Στο Βήμα της Κυριακής της 11ης Αυγούστου 2002 δημοσιεύτηκε κριτική του Ι. Μ. Βαρβιτσιώτη, βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και τ. υπουργού Παιδείας για το βιβλίο του ΟΕΔΒ, Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου, που προορίζεται για τους μαθητές της Γ’ τάξης του λυκείου γενικής παιδείας. Ο τ. υπουργός είναι ο ίδιος συγγραφέας αρκετών βιβλίων και είναι γνωστός για την ευαισθησία του σε θέματα ιστορίας. Ωστόσο η συγκεκριμένη κριτική του είναι υπερβολικά σφοδρή και εν μέρει άδικη. Κατ’ αρχήν διαφαίνεται στην κριτική η τάση για αναζήτηση των πολιτικών σκοπών που εξυπηρετεί το βιβλίο. Γι’ αυτό και ο κριτικός δεν αντιπαραθέτει στα πορίσματα του βιβλίου αντίθετα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας, αλλά προσπαθεί να ανιχνεύσει σκοπιμότητες. Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας δεν θα έπρεπε να κρίνονται με τέτοια κριτήρια αλλά με επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια. Αλλιώς το περιεχόμενό τους θα αντανακλούσε τον εκάστοτε συσχετισμό των πολιτικών κομμάτων. Υστερα η κριτική αφιερώνει μεγάλη έκταση στις παραλείψεις του εγχειριδίου στην ελληνική ιστορία. Το αντικείμενο όμως του συγκεκριμένου εγχειριδίου είναι κυρίως η παγκόσμια ιστορία, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του. Οι μαθητές της Γ’ λυκείου, στους οποίους απευθύνεται, έχουν ήδη διδαχθεί ελληνική ιστορία δύο φορές σε προηγούμενες τάξεις, κατά την υποχρεωτική εκπαίδευση. Κατά συνέπεια, εξ ορισμού το εγχειρίδιο δεν καλύπτει εξαντλητικά την ελληνική ιστορία γιατί αυτή δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενό του.


Πιο αναλυτικά, η κριτική θεωρεί ότι στο βιβλίο η «επιλεκτική ανάδειξη γεγονότων δημιουργεί ασυμμετρίες, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν συμπτωματικές», με αφορμή το ότι, κατά τον κριτικό, το βιβλίο αφιερώνει μεγαλύτερη έκταση στις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Επαναστατών του 1821 παρά στην ίδια την Επανάσταση. Η Ελληνική Επανάσταση όμως διδάσκεται επαρκώς σε άλλες, μικρότερες τάξεις του σχολείου, στις οποίες τυχόν έμφαση στις εμφύλιες διαμάχες δεν θα γινόταν κατανοητή, όπως συμβαίνει με τους πιο ώριμους μαθητές της Γ’ λυκείου. Αυτοί μπορούν να καταλάβουν πώς και γιατί, λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης, οι εμφύλιες συγκρούσεις διαδραματίζονταν παράλληλα με τις συγκρούσεις με τους Οθωμανούς. Οι εμφύλιες διαμάχες διήρκεσαν πολλά χρόνια και είχαν πολλά θύματα. Αυτά είναι γνωστά, εδώ και πολύ καιρό, από την ιστορική έρευνα. Εχουν περάσει σχεδόν εκατόν ογδόντα χρόνια από τότε. Καιρός να τα πούμε με έμφαση στους τελειόφοιτους του λυκείου. Η παιδευτική σημασία της υπογράμμισης των εθνικών λαθών είναι μεγάλη, ίσως μεγαλύτερη από την εξύμνηση των επιτυχιών.


Στη συνέχεια, η κριτική απορεί γιατί το βιβλίο δεν κάνει αναφορά στην 25η Μαρτίου 1821. Είναι και πάλι γνωστό από την ιστορική έρευνα ότι κατά τη συγκεκριμένη ημέρα δεν συνέβη κάτι το αξιομνημόνευτο. Το πιθανότερο είναι ότι, αντίθετα με τον μύθο, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν ευλόγησε τότε τα όπλα των Επαναστατών. Οι σημαντικότερες επαναστατικές ενέργειες είχαν συμβεί νωρίτερα (π.χ., η είσοδος στην Καλαμάτα, η εξέγερση του Υψηλάντη). Η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος πολύ αργότερα, με σκοπό να συμπίπτει με τη θρησκευτική γιορτή του Ευαγγελισμού, για προφανείς λόγους.


Η κριτική σχολιάζει αρνητικά το απόσπασμα του βιβλίου στο οποίο αναφέρεται ότι το αίσθημα του πατριωτισμού καλλιεργήθηκε από το σχολείο. Αυτός όμως είναι, μεταξύ άλλων, ο ρόλος του σχολείου σε όλες τις χώρες του κόσμου. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται πατριώτες. Κατόπιν, η κριτική μιλά για «μηδενισμό της παράδοσης» λόγω αυτού του αποσπάσματος και λόγω του ότι το βιβλίο φέρεται να «αγνοεί τη συμβολή του κλήρου στην Επανάσταση» και να προξενεί «τη γενικότερη διάχυτη εντύπωση ότι ο ρόλος των προσωπικοτήτων και του ελληνικού στοιχείου στην Επανάσταση και στην ιστορία υπήρξε μάλλον περιθωριακός έναντι της «μηχανικής» των ξένων δυνάμεων και ίσως μιας σειράς αφηρημένων συγκυριών». Αν αυτή είναι η γενικότερη διάχυτη εντύπωση, τότε επιτέλους ένα σχολικό εγχειρίδιο πλησίασε τις σύγχρονες αντιλήψεις των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας (με εξαίρεση τον ρόλο των ξένων, ο οποίος δεν αποτελεί κύριο ερμηνευτικό σχήμα του βιβλίου). Με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις, τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται στο διεθνές πλαίσιο και στις συγκυρίες της εποχής τους και η δράση των προσωπικοτήτων τοποθετείται στα όρια που χαράζουν οι βαθύτερες κοινωνικοοικονομικές δομές. Η παράδοση δεν «μηδενίζεται» επειδή ένα σχολικό εγχειρίδιο δεν αγιογραφεί ούτε πρόσωπα ούτε συλλογικούς φορείς (π.χ. τον κλήρο) ούτε έθνη, περιλαμβανομένου και του ελληνικού.


Σε ό,τι αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική περίοδο, η κριτική διαφωνεί με τη διαπίστωση του βιβλίου ότι οι Βρετανοί ήλεγχαν τον Ζέρβα και με τη διαπίστωση ότι η κυβέρνηση Παπάγου ανέτρεψε το κλίμα κατευνασμού και επιείκειας που χαρακτήριζε τις προηγούμενες κεντρώες κυβερνήσεις. Ως προς το πρώτο θέμα, αν υποθέσουμε, σε όποιον βαθμό το επιτρέπει η ιστορική έρευνα, ότι ήλεγχαν κάποιον οι Βρετανοί, αυτός προφανώς ήταν ο Ζέρβας και όχι το ΕΑΜ. Ως προς το δεύτερο θέμα, είναι γνωστό ότι σε αντίθεση τόσο με την προγενέστερη κυβέρνηση Πλαστήρα, η οποία έλαβε συγκεκριμένα μέτρα επιεικείας (Ν. 2058 «Περί μέτρων ειρηνεύσεως»), όσο και με τις μεταγενέστερες κυβερνήσεις Καραμανλή, οι οποίες επίσης έκαναν σχετικές κινήσεις (π.χ. κατάργηση του στρατοπέδου εκτόπισης στον Αγ. Ευστράτιο, το 1962), η κυβέρνηση Παπάγου δεν έλαβε συμφιλιωτικά μέτρα. Αντιθέτως, ασχολήθηκε με την περαιτέρω «εκκαθάριση» της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης και προχώρησε στην εκτέλεση του Πλουμπίδη, πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Ηταν η τελευταία φορά στην Ελλάδα που εκτελέστηκε απόφαση επιβολής θανατικής ποινής για πολιτικούς λόγους. Αρα η παραπάνω διαπίστωση του βιβλίου για την εποχή Παπάγου είναι σωστή.


Η κριτική υποστηρίζει ότι το βιβλίο εσφαλμένα αποδίδει ευθύνες στις ΗΠΑ για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, ενώ αντιθέτως δεν αποδίδει ευθύνες στον Στάλιν με το αιτιολογικό ότι ακολουθούσε μετριοπαθή πολιτική. Τα σχολικά εγχειρίδια όμως δεν είναι δικαστικές αποφάσεις στις οποίες καταδικάζονται συγκεκριμένα άτομα. Σκοπός των εγχειριδίων είναι η κατανόηση και των πλέον απεχθών σε μας περιπτώσεων. Η εντελώς αρνητική εικόνα που σήμερα έχουμε για τον Στάλιν δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι στο παγκόσμιο παιχνίδι ισχύος επέλεξε κατά διαστήματα να ελιχθεί με μετριοπάθεια (π.χ. δεν ενίσχυσε τους έλληνες κομμουνιστές, παρά τις εκκλήσεις τους). Αξιολογικές κρίσεις σαν κι αυτές του βιβλίου συναντώνται και στην ξένη βιβλιογραφία.


Κάποιες απόψεις του σχολικού εγχειριδίου μπορεί να ξενίζουν τον ενήλικο αναγνώστη. Πολλοί ενήλικοι πιστεύουν ότι ιστορία είναι ό,τι περιλάμβαναν τα – δυστυχώς πολύ προβληματικότερα – σχολικά εγχειρίδια της εποχής που εκείνοι πήγαιναν στο σχολείο. Οι απόψεις που ξενίζουν δεν απέχουν από την ιστορική αλήθεια, η οποία συνήθως περιλαμβάνεται στα καλύτερα επιστημονικά βιβλία ιστορίας. Λόγω όμως ιδεολογικοπολιτικών αγκυλώσεων, παλιότερα δεν αποτυπωνόταν στα σχολικά βιβλία ιστορίας. Μια αιτία για αυτό ήταν η μέριμνα να μην προσβληθούν ορισμένοι ισχυροί φορείς και ο «μέσος έλληνας πολίτης» τον οποίο επικαλείται η κριτική.


Συνοπτικά, η κριτική είναι υπερβολικά σφοδρή και άδικη. Το υπό κρίση βιβλίο, που έχει γραφεί από ομάδα ιστορικών με επικεφαλής τον καθηγητή πανεπιστημίου Γ. Κόκκινο, έχει περάσει νομίμως και επιτυχώς τη σχετική διαδικασία του υπουργείου Παιδείας. Η διαδικασία περιλαμβάνει ανώνυμη αξιολόγηση των υποβαλλόμενων χειρογράφων από επιτροπή καθηγητών ΑΕΙ και καθηγητών λυκείου ειδικευμένων στην ιστορία, οι οποίοι κατόπιν διαλέγουν το καλύτερο μεταξύ αυτών. Κατόπιν γίνονται επί μέρους παρατηρήσεις και διορθώσεις στο χειρόγραφο που προκρίθηκε. Είναι κρίμα που εκ των υστέρων επιχειρείται ανατροπή της αξιόπιστης αυτής διαδικασίας με πολιτικές παρεμβάσεις. Είναι καλύτερο να αφήσουμε τους ιστορικούς στο έργο τους. Σε μια δημοκρατία, ο ρόλος των πολιτικών δεν είναι να «γράφουν ιστορία».


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.