Καθώς το Συμβούλιο Εφετών αποφάνθηκε οριστικά και αμετάκλητα με το βούλευμά του για την υπόθεση της «17 Νοέμβρη» και στέλνει στο εδώλιο 18 κατηγορουμένους, δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν μέσα στον Δεκέμβριο μας βοηθούν να κατανοήσουμε το φαινόμενο της τρομοκρατίας στην Ελλάδα, σε όλες του τις διαστάσεις. Είναι σίγουρο ότι για την τρομοκρατία και ειδικά για τη «17 Νοέμβρη» θα μάθουμε και άλλα πράγματα στο άμεσο μέλλον, κυρίως όταν αρχίσει η δίκη. Τα δύο αυτά βιβλία όμως μας βοηθούν να συνοψίσουμε τα γεγονότα – όσα ξέραμε και όσα δεν ξέραμε – και να κατατάξουμε τις σκέψεις μας.


Πρόκειται για το βιβλίο Φάκελος 17 Νοέμβρη των Αλέξη Παπαχελά και Τάσου Τέλλογλου και για το βιβλίο Η αναμέτρηση, Ζωή και θάνατος της 17 Νοέμβρη του Γιάννη Πρετεντέρη, που και τα δύο εκδόθηκαν από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Το ότι οι συγγραφείς είναι δημοσιογράφοι του «Βήματος», και μάλιστα διακεκριμένοι, δεν σημαίνει επιλεκτική αξιολόγηση. Τα βιβλία τους είναι πριν απ’ όλα αναγνώσματα – δεν χρησιμοποιώ τυχαία αυτή τη λέξη – γραμμένα στην άμεση αλλά επεξεργασμένη γλώσσα της έντυπης δημοσιογραφίας, που μας συνδέει με τις καλύτερες παραδόσεις του Τύπου.


Τα δύο βιβλία δεν είναι ίδια. Αν θέλαμε να τα κατατάξουμε σε δημοσιογραφικές κατηγορίες θα λέγαμε ότι το βιβλίο των Παπαχελά – Τέλλογλου είναι ρεπορτάζ ενώ αυτό του Πρετεντέρη ανάλυση. Οτι το βιβλίο των Παπαχελά – Τέλλογλου ανήκει στην αγγλοσαξονική σχολή της έρευνας και τεκμηρίωσης ενώ του Πρετεντέρη στη γαλλική σχολή ερμηνευτικών εκδοχών όπου η λογοτεχνία και η ιστορία των ιδεών παίζουν ιδιαίτερο ρόλο.


Το βιβλίο Φάκελος 17 Νοέμβρη είναι ένα μεγάλο, αποκαλυπτικό και συγκλονιστικό ρεπορτάζ. Μας δίνει πριν απ’ όλα τη δράση της οργάνωσης, από την πρώτη της δολοφονία ως τις καταιγιστικές μέρες του τελευταίου καλοκαιριού. Μας δείχνει τους χώρους της επώασής της, στα χρόνια της δικτατορίας μέσα στις οργανώσεις της λεγομένης – μετά τη μεταπολίτευση – εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Μας παρουσιάζει τις «ενδοτρομοκρατικές» αντιθέσεις, τις μωροφιλοδοξίες ορισμένων «αρχηγών», όπως του Γιωτόπουλου. Μας δείχνει την αναποτελεσματικότητα των ελληνικών διωκτικών αρχών, τον αυτοευνουχισμό τους, μέσα στο μεταπολιτευτικό κλίμα του «δεξιού φόβου», την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να «ακουμπήσει» το θέμα, τις εμμονές των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών που αποπροσανατολίζουν διαρκώς την έρευνα ως την εμφάνιση του «παρθένου» υπουργού Δημοσίας Τάξεως Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και των πρακτόρων της Νέας Σκότλαντ Γιαρντ, μετά τη δολοφονία του Βρετανού Σόντερς, που αποφασίζουν να δράσουν απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες, απαλλαγμένοι από την ηττοπάθεια μπροστά στην «οργάνωση-φάντασμα».


Το βιβλίο Η αναμέτρηση είναι πολύ σκληρό γιατί πραγματεύεται – και νομίζω ότι μας πείθει – πως το θερμοκήπιο, έστω ασύνειδο, της «17 Νοέμβρη» είναι η μεταπολιτευτική ελληνική κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι στα 27 ολόκληρα χρόνια δράσης της οργάνωσης δεν υπήρξε ούτε μία μαζική εκδήλωση διαμαρτυρίας κατά της τρομοκρατίας ούτε μία πρόκληση κόμματος κατά των δολοφόνων της «17 Νοέμβρη» που απειλούσαν τη συνοχή της εύθραυστης δημοκρατίας της. Είναι χαρακτηριστικές μερικές αποστροφές του Γιάννη Πρετεντέρη: «Η 17Ν ήταν ταυτοχρόνως δημιούργημα, έκφραση και κρυφό καμάρι του αναχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας. Προνομιακό κομμάτι μιας εθνικής παθογένειας. Εδρασε ασύλληπτη όσο ο αναχρονισμός είχε το πάνω χέρι. Και κατέληξε στον Κορυδαλλό, όταν ο αναχρονισμός έχασε τη γενικότερη μάχη». Και ακόμη: «Στην Ελλάδα, η ιδεολογική ασυναρτησία της 17Ν δεν είχε τίποτα το μη κανονικό, τίποτα το αποκλίνον, τίποτα το περιθωριακό. Ανήκε στο ιδεολογικό mainstream της ελληνικής κοινωνίας. Επί είκοσι επτά χρόνια έλεγε, λίγο πολύ, αυτά που κουβεντιάζουν στα περισσότερα καφενεία της χώρας. Ισχυριζόταν αυτά που υποψιάζεται ένα σημαντικό τμήμα του ελληνικού λαού. Διακήρυσσε αυτά που επιθυμούσαν να ακούσουν μια αξιόλογη μερίδα Ελλήνων. Με άλλα λόγια, δεν έκανε καμία ειδική μαγκιά, απλώς πήγαινε με το πλήθος». Και τέλος – και πιο σημαντικό: «Το πρόβλημα είναι τι διδαχτήκαμε όλοι μας, τι διδάχτηκε η δημοκρατία από αυτή την αναμέτρηση. Εκεί παίζεται το πραγματικό συλλογικό παιχνίδι της μνήμης και της λήθης: στο συμπέρασμα».