Ο διάσημος σκηνοθέτης Φρανσουά Τρυφό στο Τελευταίο μετρό βάζει στα χείλη του Ντεπαρντιέ μια φράση. Απευθυνόμενος στην Κατρίν Ντενέβ, της λέει: «Να σας βλέπω, τι βάσανο!». Και η Ντενέβ απαντά: «Μα μου λέγατε ότι ήταν ευτυχία». Και εκείνος: «Ναι, αυτό είναι. Είναι μια ευτυχία κι ένα βάσανο». Αυτή η φράση μας οδηγεί στην καρδιά του σύμπαντος του Φιλίπ Μπεσόν, ενός νέου γάλλου συγγραφέα, μόλις 30 ετών, του οποίου το πρώτο βιβλίο έτυχε ιδιαίτερης προσοχής στη Γαλλία, και το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο Οταν έφυγαν οι άντρες, ο Φιλίπ Μπεσόν ήθελε να μιλήσει για τον Προυστ, τον πόλεμο και τον έρωτα. Ολα αυτά τα θέματα, όπως εκτυλίσσεται η γραφή, επικαλύπτονται, καθώς το ένα απορρέει από το άλλο, το ένα γεννά το άλλο. «Στην πραγματικότητα» λέει ο συγγραφέας «είναι μια πολύ απλή ιστορία».


Στο Παρίσι, την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), ο Βενσάν, ένα αγόρι 16 ετών, συναντά τον Μαρσέλ Προυστ. Η σκηνή της συνάντησης του έφηβου με τον συγγραφέα είναι υπέροχη. Ο πόθος είναι «παρών», διαφαίνεται. Χαράζει τον κύκλο της σιωπής. Οι πρώτες σελίδες ίσως προκαλούν μια ανεπαίσθητη ενόχληση. Πρόκειται για τον Προυστ, ακόμη και όταν δεν ονομάζεται. «Εγώ την ξέρω την ταυτότητά σας. Ετσι κι εγώ δεν τη ζητώ. Μου λέτε: Ζητήστε την, παρακαλώ. Κανείς δεν με ρωτά πλέον πώς με λένε. Υπακούω. Απαντάτε: Μαρσέλ. Μόνο Μαρσέλ, χωρίς το επίθετό σας κολλημένο. Και είμαι πανευτυχής που μου λέτε μονάχα το όνομά σας». Ανάμεσα στους δύο άνδρες, από τις λέξεις που ανταλλάσσουν κατά τη διάρκεια των βαθυστόχαστων και μακρών συζητήσεών τους, επισφραγισμένων και από τις επιστολές που ανταλλάσσουν, θα δημιουργηθεί μια σχέση πραγματικής σαγήνης. Υπάρχει όμως και ο Αρτύρ, ένας νεαρός στρατιώτης 21 ετών, που θα ξαναβρεί τον Βενσάν κατά τη σύντομη άδειά του. Αντί για λέξεις πλατωνικού πάθους, εδώ θα ανταλλαχθούν οι χειρονομίες, τα χάδια, τα βλέμματα και οι σιωπές του έρωτα. Και στην καρδιά του πρώτου μεγάλου πολέμου της ανθρωπότητας, αυτού του πρωτοφανούς σφαγείου που δυστυχώς θα ανοίξει την πόρτα και σε άλλους πολέμους, με ένα μόνο χάδι, η ανθρωπότητα ξαναγίνεται ανθρωπότητα. Οι λέξεις θα εμφανιστούν αργότερα, όταν ο στρατιώτης θα επιστρέψει στο μέτωπο.


Συνοπτικά, σε αυτό το τολμηρό βιβλίο, από τη μια πλευρά υπάρχει μια φιλία πατρική, και από την άλλη πλευρά ένα ερωτικό πάθος. Από τη μια το προυστικό Ριτζ και από την άλλη ένας άγγελος που θα πέσει νεκρός από τις σφαίρες. Η πρόκληση μιας διπλής ιστορίας έρωτα: ο Προυστ και ο Βενσάν, ο Βενσάν και ο Αρτύρ. Ανάμεσά τους δεν υπάρχει επικάλυψη προσώπου και ιστοριών. Δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα εκτός από τους πρωταγωνιστές, γιατί τα σπουδαιότερα και σημαντικότερα διαδραματίζονται ανάμεσα σε δύο πρόσωπα. Οποιες και αν είναι οι ουσιαστικές σχέσεις, εξηγεί ο Μπεσόν, υφαίνονται πάντα γύρω από ένα και μοναδικό πρόσωπο. Η πρόκληση μιας διπλής ιστορίας έρωτα την οποία θα διεκπεραιώσει ο θάνατος. Γιατί πέραν του έρωτα, του έρωτα που από τη φύση του οδηγεί στην απώλεια, το κύριο θέμα του βιβλίου είναι ο θάνατος. Ο θάνατος που περιορίζει τα πράγματα στην ουσία τους. Σε ένα προοδευτικό και αναπότρεπτο τέλος: ένα τέλος που επιλέγει ο Μπεσόν με τον πιο λεπτό τρόπο, με τη μεγαλύτερη γλυκύτητα και αισθαντικότητα για να μιλήσει για ζητήματα τα οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε απλώς, χωρίς να βρισκόμαστε ποτέ στην καρδιά του προβλήματος. Ποτέ κανείς δεν έχει επιστρέψει από τον θάνατο για να πει την εμπειρία του…


Μια σοβαρότητα κυριαρχεί στο έργο αυτού του νεαρού συγγραφέα, του οποίου η ζωή, παραδόξως, είναι χαρούμενη. Ο ίδιος εξηγεί: «Μόνο στα βιβλία εξερευνούμε τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού μας, την οποία δεν επιθυμούμε ενδεχομένως να φανερώσουμε, γιατί είναι πιο κομψό να είσαι χαρούμενος με τους ανθρώπους και όχι δυστυχής». Κομψότητα. Αυτή είναι η λέξη. Κομψότητα του ανθρώπου, κομψότητα της γραφής. Κομψότητα της σεμνότητας, της αυτοσυγκράτησης, της αδιατύπωτης έκφρασης που αποκαλύπτει ένα σύμπαν κατά τον τρόπο της Μαργκερίτ Ντυράς, της οποίας ο Φιλίπ Μπεσόν είναι αναμφισβήτητα οπαδός, όπου «εκείνο που μετρά δεν είναι εκείνο που θα πούμε αλλά εκείνο που ο άλλος θα ακούσει». Στην περίπτωση του Μπεσόν δεν μπορεί παρά να ακούσει έντονα χειροκροτήματα.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης, Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ)