Θρυλείται ότι η Γκαμιανί είναι το αποτέλεσμα ενός στοιχήματος που έβαλε ο Ντε Μυσέ με τους φίλους του σε ένα καφενείο στο Παρίσι, ένα καφενείο της μόδας. Ο Ιζμάν αναφέρεται στο γεγονός: «Είναι γνωστό σε όλους» λέει «ότι ο Ντε Μυσέ, ενώ ένα βράδυ δειπνούσε με ευχάριστη συντροφιά, στοιχημάτισε – την ώρα που άστραφταν οι κρυστάλλινοι δακτύλιοι των κηροπηγίων – αποφεύγοντας κάθε ωμή ή ερωτική έκφραση ότι θα μπορούσε να γράψει, σε αντίθεση με τους Αρχαίους, το βιβλίο όπως θα ονειρευόταν κανείς το ιδανικό βιβλίο του είδους!».


Το στοίχημα κερδήθηκε. Ετσι γράφτηκε το πιο αστραφτερό και το πιο περιζήτητο βιβλίο του 18ου αιώνα, το βιβλίο που διαβαζόταν κρυφά, που χαρακτηριζόταν αριστούργημα του είδους, το οποίο επιτέλους ξαναζεί στα ελληνικά χάρη στις εκδόσεις Αγρα. Ο Μποντλέρ, γνώστης του λογοτεχνικού αυτού είδους, θαύμαζε απεριόριστα το κείμενο, βίαιο και λεπτεπίλεπτο ταυτόχρονα. Πράγματι κανένα ερωτογράφημα, ούτε το Ο θυρωρός της μονής των αναχωρητών ούτε το Η μοναχή του Ντιντερό, ούτε ακόμη το Ιουστίνη και Ιουλιέτα του Μαρκήσιου ντε Σαντ, μέσα στη διαστροφή τους, δεν εμφορείται από παρόμοια χάρη και λεπτότητα. Το κείμενο κυλά απρόσκοπτα, δεν βαραίνει ούτε για μια στιγμή, σε αντίθεση με τα, συχνά πληκτικά, κείμενα του θείου Μαρκήσιου. Η μαγεία του Ντε Μυσέ και η μαγεία του Στάικου – η πρώτη να επινοεί και η δεύτερη να αναβιώνει την ακρίβεια μιας γλώσσας που ούτε για μια στιγμή δεν ξεπέφτει στη χυδαιότητα, ούτε για μια στιγμή δεν παραδίδεται στην ωμή και βρώμικη ονομασία των πραγμάτων. Πού; Σε ένα κείμενο όπου περιγράφονται οι πιο αφόρητες και διεστραμμένες παραβάσεις, οι πιο κολασμένες απολαύσεις, οι πιο σκανδαλώδεις περιπτύξεις.


Η Γκαμιανί, η ακόρεστη κόμισσα, είναι μια πραγματική σεξουαλική καταβόθρα. Μυείται στην ερωτική διαφθορά από μια θεία της, η οποία την παραδίδει σε μια ομάδα ασύστολων μοναχών. Δραπετεύει, βρίσκεται υπό την προστασία της ηγουμένης κάποιου μοναστηριού, την οποία παλαιότερα είχε μυήσει ένας πίθηκος. Η μαθήτρια Γκαμιανί όμως ξεπερνά κατά πολύ και συντομότατα τις επιδόσεις της δασκάλας της. Της χρειάζεται κάτι περισσότερο από το να ικανοποιεί τη φλόγα της. Της χρειάζεται ένας γάιδαρος, ένα ολόκληρο μοναστήρι τριβάδων καλογραιών σε παροξυσμό, τρεις άνδρες ταυτοχρόνως. Η ασίγαστη και ακόρεστη φύση της δεν ικανοποιείται από τίποτα. Οι σκηνές είναι ακραίες. Τις επιζητούσε και η εποχή. Ο ρομαντισμός του τέλους του 19ου αιώνα τις τολμά και τις επικυρώνει. Το μείγμα της ελαφράς αποκοτιάς και της ωμότητας ικανοποιούσε πραγματικά ένα κοινό ρομαντικών δανδήδων και λιμπερτίνων, εξήπτε την αχαλίνωτη φαντασία και τις φαντασιώσεις τους, συνέδεε το παρόν, έπειτα από μισό αιώνα επαναστάσεων και αναταραχών, με τις πιο σκοτεινές και ταραχώδεις στιγμές του κινήματος των λιμπερτίνων της εποχής του Διαφωτισμού.


Επανερχόμαστε στην Γκαμιανί. Πόρνη εκ πεποιθήσεως και για την προσωπική της απόλαυση, η ακόρεστη κόμισσα αναλαμβάνει τη διαφθορά της νεαρότατης και αθώας Φανύ, την οποία ένας ώριμος άνδρας επιχειρεί να την αποσπάσει από τα νύχια της. Θα το κατορθώσει στο τέλος της πρώτης από τις Δύο νύχτες παραφοράς. Αλλά κατά τη διάρκεια της δεύτερης νύχτας η Φανύ θα ξαναβυθιστεί στην κόλαση, θα σκλαβωθεί πάλι, ψυχή τε και σώματι, από την Γκαμιανί.


Η κόμισσα θα μοιραστεί με τη Φανύ την ύψιστη απόλαυση. Θα σταλάξει στο μισάνοιχτο από την ηδονή στόμα της Φανύ ένα ελιξίριο που πριν από λίγες στιγμές έχει δοκιμάσει και η ίδια. Ελιξίριο της ζωής που αποδεικνύεται δηλητήριο το οποίο εξοντώνει τις δύο γυναίκες. Οι δύο ερωμένες κεραυνοβολούνται εν πλήρει οργασμώ. Η Φανύ πεθαίνει πρώτη. Η Γκαμιανί, πιο ανθεκτική, επιβιώνει ακόμη μερικές στιγμές, όσο της χρειάζεται για να γευθεί τον θρίαμβό της… Κατά τον επιθανάτιο σπασμό της που εκφράζει την ηδονή και τον πόνο ξεσπά στον αντίζηλό της που παρακολουθούσε τη σκηνή κρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα και απευθύνει την ομολογία της τραγικής αναζήτησής της: «Κατάλαβέ το, ηλίθιε!» του λέει. «Μου απέμενε μόνο να μάθω αν, μέσα στο μαρτύριο του δηλητηρίου, μέσα στην επιθανάτια αγωνία μιας γυναίκας που συγχέεται με τη δική μου αγωνία, αν μπορούσε να υπάρξει αισθησιασμός! Είναι τρομαχτικό! Ακούς; Πεθαίνω από τη λύσσα της ηδονής, από τη λύσσα του πόνου! Χάνομαι..! Αχ..!». Με τούτη την παρατεταμένη κραυγή από τα έγκατα του στήθους η φριχτή Αρπυια πέφτει νεκρή πάνω στο πτώμα του κοριτσιού.


Περίπτυξη θανάτου. Αγωνία φρικτή και θεσπέσια. Ηδονή του θανάτου, ηδονή που δολοφονεί. Αυτή είναι η επίμονη επωδός του έργου, το κλειδί που ανοίγει το σύμπαν του Ντε Μυσέ. Ο συγγραφέας της Εξομολόγησης ενός παιδιού του αιώνα, του Λορεντζάτσιο, του Δεν παίζουν με τον έρωτα μαγεύεται πάντα από τα παιχνίδια του έρωτα και του θανάτου. Παίζει με τον θάνατο, τον προκαλεί, κερδίζοντας ή χάνοντας. Διακατέχεται από την ιδέα των μικρών και καθημερινών θανάτων, προοίμιο του μεγάλου, οριστικού θανάτου. Συμπερασματικά, μια πρόγευση αισθητή της Κόλασης όπου οι καταδικασμένοι παραδίδονται στην πυρά χωρίς να πεθαίνουν. Αιώνια δίψα για τον αδύνατο θάνατο, τιμωρία των καταραμένων.


Ποια είναι η Γκαμιανί; Το είδωλο του ανδρογύνου Ντε Μυσέ; Η Γκαμιανί είναι νεκρή. Σκοτώνεται με τα ίδια της τα χέρια. Ο Ντε Μυσέ θα μείνει μόνος με την οδύνη από τις παρορμήσεις του για τον θάνατο. Ο Ντεβεριά, ο επιστήθιος φίλος και σύντροφος του Ντε Μυσέ στις κραιπάλες, τον οποίο ο ίδιος είχε περιγράψει στις Ιστορίες από την Ισπανία και την Ιταλία, ήταν ο εικονογράφος της πρώτης έκδοσης του βιβλίου. Την ίδια εικονογράφηση ξαναβρίσκουμε στην ελληνική έκδοση χάρη στη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου. Τα άνθη της σάρκας αναδύονται από μεταξένια υφάσματα και τάπητες. Λεπτοφυής χάρη του σχεδίου. Επίτευγμα του είδους της λιθογραφίας, στυλιζάρισμα των σωμάτων ως και στις πιο απόκρυφες λεπτομέρειές τους. Μια τέχνη αριστοκρατική, γεμάτη χάρη και διαστροφή, που ταιριάζει τέλεια στην ένταση του ύφους και στην οικονομία της αφήγησης.


Για την Γκαμιανί ξοδεύτηκε πολύ μελάνι. Αδιαμφισβήτητα όμως είναι η πιο αυθεντική αναζήτηση του απόλυτου μέσω της σάρκας και εντός της σάρκας. Θα χρειαστούν τα Ανθη του Κακού για να ξαναβρούμε στον 19ο αιώνα έναν αντάξιο της Γκαμιανί αισθησιασμό, συνδυασμένο με την ίδια απελπισία.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ).