Μια από τις πιο ευχάριστες πεζογραφικές εκπλήξεις του φετινού καλοκαιριού ήταν το βιβλίο του Αρη Μαραγκόπουλου Αγάπη, [Κήποι], Αχαριστία. Ενας τίτλος διόλου εμπορικός που αδικεί την κάθε άλλο παρά δύσκολη πρόσβαση του αναγνώστη στο μυθιστόρημα. Τρίτο μέρος της τριλογίας του Μαραγκόπουλου, με το alter ego του, τον μυθιστορηματικό ήρωα Μπεν (Μπέντζαμιν) Σανιδόπουλο (ο μαραγκός δουλεύει κυρίως το σανίδι), είναι και το πιο ολοκληρωμένο από τα τρία.


Διότι ο έμπειρος αφηγητής Μαραγκόπουλος καταφέρνει να ισοζυγίσει σε μια θαυμάσια αρμονία (ένα έργο τέχνης είναι σαν το αβγό και η παραμικρή καρφίτσα σπάει το τσόφλι, κατά τη ρήση του Andre Gide) τα τέσσερα θέματα του βιβλίου του: την παιδική ζωή του Μπεν, τις σχέσεις του με τους τεθνεώτες γονείς του (καθόλου μελιστάλαχτες, θα έλεγα μάλιστα ως και κυνικές), τη θερμή σχέση με τον θείο του, αγωνιστή της Αντίστασης και αμετανόητο αριστερό, που ωστόσο βρήκε καταφύγιο στην ανωνυμία και στο λούφαγμα (όχι το ιδεολογικό, αλλά το ανθρώπινο), τέλος, τις σχέσεις του Μπεν με τέσσερις διαφορετικές γυναίκες και, εν κατακλείδι, ψήγματα της σύνθετης προσωπικότητας του ήρωά του (που συμπληρώνουν σαν ψηφίδες τα στοιχεία που λείπανε από τα προηγούμενα βιβλία του) με τον ίδιο ως ήρωα στην αυτοπροσωπογραφία του.


Εκείνο που γοητεύει αμέσως τον αναγνώστη είναι η μαστοριά του συγγραφέα να παρουσιάσει την καθεμία γυναίκα τόσο ανάγλυφα, που μπορούμε να πούμε ότι ο Μαραγκόπουλος πλούτισε την πεζογραφία μας με τέσσερα νέα (ανέκδοτα ως τώρα) πορτρέτα γυναικών (Γκίλμπερτ, Ζωή Κόλερ, Νόρα, Κλάρα).


Σε ελάχιστες παραγράφους καταφέρνει να αναδείξει την προσωπικότητα της καθεμιάς και την ειδική σχέση που είχε με τον αντι-ήρωα Μπεν. Το επίτευγμα αυτό τυχαίνει να είναι ακόμη πιο συναρπαστικό γιατί και οι τέσσερις γυναίκες, τόσο διαφορετικές η μία από την άλλη, υφαίνουν τον ιστό μιας αράχνης που μέσα της πάλεψε, λυτρώθηκε, χάρηκε, εξουθενώθηκε ο Μπεν. Αντινάρκισσος ο αφηγητής, αντί να αναδείξει τον ήρωά του ως το κεντρικό πρόσωπο, καταφέρνει να τον εξαφανίσει μέσα στα άλλα πρόσωπα της προσωδίας του και να τον εντάξει στον κοινωνικό χώρο, που εκπροσωπεί κυρίως ο θείος του, σαν τον μάρτυρα-καταγραφέα της μηδαμινότητας του ανθρώπινου όντος, που ωστόσο έχει φτερά, οράματα, πόθους, πάθη.


Αν το σύγχρονο μυθιστόρημα στον τόπο μας μπορεί να καυχηθεί ότι απέκτησε το πρώτο μετά τον μεταμοντερνισμό κείμενό του, αυτό το κείμενο (που θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας μας) είναι οπωσδήποτε το μυθιστόρημα του Αρη Μαραγκόπουλου Αγάπη, [Κήποι], Αχαριστία. Η βαθύτερη πολιτική στράτευση του συγγραφέα, που απηχεί τα πιο αδικημένα στρώματα της κοινωνίας μας, με μια λεπτότητα όμως μοναδική, χωρίς εισαγγελικές καταδίκες, καταδικάζει εν τούτοις, με τρόπο γοητευτικό, όλη τη λεγόμενη γενιά της αστικής και μεγαλοαστικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας. «Μα, ωστόσο, θείε, πες μου, πώς διάολο τα κατάφερναν; Να ζούνε ανεπηρέαστοι στην ωραία τους τέχνη, όταν τους άλλους τους εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες;» (σελ. 261). Ωστόσο δεν είναι αυτό μόνο που με συνάρπασε. Εκείνο που βρίσκω το πιο ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ότι χρησιμοποιώντας όλη την αποκτημένη πείρα του στη νεωτερική γραφή (υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο ερωταποκρίσεων, ίδιο με το ανάλογο κεφάλαιο στον Οδυσσέα του Τζόυς) ο συγγραφέας καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια δίνη πλοκής, έντεχνης βεβαίως, αλλά πλοκής αστυνομικής πάντα.


Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ανανέωση του μυθιστορηματικού λόγου μπορεί να προέλθει από τη γνώση της τεχνικής του μοντέρνου, αλλά με την επαναφορά του μύθου ως συνεκτικού στοιχείου που παρασύρει τον αναγνώστη στο γύρισμα της επόμενης σελίδας. Και με την επανάληψη σε κάθε νέο κεφάλαιο της τελευταίας φράσης του προηγουμένου – με τόσο απλό τρόπο – ο Μαραγκόπουλος καταφέρνει να παίρνει τον αναγνώστη από το χεράκι και να τον οδηγεί εκεί που αυτός θέλει.


Ο Μπεν είναι ολοζώντανος μέσα μου, γιατί τον έσβησε συνειδητά ο συγγραφέας σε όλο το βιβλίο. Και ανέδειξε χαρακτήρες ανθρώπινους, ιστορικές στιγμές, ιστορικές καταστάσεις, με γνώση όλων όσα προηγήθηκαν, αλλά και με τον πάμφωτο δικό του προβολέα. Μια Γαλλία που πρώτη φορά συναντούμε στη λογοτεχνία μας (η βαθιά Γαλλία της Οσέρ), μια επαρχιακή Ελλάδα (ο Βόλος) που επισημαίνεται με ανάλαφρες πινελιές ιμπρεσιονιστή ζωγράφου και ένας κήπος (του Ζαππείου) που αναδεικνύεται σε θεατρική σκηνή της σύγχρονης φριχτής και αποτρόπαιας πρωτεύουσας – λίκνο των Ολυμπιακών Αγώνων σε δύο χρόνια.


ΥΓ. 1:


Δεν θα τελείωνα το σημείωμα αυτό αν δεν επεσήμαινα μικρά λεκτικά παιγνίδια που τόσο αγαπά ο συγγραφέας και μελετητής του Τζόυς. «Αλγολάγνο» λέει κάπου. Και αλλού: «Αστραπιαία είδε την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ, όταν τα φιλόδεντρα του έγνεφαν «καλωσόρισες»». Ή τα συγκοπτόμενα των επωνύμων (κυρίως) ποιητών (Ελύ, Εμπεί, Ζη κτλ.) που λειτουργούν ως συνθηματικά σε σκοπιές συνόρων.


ΥΓ. 2:


Ωστόσο τίποτε από όσα ανέφερα δεν αναδίνει το άρωμα του βιβλίου. Τη βαθύτερη σκέψη του. Την ουσία. Η ουσία είναι εκεί που καλωσορίζουν τον Μπεν, «η βουνίσια και η θαλασσινή Ελλάδα, το Ελλαδικόν, η Γραικία των περιηγητών, η αρμπαρόριζα και ο βασιλικός…». Κι εγώ ο Βασιλικός καλωσορίζω τον Αρη – Μπεν – Σανιδο – Μαραγκόπουλο, στην Ελλάδα του Γλαύκου Θρασάκη, του Θράσου Καστανάκη, του Λαζαρίδη, του Ρίτσου, του Σαχτούρη και του Καζαντζάκη…


Ο κ. Βασίλης Βασιλικός είναι συγγραφέας και πρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων.