Πέρυσι τέτοιες μέρες δεκάδες συγγραφείς μας έπαιρναν την άγουσα για τη Φραγκφούρτη, όπου η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου, και μαζί τους εμφανιζόταν για λίγες μέρες στο προσκήνιο της ξένης αγοράς η μικρή λογοτεχνία μιας μικρής γλώσσας. Η αγορά είναι αδυσώπητη, αλλά όχι και παμφάγος, κρίνει εν μέρει την επιτυχία ενός βιβλίου, αλλά καταναλώνει τον έναν ή τον άλλο συγγραφέα επί τη βάσει πολύπλοκων και, το χειρότερο, περιστασιακά μεταβαλλόμενων κριτηρίων. Εναν χρόνο μετά ήρθε η ώρα του απολογισμού και ο απολογισμός αυτός ποικίλλει, ανάλογα με το μέγεθος που εξετάζουμε. Η γερμανική κριτική ασχολήθηκε με τα ελληνικά βιβλία που μεταφράστηκαν πέρυσι, και μάλιστα επί μακρόν, από τον Ιούνιο του 2001 ως τον Ιούνιο του 2002. Κάποια βιβλία χαρακτηρίστηκαν ευχάριστες εκπλήξεις, πολλά θεωρήθηκαν αξιανάγνωστα, άλλα μετριότερα. Η περσινή Εκθεση Βιβλίου ωστόσο δεν ανέδειξε στον γερμανόφωνο χώρο έναν πραγματικά μεγάλο συγγραφέα, η θεαματική επιτυχία του οποίου θα συμπαρέσυρε και άλλους και θα διευκόλυνε τη μελλοντική παρουσία της ελληνικής λογοτεχνίας στην αγορά.


Μάρκαρης και Στάικος: σασπένς στην κουζίνα


Σε επίπεδο πωλήσεων αδιαφιλονίκητος πρωταθλητής παραμένει ο Πέτρος Μάρκαρης, το Νυχτερινό Δελτίο του οποίου έχει πουλήσει μέχρι στιγμής (μεταφράστηκε στα γερμανικά το 2000) μαζί με την έκδοση τσέπης 50.000 αντίτυπα, ενώ το Αμυνα Ζώνης έφθασε κιόλας τα 14.000 αντίτυπα. Ο εκδοτικός οίκος Diogenes της Ζυρίχης είναι περιχαρής, ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και το Αμυνα Ζώνης σε έκδοση τσέπης και αναμένει διακαώς την ολοκλήρωση του τρίτου βιβλίου του συγγραφέα. Ο Κώστας Χαρίτος τέρπει πλέον ακάθεκτος τις γερμανόφωνες χώρες, αλλά ο επινοητής του Πέτρος Μάρκαρης δεν μπορεί να συμπαρασύρει άλλους έλληνες συγγραφείς της μη ψυχαγωγικής λογοτεχνίας και η λαμπρή του επιτυχία προβλέπεται να είναι μονήρης. Είναι ενδεικτικό ότι στο ειδικό ένθετό της για τη Φραγκφούρτη 2001 η μεγάλη εφημερίδα «Die Zeit» συζήτησε ευνοϊκά το καινούργιο τότε Αμυνα Ζώνης στις σελίδες για την αστυνομική λογοτεχνία, μακριά από τον χώρο που είχε διαθέσει στους συγγραφείς της τιμώμενης χώρας. Εκτός αυτού του χώρου έδωσε τη μάχη και την κέρδισε και ο Ανδρέας Στάικος με τις Επικίνδυνες Μαγειρικές (εκδόσεις Eichborn) που τον αναδεικνύουν μέχρι στιγμής δεύτερο στις πωλήσεις, με 12.000 αντίτυπα. Το βιβλίο του Στάικου, μια πρωτότυπη σύνθεση ερωτικής περιπέτειας και ελληνικών συνταγών, δεν φιλοξενήθηκε τόσο στα λογοτεχνικά σαλόνια των μεγάλων εφημερίδων όσο θριάμβευσε στις σελίδες των τοπικών εφημερίδων, σε γυναικεία και γαστριμαργικά περιοδικά και σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε χώρους δηλαδή επιρρεπέστερους στις ηδονές του ουρανίσκου και της κλειτορίδος. Και τους προσέφερε με τρόπο ανάλαφρο και τα δύο.


Η μεγάλη Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη


Υπάρχουν ωστόσο και άλλοι τρεις οίκοι που αν δεν κορέστηκαν, πάντως γουργουρίζουν ευχαριστημένοι με τις πωλήσεις των δικών τους Ελλήνων. Ο οίκος Suhrkamp προώθησε στην αγορά το Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη ήδη τον Μάιο του 2001, σχεδόν αστραπιαία δημοσιεύθηκαν κολακευτικές βιβλιοκρισίες στη «Frankfurter Allgemeine Zeitung» («FAZ») και στη «Neue Zurcher Zeitung» («ΝΖΖ»), το βιβλίο άγγιξε ως σήμερα το μαγικό πλαφόν των 10.000 αντιτύπων και ως τον ερχόμενο Μάιο θα έχει κυκλοφορήσει και σε έκδοση τσέπης. Η Γκεζίνε Ντάμελ, υπεύθυνη του ελληνικού προγράμματος του Suhrkamp, πιστεύει ότι «η επιτυχία του βιβλίου της Καρυστιάνη οφείλεται στα πολλά του επίπεδα που το κάνουν προσιτό σε ένα ευρύτερο κοινό. Μπορεί να διαβαστεί ως ερωτική ιστορία, ναυτική περιπέτεια, αλλά και μυθιστόρημα εποχής». Πιστός στην παράδοσή του να υποστηρίζει όχι μεμονωμένα βιβλία αλλά συγκεκριμένους συγγραφείς, ο Suhrkamp θα κυκλοφορήσει του χρόνου στα γερμανικά και το δεύτερο βιβλίο της Καρυστιάνη Κουστούμι στο χώμα.


Οι καρποφόρες νεραντζιές της Σωτηροπούλου


Το ίδιο μαγικό για πρωτοεμφανιζόμενο, ξένο συγγραφέα πλαφόν άγγιξε στο μεταξύ και το βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές που προκάλεσε διαφορετικές αντιδράσεις μεταξύ των κριτικών. Η «FAZ» το αντιμετώπισε στυφά ως «κάπως περιπαικτικό, κάπως συναισθηματικό αποχαιρετισμό σε μια νωθρή γενιά», ενώ η «Frankfurter Rundschau» («FR») το πρότεινε ως «μυθιστόρημα που αφήνει μια διαρκή αίσθηση, που το ξαναδιαβάζει κανείς ευχάριστα και γίνεται κάθε φορά πλουσιότερος». Ο οίκος Deutscher Taschenbuch Verlag (DTV) όμως δεν θα συνεχίσει με την ελληνική λογοτεχνία, του αρκούν αυτές οι λίγες καρποφόρες νεραντζιές και η ικανοποίηση ότι ανταποκρίθηκε και πέρυσι στην ανάγκη του κοινού να αγοράσει κάποιο βιβλίο από την τιμώμενη χώρα στη Φραγκφούρτη.


Ο καλός σκύλος του Παύλου Μάτεσι


Οι εκδοτικές επιτυχίες ολοκληρώνονται με το Η μητέρα του σκύλου του Παύλου Μάτεσι που αυτές τις μέρες άγγιξε τα 7.000 αντίτυπα και ο οίκος Hanser προβληματίζεται τώρα με ποιο βιβλίο του συγγραφέα θα συνεχίσει, έτσι ώστε να μην απογοητευθούν οι μεγάλες προσδοκίες που προκάλεσε το πρώτο. Οντως οι βιβλιοκρισίες για τον Μάτεσι συμφωνούν ότι πρόκειται για εξαιρετικό συγγραφέα, πέρα από τις απλές ετικέτες του καλού, ανεκτού η κακού. Η «Welt» πρώτη συμπεριέλαβε το βιβλίο στα αριστουργήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας, η «FAZ» επισήμανε τις εκλεκτικές συγγένειές του με το ισπανικό πικαρέσκ μυθιστόρημα και συγγραφείς όπως ο Καμίλο Χοσέ Θέλα, η «FR» εξήρε τη θαυμάσια ισορροπία του ανάμεσα στο λαϊκό παραμύθι και στην αμείλικτη πραγματικότητα, η «Suddeutsche Zeitung» («SZ») ανακάλυψε στο βιβλίο εικόνες μπεκετικής δύναμης, ενώ η «ΝΖΖ» σημείωσε: «Από τον Μάτεσι μαθαίνουμε ότι η ελληνική πεζογραφία έχει πετάξει από καιρό τις παντόφλες του ρεαλισμού και στα βασικά ζητήματα της φόρμας έχει συνδεθεί πια με τη μοντέρνα ευρωπαϊκή λογοτεχνία».


Η πραγματικότητα, οι προσδοκίες, οι προοπτικές


Με εξαίρεση τα βιβλία αυτών των πέντε συγγραφέων, η γενική εκτίμηση του εκδοτικού κλάδου είναι ότι οι ελληνικοί τίτλοι που εκδόθηκαν πέρυσι στα γερμανικά δεν είχαν ιδιαίτερη τύχη. Πολλά βιβλία έχουν καθηλωθεί στην πρώτη τους έκδοση και μόλις αγγίζουν τα 4.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ πασά της Ρέας Γαλανάκη (Suhrkamp) για παράδειγμα, έστω και αν η «FAZ» εντυπωσιάστηκε από τον «θαυμάσιο τρόπο, με τον οποίο η συγγραφέας δίνει φωνή στην ανατολίτικη πλευρά της ελληνικής ψυχής», ενώ η «FR» εξήρε την ποιητική δύναμη της πρόζας της. Το ίδιο καθηλωμένη εμφανίζεται και η Σώτη Τριανταφύλλου με το Ο υπόγειος ουρανός (Hanser). Ενώ οι βιβλιοκρισίες δεν ήταν αποθαρρυντικές, η λέκτωρ του οίκου Hanser Τατιάνα Μιχαέλις συμπεραίνει ότι το γερμανικό κοινό «δεν κόπτεται να διαβάσει ένα βιβλίο για τον έρωτα δύο νέων στην Αμερική από ελληνική γραφίδα». Επειδή όμως ο οίκος έχει ούτως ή άλλως αγοράσει και τα δικαιώματα του βιβλίου της Τριανταφύλλου Το εργοστάσιο των μολυβιών, θα το εκδώσει μάλλον του χρόνου. Απόδειξη πάντως ότι οι αρνητικές κριτικές δεν καταποντίζουν νομοτελειακά ένα βιβλίο είναι και το γεγονός ότι στα ίδια αγοραστικά επίπεδα κινείται αυτή τη στιγμή και το βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου Οσες φορές αντέξεις που εξέδωσε ο οίκος Rotbuch, ένα «βαρυφορτωμένο μυθιστόρημα» κατά την «FR», ένα «παράξενο καφκικό κόμικς» σύμφωνα με τον κριτικό της «Zeit».


Στοπ στην ελληνική λογοτεχνία λέει κατ’ αρχήν ο οίκος Piper του Μονάχου, επειδή αυτό το ελάχιστο των 4.000 αντιτύπων δεν ξεπέρασαν ούτε το Η αναζήτηση του Νίκου Θέμελη ούτε το Ο χορός των ρόδων του Αντώνη Σουρούνη. Μπορεί το βιβλίο του Σουρούνη να βρήκε τη θερμή συνηγορία της «FAZ», αλλά η επικεφαλής των λεκτόρων του οίκου Τάνια Γκραφ υποθέτει ότι «το γερμανικό κοινό δεν περιμένει να διαβάσει από έναν έλληνα συγγραφέα ιστορίες τζόγου που διαδραματίζονται στη Φραγκφούρτη. Δυστυχώς στην περίπτωση της Ελλάδας λειτουργούν τα στερεότυπα. Και σύμφωνα με το στερεότυπο η Ελλάδα έχει τζιτζίκια και λιόδεντρα, όχι όμως και λογοτεχνία». Παρ’ όλα αυτά στον Θέμελη θα δοθεί μία ακόμη ευκαιρία και το βιβλίο του θα κυκλοφορήσει σε έκδοση τσέπης. Λόγω μη επιτεύξεως του ίδιου ελαχίστου σταματούν κατ’ αρχήν την ανακάλυψη της ελληνικής λογοτεχνίας ο οίκος Berlin Verlag που εξέδωσε το Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια του Αλέξη Πανσέληνου και ο DuMont που εξέδωσε με μεγάλη φροντίδα και πολυτέλεια το Ερωτικόν του Γιώργη Γιατρομανωλάκη. Ο Πανσέληνος δεν είχε κανακέματα από την κριτική, ο δε Γιατρομανωλάκης επιφύλασσε ένα πυροτέχνημα στον οίκο του. Το Ερωτικόν πούλησε 4.000 αντίτυπα τις πρώτες εβδομάδες μετά την έκθεση της Φραγκφούρτης, ο DuMont προχώρησε αμέσως σε δεύτερη έκδοση, αλλά η ζήτηση κόπηκε έκτοτε με το μαχαίρι.


Το μισό του ελαχίστου εξασφάλισαν στην αγορά δύο βιβλία, τα οποία κατά τα άλλα εκτιμήθηκαν ανεπιφύλακτα από την κριτική. Το Ο ωραίος λοχαγός του Μένη Κουμανταρέα έπεισε ως σπουδή των αυταρχικών δομών που οδηγούν στη δικτατορία, θύμισε από τη μία την ατμοσφαιρική ένταση του Κάφκα («FR») και από την άλλη το πνεύμα της νουβέλας Μίχαελ Κόλχαας του Χάινριχ φον Κλάιστ («FAZ»). Η βραδυπορία του στην αγορά όμως αποτρέπει τον οίκο Frankfurter Verlagsanstalt από τη μετάφραση και του τελευταίου βιβλίου του συγγραφέα Δυο φορές Ελληνας, αν και είναι ενήμερος για την επιτυχία του στην Ελλάδα. Στο μισό του ελαχίστου βρίσκεται και το Κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου (εκδόσεις Kunstmann), αυτό το «παλιό, αλλά υπερσύγχρονο πεζό» («Die Zeit») που «παρά τη στρυφνότητά του, αποζημιώνει όποιον φθάσει ως το τέλος και δεν ξεχνιέται» (περιοδικό «Literaturen»). Η λέκτωρ του οίκου Σουζάνε Εβερσμαν θυμάται ότι «στη δεκαετία του ’70 ο Ιταλο Καλβίνο πουλούσε στη Γερμανία 600-700 αντίτυπα. Μόνο η διεθνής επιτυχία τού Ουμπέρτο Εκο προκάλεσε ένα ευρύτερο ενδιαφέρον για την ιταλική λογοτεχνία που ανέσυρε από την αφάνεια και άλλους συγγραφείς. Η ελληνική λογοτεχνία όμως δεν έχει αναδείξει ακόμη έναν τέτοιο διεθνώς επιτυχημένο συγγραφέα». Ως τον Ελληνα Εκο χαρακτήρισε ένα τμήμα της ελληνικής κριτικής τον Δημοσθένη Κούρτοβικ μετά την κυκλοφορία του συναρπαστικού του μυθιστορήματος Η νοσταλγία των δράκων. Στη Γερμανία δυστυχώς η μετάφραση του έργου του σκάλωσε στις οικονομικές δυσκολίες του μικρού οίκου Dielmann, εκδόθηκε αλλά δεν κυκλοφόρησε και τελικά ξεκινά τώρα την περιπέτειά του ως βιβλίο τσέπης από τις εκδόσεις Reclam.


Η καχεκτική παρουσία των περισσότερων ελληνικών βιβλίων στη γερμανική αγορά δεν σημαίνει καθόλου ότι οι συγγραφείς μας έδωσαν εξετάσεις και δεν προβιβάστηκαν. Σημαίνει αυτό που επισήμαιναν οι φρόνιμοι ήδη εν όψει της Φραγκφούρτης 2001: ότι χρειάζεται διαρκής και επίμονη δουλειά πολλών χρόνων για την κατάκτηση έστω και ενός μικρού τμήματος της τεράστιας γερμανόφωνης αγοράς. Οι περσινές τιμές προς την Ελλάδα δεν μπορούσαν παρά να είναι ένα πρώτο, δειλό βήμα. Στην κατακλείδα του απολογισμού μας δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη δίκαιη αναφορά στους μεταφραστές που ανέλαβαν τη μεταφορά όλων αυτών των βιβλίων στα γερμανικά, μια αναφορά που γίνεται εξάλλου εδώ κι εκεί και στις βιβλιοκρισίες. Στην περίπτωση της Μαρίας Πέτερσεν μάλιστα και οι έξι μεγάλες κριτικές για το βιβλίο του Νίκου Καββαδία Βάρδια (εκδόσεις Alexander Fest) επισημαίνουν την εξαιρετική ποιότητα του μεταφραστικού της μόχθου. Αναμφίβολα ωστόσο ο μεγαλύτερος για μεταφραστή έπαινος δόθηκε στον ήδη βραβευμένο Νόρμπερτ Χάουζερ για την απόδοση του Ερωτικού του Γιώργη Γιατρομανωλάκη με την αξιοποίηση γλωσσικών στοιχείων από το γερμανικό μπαρόκ. Ο κριτικός της «SZ» θεωρεί τη μετάφραση σημαντικότερη από το πρωτότυπο!


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος στην Deutsche Welle.