Στο τελευταίο της κείμενο η Ελένη Βακαλό εξετάζει ζητήματα που χαρακτηρίζουν την τέχνη της εποχής μας. Ο πολυσύνθετος λόγος της βάζει για μία ακόμη φορά πολλά πράγματα στη θέση τους και αποτέλεσε τη θεματική αφετηρία του Διεθνούς Συμποσίου που διοργανώθηκε στη μνήμη της από την Εταιρεία Ελλήνων Τεχνοκριτικών και τη Σχολή Βακαλό στο Ινστιτούτο Γκαίτε στις 7 και 8 Δεκεμβρίου. Η μεγάλη ελληνίδα ποιήτρια και θεωρητικός έγραψε το κείμενο αυτό ως απόσταγμα των συζητήσεών της πάνω στον μεταμοντερνισμό με τον Μάνο Βακαλό, τον γιο της, αρχιτέκτονα και θεωρητικό, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.


Το βιβλίο Μοντέρνο – Μεταμοντέρνο. Συνδέσεις και Αποστάσεις είναι μια σοφή στη μεστότητα και στη σαφήνειά της κωδικοποίηση των χαρακτηριστικών της σύγχρονης τέχνης, τόσο εκείνων που τη συνδέουν με την περαιωμένη πλέον αφήγηση του μοντερνισμού όσο και εκείνων που την ξεχωρίζουν από αυτήν. Οσο κι αν είναι πολύτιμο ως εργαλείο για τους ειδικούς, δεν απευθύνεται σε αυτούς αλλά σε αναγνώστες χωρίς ειδικές γνώσεις και ιδιαίτερα στους νέους.


Ως προς τις συνδέσεις το μεγαλύτερο βάρος αναλογεί, όπως είναι φυσικό, στο ιστορικό προηγούμενο των ντανταϊστών της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Επιτυγχάνοντας την ιστορική σύνδεση του μεταμοντέρνου με το μοντέρνο ο Ντυσάν πραγματοποίησε μια κρίσιμη μετατόπιση του πραγματικού αντικειμένου από τη χρηστική του λειτουργία σε μια νέα, αισθητική αυτή τη φορά. Από τροχός, καφετιέρα ή ανδρικό ουρητήριο, το αντικείμενο μετατράπηκε σε μοτίβο, σε θέμα μιας σύνθεσης. Ο σπόρος όμως που έσπειρε ο Ντυσάν δεν καρποφόρησε εκεί και τότε που έπεσε. Οι καιροί ήταν πολύ διαφορετικοί και ο ορθόδοξος μοντερνισμός βρισκόταν στην ανοδική του φάση. Η τέχνη μιλούσε πια για τον εαυτό της και, μέσα από τις ποικίλες αναπλάσεις της μορφής που πρότειναν τα διάφορα ρεύματά της, επιζητούσε μια νέα σχέση του θεατή με το εικαστικό έργο. Σε εκείνη τη νέα σχέση η «αθεΐα» που κήρυσσαν ο Ντυσάν και οι ντανταϊστές, με έναν πράγματι διορατικό κυνισμό, ήταν ακόμη πολύ άγουρο φρούτο για να καταναλωθεί. Η εποχή τους ήταν ηρωική και η δράση τους χρειαζόταν μια εξόχως αντι-ηρωική και αντι-ανθρωπιστική εποχή, όπως αυτή που διανύουμε τώρα, για να πείσει για την αυθεντικότητά της.


Στην εποχή μας, εποχή του μεταμοντέρνου αξιώματος anything goes (τα πάντα επιτρέπονται), ο καλλιτέχνης έχει πλέον δρασκελίσει τον φράχτη των κριτηρίων για την τέχνη, των ορίων που θέτει ο ορίζοντας της υποδοχής του, χωρίς να φοβάται την απότομη βουτιά στη βοή και στον κονιορτό της καθημερινής ζωής γύρω του, από την οποία ο φράχτης τον χώριζε. Ως αποστάσεις πλέον ορίζονται από τη Βακαλό το αυξανόμενο αίτημα του καλλιτέχνη για εμπλοκή του θεατή στη δράση, η ανατροπή της τέχνης ως απόδοσης του πραγματικού και ως ακόμη ενός «πρέπει», η βιαιότητα του καλλιτέχνη προς το σώμα του για να καταγγείλει όλα όσα ο πουριτανισμός είχε διαμορφώσει ως ταμπού του νοητικού υπόβαθρου. Η αντίθεση στην ίδια την έννοια της αισθητικής αντί για την προβολή μιας εναλλακτικής, όπως εκείνη που πρότεινε ο μοντερνισμός. Οι κάθε λογής οικειοποιήσεις της ιστορίας των καλλιτεχνικών μορφών πέρα και έξω από την καθαρολογική αυστηρότητα του μοντερνισμού και προοδευτικά η εγκατάλειψή τους. Η αντικατάσταση των μορφών από ιδέες και των θεμάτων από έννοιες οδήγησε σε εικαστικές δράσεις που ο καλλιτέχνης περιγράφει αντί να ασκεί, σε μια τέχνη που γίνεται περισσότερο για να συζητιέται ως ιδέα παρά να βλέπεται, αφού συχνά το στάδιο της εκτέλεσης παραλείπεται ως φάση άνευ σημασίας. Τέλος, τα νέα είδη της τέχνης που δημιουργεί η τεχνολογία της ψηφιακής εικόνας δεν εκφράζουν απλώς μια νέα τάση αλλά αποτελούν ιστορικό γεγονός που παράγει νέα είδη τέχνης.


Ο λόγος της Ελένης Βακαλό είναι επιγραμματικός και, πράγμα σπάνιο για κριτικό που τόσο συνδέθηκε με τη θεωρία του μοντερνισμού, όχι απαξιωτικός για το μεταμοντέρνο. Αντίθετα είναι ανακουφιστικά διαπιστωτικός και ψύχραιμος. Ερευνητική ματιά και απροκατάληπτη κριτική σκέψη συναρθρώνονται με τη σιγουριά του μάστορα. Γιατί μόνο ένας μάστορας με τη σοφία της Ελένης Βακαλό έχει τη δυνατότητα να παραμερίσει τα εφόδια με τα οποία προσεγγίζει το αντικείμενο της ερμηνείας του, όταν αυτό φθάνει σε μια μορφή που τα καθιστά επισφαλή και πιθανόν άχρηστα. Να δει το καινούργιο του καλλιτέχνη ως καλλιτέχνης ο ίδιος, με συνθετική διαίσθηση και μια οξύτατη ευαισθησία που ενδιαφέρεται χωρίς να ξαφνιάζεται. Και αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό του τελευταίου της έργου.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.