Την ερχόμενη Παρασκευή κλείνει τα εξήντα του χρόνια ο Πέτερ Χάντκε, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και πρωτότυπους εκπροσώπους της ύστερης περιόδου της μοντέρνας ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Χαλκέντερος συγγραφέας, εμπαθής σχολιαστής των ηχηρών παφλασμών της επικαιρότητας, ανένδοτος λάτρης των πιο ταπεινών δειγμάτων της πραγματικότητας, πιστός στο λευκό κρασί τελευταίας σοδιάς και συστηματικός εκμαυλιστής ωραίων ηθοποιών, ο Χάντκε παραμένει σε όλες του τις εκφάνσεις ένας οργισμένος νέος. Από το 1966, όταν μόλις εικοσιτετράχρονος τολμούσε να πει καταπρόσωπο στους καλύτερους συγγραφείς της μεταπολεμικής Γερμανίας που είχαν συγκεντρωθεί στο Πρίνστον ότι είναι «ανίκανοι να περιγράψουν τον κόσμο», ως το 2002, όταν χαριτολογεί δημόσια γράφοντας ότι μετά την καταστροφή τόσων γιουγκοσλαβικών γεφυρών από τις νατοϊκές βόμβες βεβαίως και η εισαγγελέας Κάρλα ντελ Πόντε («Καρόλα του γεφυριού») ήταν εξ ονόματος η καταλληλότερη για να της εμπιστευθούν την καταδίκη των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία…


Το ουσιαστικότερο ωστόσο δημόσιο διάβημα του Χάντκε εφέτος ήταν η δημοσίευση του νέου του βιβλίου με τίτλο Οι χαμένες εικόνες ή Μέσα από τη Σιέρα δε Γκρέδος, ενός έργου-ποταμού που κυλά αργόσυρτα και κάποιες φορές βασανιστικά για τον αναγνώστη μέσα από τις 759 σελίδες του. Είναι ένα ανορθόδοξο μυθιστόρημα με υποτυπώδη υπόθεση και στοιχεία μανιφέστου εναντίον του τρέχοντος ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Σε μια περίοδο που η πεζογραφία τείνει όλο και περισσότερο να μιμηθεί το ρεπορτάζ, που νομίζει ότι βρήκε το μυστικό της επιτυχίας νοστιμίζοντας το πολύ πολύ με ολίγη μαγεία ή μαγγανεία το τετριμμένο κέλυφος της καθημερινότητας, ο Χάντκε ακολουθεί τον αντίθετο δρόμο, αυτόν της ποιητικής διείσδυσης σε μιαν άλλη, βαθύτερη, ναρκωμένη πραγματικότητα που μας καλεί να την ξυπνήσουμε, αλλά εμείς δεν την ακούμε. Με μια απεγνωσμένη αλλά μεγαλειώδη χειρονομία δονκιχωτικής πνοής αποκεφαλίζει τη λερναία ύδρα του ρεαλισμού και κατασκευάζει μια ουτοπική μυθιστορία που προσπαθεί να σημάνει το τέλος μιας εποχής και την έναρξη μιας καινούργιας.


Στο μυθιστόρημα Οι χαμένες εικόνες, το οποίο θα παρουσιάσουν του χρόνου στο ελληνικό κοινό οι εκδόσεις Εξάντας, μια όμορφη και πάμπλουτη γυναίκα, σημαίνον στέλεχος του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, εγκαταλείπει την έπαυλή της κάπου στη Βορειοδυτική Ευρώπη και φθάνει με το αεροπλάνο στο Βαγιαδολίδ της Ισπανίας. Από ‘κεί θα περάσει την οροσειρά Σιέρα δε Γκρέδος, τα αλλόκοτα βουνά της αλήθειας και του κινδύνου, για να φθάσει στη Μάντσα. Εκεί ζει ο συγγραφέας που έχει αναλάβει με συμβόλαιο να γράψει τη ζωή της σε βιβλίο, όχι την απαστράπτουσα καριέρα της αλλά όλα τα υπόλοιπα, τα πιο καίρια. Πέντε μεγάλους σταθμούς έχει η διάβαση των βουνών – η γυναίκα θα συναντήσει τελικά τον συγγραφέα της, αλλά το μυθιστόρημα θα τελειώσει εκεί. Τότε καταλαβαίνουμε ότι το βιβλίο για τη ζωή της έχει γραφεί ήδη· ήταν η περιγραφή του ταξιδιού που παρακολουθήσαμε. Μέσα από δάση που έχουν πληγεί από τρομερούς τυφώνες, μέσα από μυστηριώδεις πύργους με σμαλτωμένους τοίχους και πορτρέτα της Ιωάννας της Τρελής, μέσα από το «ξέφωτο του σκότους», τη φοβερή Χονδαρέδα, όπου ζουν απομονωμένοι άνθρωποι που έχασαν τις εσωτερικές εικόνες της συνείδησής τους και βρίσκονται σε ημιαγρία κατάσταση. Το έργο εκτυλίσσεται σε μια εποχή που υποθέτουμε ότι είναι λίγο μετά τη δική μας, αφού εμφανίζονται ολοκληρωμένες οι διαδικασίες που σήμερα βρίσκονται σε εξέλιξη: η αποξένωση των ανθρώπων σε παγερά προάστια μεγαλουπόλεων, ο εγκλωβισμός τους σε έναν περιχαρή και αστόχαστο καταναλωτισμό, η γενίκευση πολεμικών επεμβάσεων εν ονόματι της ειρήνης. Αυτές οι ενδείξεις της εποχής ωστόσο δεν οργανώνουν ένα συγκεκριμένο σύνολο, οι αρμοί του καιρού και του χώρου, αλλά και οι δεσμοί μεταξύ των ανθρώπων, είναι διαλυμένοι. Οι προϋποθέσεις της όποιας δράσης, οι τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί, παραδίδονται ηθελημένα στην αοριστία, ενώ οι χαρακτήρες προσεγγίζονται με την παρατήρηση της δράσης τους εκ των έξω και όχι με μια οργανωμένη ψυχολογική εμβάθυνση. Μέσα σε αυτή την αχλύ το μαγικό ραβδί του Χάντκε αναδεικνύει τον κόσμο σαν μια αλληλουχία εντυπωσιακών εικόνων, ποιητικών νεκρών φύσεων. Ενα φτερό στο καπέλο του περιπατητή, η υγρή και σκληρή μουσούδα ενός σκαντζόχοιρου που μας άγγιξε τρέχοντας να ξεφύγει, ένα χαρτονόμισμα σε ένα παιδικό χέρι, μια συστοιχία από ροδόδενδρα που σπαρταρούν στο φως, μια νυχτερίδα του διαπερνά τη φωταψία του αντικατοπτριζόμενου φεγγαριού είναι απλούστατα πράγματα. Για τον συγγραφέα είναι οι όνυχες για να συλλάβει και να δαμάσει τον μεγάλο λέοντα, την πραγματικότητα, που απλώνεται απέραντη έξω από τους φράχτες των αδόκητων καταναγκασμών και των βολικών συνηθειών.


«Το γράψιμο», σημείωνε ο νεαρός Χάντκε ήδη το 1967, «ίσως είναι μια προσπάθεια να κυριεύσεις τον κόσμο. Να συγκρατείς στα χέρια σου το υπάρχον, η παρουσία του οποίου έχει γίνει μέσα από την καθημερινή συναναστροφή αυτονόητη, ταυτόχρονα όμως να το οικειοποιείσαι μέσα από την παρατήρηση και τη γραφή, διατυπώνοντας σε μια γλώσσα που θα οξύνει την εγρήγορση, όλες τις οικείες, στομωμένες, καθημερινά επαναλαμβανόμενες διαδικασίες: αυτό σημαίνει ότι κατακτάς και πάλι τον μισοξεχασμένο κόσμο και τον αναζωογονείς». Ο ώριμος Χάντκε του 2002 εξακολουθεί να παραμένει πιστός σε αυτή τη μέθοδο μιας μοντέρνας επικής γραφής παραδίδοντάς μας με το έργο Οι χαμένες εικόνες ένα ακόμη εξονυχιστικό πρωτόκολλο παρατήρησης του κόσμου. Αυτή η κατάκτηση δεν τέρπει κατ’ ανάγκην τους πάντες. Η γερμανική κριτική έκανε λόγο για το «μεγάλο αντι-έργο της σημερινής λογοτεχνίας» ή για την «πιο θεαματική ζαριά του συγγραφέα ως σήμερα», αλλά και για «πλάνη του Χάντκε στα κατσάβραχα της Σιέρα δε Γκρέδος» ή για «αδιέξοδο ορεινό προσκύνημα». Τέτοιες αντικρουόμενες αντιδράσεις συνόδευαν ανέκαθεν τα περισσότερα βιβλία αυτού του συγγραφέα, ο οποίος εξακολουθεί να διχάζει κριτικούς και κοινό σε οπαδούς και αρνητές.


Αποσπάσματα


Παράξενο περπάτημα, γιατί τα δάση είχαν καταστραφεί πριν από μερικές εβδομάδες από έναν δεκεμβριάτικο τυφώνα, που παρόμοιό του δεν είχε γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν ούτε ακόμα κι αυτή η συνηθισμένη σε θύελλες βορειοδυτική περιοχή… Μαζί με τα ξεριζωμένα δέντρα είχαν βγει στην επιφάνεια υπό μορφή πυκνής μάζας και ρίζες με χώματα. Σχημάτιζαν σχεδόν ημισφαίρια ή και πυραμίδες από άμμο, λάσπη και πέτρες, αναποδογυρισμένες εγκάρσιες τομές, που από το κέντρο τους ξεπετάγονταν ακτινωτά οι παράπλευρες ρίζες και μπήγονταν στον αέρα με τις κομμένες και κολοβωμένες άκρες τους, ενώ το κέντρο σχηματιζόταν από ένα πολύ πιο παχύ κομμάτι ρίζωμα, κάτι σαν μάνα-ρίζα, που έτεινε προς τη μεριά του παρατηρητή. Τα δέντρα που είχε ξεριζώσει ο τυφώνας είχαν συμπαρασύρει και ανυψώσει στον αέρα χιλιάδες χιλιάδων τέτοια ημισφαίρια, πρώην ριζώματα. Πολλά δέντρα επίσης πέφτοντας, αντί να παρασύρουν και τον γείτονα, είχαν συγκρατηθεί απ’ αυτόν, τον πιο ρωμαλέο ή και νεότερο. Συχνά αυτοί οι ξεριζωμένοι γίγαντες κρέμονταν με τα φυλλώματά τους από τα κλαδιά του διπλανού που είχε μείνει όρθιος, κατά κανόνα μάλιστα από τα κλαδιά δύο τέτοιων διπλανών, στα δεξιά και στα αριστερά, κι έτσι έφερναν στον νου αναπότρεπτα την εικόνα ενός πεσμένου στα γόνατα πολεμιστή σε κάποια ομηρική – πάντως όχι σημερινή – μάχη. Ανέστια μετά την πτώση του δάσους είχαν μείνει τα σμάρια των αγριοπερίστερων: ακόμα και τώρα, εβδομάδες μετά τη νύχτα του τυφώνα, όλο και ξεκινούσαν το ίδιο φτεροκόπημα (έναν μοναδικό κροταλισμό από εκατοντάδες ζευγάρια φτερούγες) σε μια από τις λίγες κορφές δέντρων που είχαν απομείνει και έκαναν τη συνηθισμένη τους πτήση, τεταρτοκύκλιο ή ημικύκλιο, μέχρις εκεί που ήξεραν ότι ήταν ανέκαθεν η επόμενη φυλλωσιά – με τη διαφορά ότι αυτή δεν υπήρχε πια, κι έτσι κουνούσαν τα πόδια τους σαν κινούμενα σχέδια διαρκώς στο ίδιο σημείο μέσα στον αδειανό αέρα, και μετά συνέχιζαν την πτήση προς το μεθεπόμενο δέντρο-καταφύγιο – που όμως ούτε αυτό υπήρχε πια, και ούτω καθεξής, και ούτω καθεξής, συνεχώς κάθε μέρα.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.