up like a fakir’s fake tree and after some heliotropic fussing…»).


αλλά και τον ζοφερό λυρισμό του:


«…η γενική εντύπωση που επιθυμώ να μεταδώσω είναι αυτή μιας πλαϊνής πόρτας που ανοίγει διάπλατα στης ζωής την πλήρη πτήση και μιας ορμητικής ροής βρυχώμενου μαύρου χρόνου που πνίγει μες στον άγριο αέρα του την κραυγή ενός μοναχικού ολέθρου». (σ. 489) («…the general impression Ι desire to convey is of a side door crashing open in life’s full flight, and a rush of roaring black time drowning with its whipping wind the cry of lone disaster».)


Ο Γ.-Ι. Μπαμπασάκης μάς μεταδίδει, πράγματι, αρραγή αυτή την εντύπωση.


Η κυρία Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλου είναι ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και μεταφράστρια.