‘ Για «άνω τελείες» ακούμε συνεχώς από τους κάθε λογής τηλεπαρουσιαστές, αλλά άνω τελείες δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ πια στον γραπτό λόγο.


Η φράση αυτή του τίτλου αφενός εκστομίζεται κατά κανόνα από ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ χρησιμοποιήσει άνω τελεία σε κείμενό τους, αγνοώντας εντελώς τι είναι και «πού μπαίνει» το συγκεκριμένο σημείο στίξης, και αφετέρου δεν είναι παρά ένα ακόμη κλισεδάκι που πολύ απλά ισοδυναμεί με το «και τώρα βουλώστε το όλοι, γιατί πρέπει… να «πέσουν» διαφημίσεις». Παλαιότερα τον ρόλο αυτόν του προαγγέλου των διαφημίσεων τον έπαιζε η φράση «ας βάλουμε μια τελεία εδώ», ώσπου κάποιος πιο λόγιος(;) ή πιο τσαχπίνης(;) είπε «ας βάλουμε μια άνω τελεία», θέλοντας ίσως να υπονοήσει έτσι ότι η διακοπή δεν θα είναι δα και τόσο μεγάλη (αμ, δε). Από τότε η τηλεοπτική αυτή «άνω τελεία» κοντεύει να μας βγει κυριολεκτικά από τ’ αφτιά.


Στον γραπτό λόγο, όμως, όπου και καλείται να παίξει τον αυθεντικό της ρόλο, η παρακμή της άνω τελείας… τελειωμό δεν έχει (ούτε καν… άνω τελειωμό). Με άλλα λόγια, πρόκειται πια για είδος εν ανεπαρκεία, το οποίο κινδυνεύει σοβαρά με εξαφάνιση. Και όμως θα άξιζε τον κόπο να γίνει μια καμπάνια για τη σωτηρία της και για τη συχνότερη χρησιμοποίησή της, μια και πρόκειται για εξαιρετικά πολύτιμο εργαλείο.


Από τη στιγμή που αποκτά κανείς πιο ουσιαστική σχέση με τη γλώσσα και τη γραφή σύντομα διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουκ ολίγες περιπτώσεις που η ίδια η ροή του κειμένου απαιτεί «μικρότερο σταμάτημα απ’ ό,τι με την τελεία και μεγαλύτερο απ’ ό,τι με το κόμμα», όπως έγραφε ο μακαρίτης ο Τριανταφυλλίδης στη Γραμματική του. Να μερικά πρόχειρα παραδείγματα: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος· ήταν θεριό ανήμερο», «Θέλω πολύ να με συνοδεύσεις· θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή για μένα», «Θεωρούσε ότι έπρεπε να γυρίσει σπίτι της· η επίσκεψη είχε κρατήσει πολύ», «Ο βασιλιάς χαίρει άκρας υγείας· μην ανησυχείτε», «Ας ακούσουμε και μιαν άλλη γνώμη· δεν χάνουμε τίποτε», «Βρίσκω ανόητες τις φάρσες· συχνά προκαλούν αμηχανία στους άλλους» κ.ο.κ.


Μεταξύ μας πάντως έχω την αίσθηση ότι ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγαν και τα… κομπιούτερ. Ολοι γνωρίζουν/ουμε ότι στα PC η άνω τελεία δεν «πέφτει» αυτομάτως πατώντας ένα πλήκτρο· πρέπει να τη «βρει» κανείς μέσω ειδικού προγράμματος, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να γνωρίζει πώς να την αναζητήσει. Ετσι ο/η μέσος/η – και όχι μόνο – χειριστής/ρια του κομπιούτερ είναι πολύ εύκολο γράφοντας να διολισθήσει, εν γνώσει του/της ή εν αγνοία του/της, στη λογική του «δεν βαριέσαι, καλή είναι και η τελεία». Και καθώς – και στη γλώσσα – το ένα κακό φέρνει το άλλο, άντε μετά ο απλός αναγνώστης, που θεωρεί πια την άνω τελεία κάτι το αξιοπερίεργο, το εξωτικό ή ακόμη και το λόγιο(!), να τη χρησιμοποιήσει στα κείμενα που θα χρειαστεί και ο ίδιος να γράψει κάποτε, αργά ή γρήγορα.


Σκέφτομαι πάντως καμιά φορά μήπως η τόσο σκληρή μοίρα που έχει επιφυλάξει η εποχή μας στην άνω τελεία συνδέεται και με την παλαιότερη ορολογία. Σύμφωνα με τη γραμματική με την οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές, μεταξύ των οποίων και η δική μου, η φράση που καταλήγει σε τελεία λέγεται περίοδος, ενώ η φράση που καταλήγει σε άνω τελεία λέγεται ημιπερίοδος ή… κώλον [περιόδου]. Λέτε η παρακμή της άνω τελείας να οφείλεται και σε λόγους… σεμνοτυφίας; ‘


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής, διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ) και έχει γράψει το βιβλίο «Μεταξύ Μαρξ και Γουτεμβέργιου: 30 χρόνια με μολύβι 4β και μοβ μαρκαδόρο» (Υποδομή, 1999).