Ο αυστριακός συγγραφέας, από τους πρώτους διανοουμένους που τάχθηκαν στο πλευρό της Γιουγκοσλαβίας, παρακολούθησε τη δίκη του Μιλόσεβιτς στο Διεθνές Δικαστήριο. Το ρεπορτάζ του δημοσιεύθηκε στις αρχές Οκτωβρίου σε 16 πυκνές σελίδες του ενθέτου της εφημερίδας «Suddeutsche Zeitung» με τον τίτλο «Ποιος θα μου βγάλει από το μυαλό αυτή την προκατάληψη;». Ποιες ήταν οι αντιδράσεις;


Μπορεί σήμερα ένας συγγραφέας να γίνει αποδεκτός ως υπεράνω υποψίας μάρτυρας των τεκταινομένων; Διαθέτει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης για να καταγράψει τα διαδραματιζόμενα στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο; Ο αυστριακός συγγραφέας Πέτερ Χάντκε αμφιβάλλει και είναι της γνώμης ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι ομότεχνοί του με τα όσα έπραξαν αλλά και τα όσα δεν έπραξαν υπονόμευσαν αυτή την αποδοχή. Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος εθεάθη τον Φεβρουάριο στην αίθουσα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης όπου συζητούνται τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Ηταν τα πρώτα εικοσιτετράωρα της δίκης εις βάρος του πρώην προέδρου της Σερβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Στη συνέχεια διέρρευσε ότι ο Χάντκε βρισκόταν στη Χάγη ως απεσταλμένος της εφημερίδας «Suddeutsche Zeitung» του Μονάχου και έκτοτε οι πάντες περίμεναν με ανυπομονησία τη δημοσίευση του ρεπορτάζ του.


Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Χάντκε στηλιτεύει τη μονομέρεια της δυτικής πολιτικής και δημοσιογραφίας έναντι της Σερβίας, στην οποία είχαν κατακυρώσει αμετάκλητα την ενοχή για την αιματηρή διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το ρεπορτάζ του Χάντκε δημοσιεύθηκε στις αρχές Οκτωβρίου σε 16 πυκνές σελίδες του ενθέτου της «Suddeutsche Zeitung» με τον τίτλο «Ποιος θα μου βγάλει από το μυαλό αυτή την προκατάληψη;». Δεν πρόκειται για πολιτική συνηγορία ή φιλιππικό ούτε συνιστά μια αντιπρόταση στη δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης. Ο συγγραφέας προσπαθεί να διεισδύσει στα πράγματα με τα δικά του μέσα, με έναν τρόπο που δεν είναι συμβατός με τους όρους της πολιτικής επιχειρηματολογίας. Το κείμενο αυτό είναι ένα διάβημα με τον τρόπο της ποίησης: καταδεικνύει την αναντιστοιχία ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον τρόπο με τον οποίο την προσλαμβάνουμε και την κατονομάζουμε. Αυτό υπήρξε ανέκαθεν το βαθύτερο κίνητρο του Χάντκε για να γράφει. Είναι, με άλλα λόγια, πολύ παλιότερο από την «πολιτική» του στράτευση.


Στο διάζωμα των δημοσιογράφων


Το δίλημμα του Χάντκε, ο οποίος παρακολουθεί τη δίκη από το διάζωμα των δημοσιογράφων, είναι αν πρέπει να κοιτάζει το συνολικό γίγνεσθαι, όπως αυτό φαίνεται μέσα από τη διαχωριστική τζαμαρία, ή να στρέψει την προσοχή του στην οθόνη που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το κεφάλι του και ανακατανέμει την πραγματικότητα με άλλα κριτήρια: ποιος καθορίζει αν και για πόση ώρα η οθόνη δείχνει σε γκρο πλαν τον δικαστή, τον κατηγορούμενο, τον μάρτυρα; Σιγά σιγά νιώθει ότι η οθόνη τον παρασύρει σε μια κινηματογραφική αναπαράσταση της δίκης, διαφορετική από την άμεση δική του αντίληψη από το διάζωμα. Μερικές στιγμές μάλιστα αισθάνεται την ανάγκη να βγάλει τα ακουστικά, μέσα από τα οποία τον διαπερνά η αγγλική ή η γαλλική διερμηνεία, όπως η μεταγλώττιση σε ένα ξένο φιλμ, και να αφεθεί στα σερβοκροατικά του κατηγορουμένου. Η παρατηρητικότητα του Χάντκε, όπως φαίνεται τώρα στο ρεπορτάζ, επικεντρώνεται κυρίως σε λεπτομέρειες που του δίνουν τη δυνατότητα μιας άλλης, ίσως γνησιότερης, προσέγγισης της πραγματικότητας.


«Πότε θα μπω επιτέλους καταμεσής στα γεγονότα;» αναρωτιέται υποπτευόμενος την προσδοκία του αναγνώστη και απαντά: «Θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να αρχίσω ένα πολύ μακρόσυρτο τροπάριο (σ.σ: για τις ευθύνες των μεν και των δε) που θα κατέληγε απλώς και μόνο σε έναν συμψηφισμό. Αυτό είναι δουλειά άλλων». Ο Χάντκε προτιμά να ενοχλείται από την αναίδεια των ποδηλατών στη Χάγη που τον διώχνουν με επίμονα κουδουνίσματα από το πεζοδρόμιο και σκέφτεται ότι ίσως ένα κελί στο Βασιλικό Σωφρονιστικό Κατάστημα του Σεβενίνγκεν να είναι το καλύτερο καταφύγιο. Βλέπει τις προσωπογραφίες των δικαστικών στο κλιμακοστάσιο του σεβαστού δικαστηρίου και του έρχονται στον νου οι σημερινές τηλεοπτικές σειρές που, σε αντίθεση με τα αστυνομικά μυθιστορήματα του παρελθόντος (Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ), δεν ηρωοποιούν τόσο τον πολυμήχανο αστυνομικό όσο τον άτεγκτο εισαγγελέα. Και λυπάται το ταπεινό χορτάρι που δεν καταφέρνει ούτε να ξεμυτίσει από τον πολύχρωμο ασφυκτικό θόλο που σχηματίζουν από πάνω του οι φιλάρεσκοι, ολάνθιστοι κρόκοι δίπλα στις γραμμές του τραμ. Πόσες αλήθειες να είναι άραγε καταχωνιασμένες κάτω από τις λαμπερές βεβαιότητές μας;


Ο μύθος του αυτοκράτορα


Ο ίδιος ο κατηγορούμενος εμφανίζεται στο κείμενο του Χάντκε ελάχιστα: όταν π.χ. διαβάζει το ένα μετά το άλλο τα ατελείωτα ονόματα των θυμάτων των νατοϊκών βομβαρδισμών ή όταν καλεί τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα να πει την αλήθεια και αυτός χαμογελά αμήχανα και κοιτάζει το έδαφος ή όταν η ακροαματική διαδικασία τελειώνει και η κανάτα με το νερό παραμένει σχεδόν ανέγγιχτη από το πρωί μπροστά στον «σφαγέα των Βαλκανίων». Ο Μιλόσεβιτς τού θυμίζει περισσότερο τον γερμανικό μύθο για τον αυτοκράτορα που είναι μαρμαρωμένος στη ρίζα του βουνού και θα ξυπνήσει ύστερα από αιώνες για να αποκαταστήσει την αίγλη που του στέρησαν οι σφετεριστές – με τη διαφορά βεβαίως ότι ο έγκλειστος της Χάγης μάλλον δεν πρόκειται να βγει ποτέ πια έξω. Υπονομεύει ωστόσο διαρκώς την έννοια του κατηγορουμένου θυμίζοντας τη φράση από τη Δίκη του Φραντς Κάφκα ότι «όλοι οι κατηγορούμενοι είναι ωραίοι». ‘Η ανατρέχοντας στην ατμόσφαιρα των νεανικών του χρόνων, τότε που σπούδαζε Νομικά στο Γκρατς, τότε που κάθε κατηγορούμενος αντιμετωπιζόταν από το κοινό με μιαν εντελώς άλλη προδιάθεση απ’ ό,τι σήμερα, περισσότερο με την αίσθηση ότι είναι αθώος.


Παράλληλα ο Χάντκε υπονομεύει το κύρος του Δικαστηρίου της Χάγης. Μας λέει, π.χ., ότι η μόνη αλλαγή στο προάστιο της Χάγης Σεβενίνγκεν από το 1998 – οπότε είχε παρακολουθήσει για πρώτη φορά εκεί τις εργασίες του δικαστηρίου – είναι πως κοντά στο δικαστικό μέγαρο ξεφύτρωσε η πρεσβεία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης… Το 1998 στη Χάγη εκδικάστηκαν τα εγκλήματα εις βάρος σέρβων εγκλείστων στο στρατόπεδο Τσελέμπιτσι της Βοσνίας. Τότε ο πρόεδρος του δικαστηρίου κράτησε όρθιο καθ’ όλη τη διάρκεια της κατάθεσης έναν σέρβο μάρτυρα, παρ’ ότι κούτσαινε. Την επομένη όμως που εκδικαζόταν η υπόθεση ενός κροάτη στρατηγού για εγκλήματα εις βάρος μουσουλμάνων ο ίδιος πρόεδρος υποδέχθηκε τον κατηγορούμενο με τα λόγια: «Είστε καλά, στρατηγέ;». Και ενώ οι σέρβοι μάρτυρες το 1998 έμεναν σε έναν φτωχικό ξενώνα που μύριζε κλεισούρα, οι αλβανοί μάρτυρες κατά του Μιλόσεβιτς εγκαταστάθηκαν το 2002 σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο. «Αδιανόητο βεβαίως να ευνοεί το μέγα δικαστήριο τους αλβανούς μάρτυρες. Να έχουν λοιπόν αυξηθεί τόσο πολύ στο διάστημα που μεσολάβησε οι πόροι του;».


Η αναπαραγωγή των κατηγορητηρίων


Και οι μάρτυρες; Ο Χάντκε αποφεύγει την αναπαραγωγή των κατηγορητηρίων, που τα βρίσκει πανομοιότυπα, είτε εκφέρονται από παθόντες Σέρβους είτε από Αλβανούς. Και εδώ προσπαθεί από φαινομενικά δευτερεύοντα στοιχεία να φθάσει στο ουσιαστικό. Από τη δίκη για τα εγκλήματα στο Τσελέμπιτσι θυμάται τον κουτσό σέρβο δασονόμο όχι μέσα στο δικαστήριο αλλά στην τραπεζαρία του ξενώνα όπου έπαιρνε πρωινό. Από τα βασανιστήρια είχε χάσει την αίσθηση του προσανατολισμού και όποτε σηκωνόταν για να πάει στον μπουφέ έχανε τον δρόμο και εξαφανιζόταν πρώτα στον διάδρομο προτού επιστρέψει στο τραπέζι του. Αναφέρεται επίσης στην κατάθεση ενός νεαρού Αλβανού από το Ράτσακ κατά του Μιλόσεβιτς παρατηρώντας μόνο την τάση του μάρτυρα να ξεφεύγει διαρκώς από το θέμα και να πλατειάζει για άσχετες λεπτομέρειες, ας πούμε για την καινούργια βρύση του χωριού, σαν σε μια ακατάσχετη προσπάθεια να καλύψει ένα ανομολόγητο κενό, σε σημείο που ο δικαστής να τον ανακαλεί συνεχώς στην τάξη. Ο Χάντκε περιεργάζεται τον νεαρό Αλβανό από το Κοσσυφοπέδιο και μετά την κατάθεση επειδή μένει στο ίδιο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με εκείνον. Ο μάρτυρας λάμπει από ικανοποίηση ανάμεσα στους φίλους του, οι οποίοι τον κοιτούν σαν να πέρασε μια δύσκολη εξέταση.


Στην ίδια παρέα ανήκει και ένας γέρος Αλβανός με παρουσιαστικό χωριάτη, ο οποίος δίνει εκ πρώτης όψεως την εντύπωση ενός σημαντικού μάρτυρα. Κάθε τόσο όμως αφήνει τους νέους, οι οποίοι συζητούν ακατάπαυστα και καπνίζουν, και κάνει μόνος του βόλτες στην αμμουδιά. Τότε βλέπει κανείς ότι κουτσαίνει και ότι το σακάκι του ανασηκώνεται λίγο από πίσω, όχι από κάποιο όπλο κρυμμένο στην τσέπη του αλλά μάλλον από το ακονιστήρι που έχουν πάντα μαζί οι θεριστές για τα δρεπάνια τους. Είναι παράξενο, αλλά ο γέρος δεν λέει κουβέντα στην παρέα, δεν χαμογελά ούτε μια στιγμή, δεν κάνει τον παραμικρό μορφασμό. Σαν να τον ενοχλούν τα παιδαρέλια με τους κομπασμούς τους. Η σιωπή αυτού του γέρου, που δεν προσκαλείται τελικά από το υψηλό δικαστήριο, γίνεται για τον Πέτερ Χάντκε η πραγματική ίσως και κρυμμένη φωνή του αλβανικού στοιχείου της περιοχής. Και το σχόλιό της στα πολύβουα τεκταινόμενα μιας άλλης γενιάς που προτίμησε έναν διαφορετικό δρόμο απ’ ό,τι η δική του.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.