Εδώ και λίγα χρόνια συζητείται στον Τύπο, σε ορισμένα πανεπιστημιακά σεμινάρια και γενικότερα στον δημόσιο διάλογο, η άποψη ότι η σημερινή Ελλάδα είναι μια δυαδική κοινωνία. Η έννοια αυτή αντανακλά μια υπόθεση εργασίας στο επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας την οποία, μεταξύ άλλων, έχουν επεξεργαστεί ο Ν. Διαμαντούρος (στο βιβλίο του Πολιτισμικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000), ο Ν. Μουζέλης στις επιφυλλίδες του σε αυτήν εδώ την εφημερίδα, ο Γ. Γραμματικάκης σε δημόσιες παρεμβάσεις του και ο Λ. Τσούκαλης στο βιβλίο του με τον τίτλο-έκκληση Ανοίξτε τα παράθυρα! Σύμφωνα με τη διατύπωση του Τσούκαλη, υπάρχουν «δύο ποιοτικά διαφορετικές Ελλάδες που συχνά μάχονται η μία την άλλη. Από τη μία πλευρά βρίσκεται η Ελλάδα που πιστεύει στην αξιοκρατία και τον υγιή ανταγωνισμό, η Ελλάδα που θέλει τα παράθυρά της ανοικτά στον έξω κόσμο. Από την άλλη είναι η Ελλάδα των κλειστών συνόρων, του πελατειακού συστήματος και των προνομίων, εκείνη η Ελλάδα που φοβάται το καινούργιο, το ξένο και το διαφορετικό και που καταναλώνει με περισσή ευκολία κάθε είδους συνωμοτική θεωρία» (σελ. 35). Ο Τσούκαλης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Οργάνωσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην κάτοχος της έδρας «Ελευθέριος Βενιζέλος» στην Οικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (LSE). Ανάμεσα στα βιβλία του περιλαμβάνονται το διεθνώς γνωστό Η νέα ευρωπαϊκή οικονομία (2η έκδοση, Oxford University Press, 1997, και σε ελληνική μετάφραση στον Παπαζήση, 1998) και το Ευρωπαϊκά ανορθόδοξα (στον ίδιο εκδότη, 1995).


Το τελευταίο βιβλίο του αποτελείται από 35 άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην Καθημερινή της Κυριακής την περίοδο 1999-2001. Τα άρθρα έχουν κατανεμηθεί σε πέντε ενότητες, τις εξής: «Κράτος, ανοιχτή οικονομία και εκσυγχρονισμός», «Παγκοσμιοποίηση και νέα οικονομική ορθοδοξία», «Ευρώπη: έλλειμμα πολιτικής», «Βαλκάνια προ και μετα-Μιλόσεβιτς» και η «Ευρωπαϊκή πολιτική της Τουρκίας». Μίτος της σκέψης του Τσούκαλη είναι η κριτική υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα και η εποικοδομητική κριτική της εξέλιξης της ΕΕ. Για παράδειγμα, ο Τσούκαλης διαπιστώνει ότι η ΕΕ σήμερα δεν έχει απλώς δημοκρατικό έλλειμμα, αλλά συνολικότερο πολιτικό πρόβλημα όλο και μεγαλύτερου αποκλεισμού των ευρωπαίων πολιτών από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που τους αφορούν όλο και περισσότερο. Ταυτόχρονα σημειώνει ότι στη σύγχρονη Ελλάδα, παρά τα θετικά αποτελέσματα του ανοίγματος της αγοράς, έχουμε «υπερβολική συγκέντρωση πλούτου και οικονομικής ισχύος, η οποία αντανακλάται και στον έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης» (σελ. 37). Το συμπέρασμά του αυτό θα μπορούσε να το αναπτύξει περισσότερο και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής οικονομίας. Οπως εύστοχα επισημαίνει ο ίδιος, «η βαθμιαία απαξίωση της πολιτικής και όσων τη διακονούν… δεν βοηθά καθόλου στην αντιμετώπιση των ισχυρών τάσεων συγκέντρωσης πλούτου» (σελ. 49).


Ο Τσούκαλης γράφει επίσης για τις νέες ανισότητες που προκαλεί η μετάβαση από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στην οικονομία της αγοράς. Πίσω από την τεχνολογικά υπερσύγχρονη εικόνα της αίθουσας του υπουργικού συμβουλίου της Εσθονίας, μιας χώρας που ακολούθησε αρκετά πιστά τη συνταγή της μετάβασης στον καπιταλισμό, υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα. «Πίσω από όλα αυτά… κρύβονται πολλοί χαμένοι… και μεγάλη φτώχεια την οποία προσπαθεί επιμελώς να κρύψει η νέα πολιτική τάξη της χώρας από τα περίεργα μάτια των ξένων επισκεπτών» (σελ. 124). Ως ερμηνευτικό σχήμα, η άποψη ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες και δύο Εσθονίες είναι βάσιμη, γιατί εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις ποικίλες αντιδράσεις στον εξευρωπαϊσμό και τον εκσυγχρονισμό. Θα άξιζε τον κόπο να εκπονηθούν διδακτορικές διατριβές που θα εξειδίκευαν και θα διαφοροποιούσαν αυτό το ερμηνευτικό σχήμα. Πρόκειται πάντως για σχήμα που αφορά το μακρο-επίπεδο της ανάλυσης. Γι’ αυτό, ως ερμηνεία, ίσως είναι λιγότερο χρήσιμη στο επίπεδο των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και στρατηγικών ατομικής δράσης. Για παράδειγμα, τι γίνεται όταν κάποιος, που διαθέτει εξουσία, δεν έχει άλλη διέξοδο από το να χρησιμοποιήσει πελατειακές πρακτικές για να προστατεύσει από τυχόν υπονόμευση έναν αξιόπιστο και διαφανή θεσμό ή για να διατηρήσει στη θέση του ένα πρόσωπο που έχει επιλεγεί αξιοκρατικά; Επίσης, πώς θα ερμηνεύαμε το διαδεδομένο φαινόμενο ελλήνων πολιτών που είναι πολύ παραδοσιακοί σε ορισμένες στάσεις και αντιλήψεις τους και απροσδόκητα μεταρρυθμιστές σε άλλες;


Στο τέλος του βιβλίου θα ήταν χρήσιμα ένα ευρετήριο και ένα χρονολόγιο για να ανακαλεί ο αναγνώστης τα γεγονότα που σχολιάζονται. Ισως όμως όλα αυτά να ταίριαζαν σε άλλου τύπου βιβλίο, γιατί το Ανοίξτε τα παράθυρα! είναι μια εύγλωττη παρέμβαση στη δημόσια ζωή, στηριγμένη στον συνδυασμό τριών αρχών: στην «αξιοκρατία και τον ανταγωνισμό με την αλληλεγγύη, ως απαραίτητο στοιχείο για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής» (σελ. 34). Πρόκειται για αρχές πολυσυζητημένες, που το άκουσμά τους και μόνον θα απομάκρυνε και τον πιο φανατικό ακροατή ή θεατή πολιτικών εκπομπών. Χάρη στην ευθύβολη κρίση και την αδιόρατη ειρωνεία κειμένων όπως αυτά του Τσούκαλη και χάρη στο υπέροχο εξώφυλλο του βιβλίου – με το ανοικτό παράθυρο του Γιάννη Ψυχοπαίδη -, ο έντυπος λόγος κερδίζει στα σημεία. Αφήστε τα ρητορικά «νοκ άουτ» για τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς διαξιφισμούς και ανοίξτε τα βιβλία.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.