Από μόνη της η εισαγωγή σύγχρονων θεσμών σε μια κοινωνία δεν επιφέρει εκσυγχρονισμό. Πιο συχνά συμβαίνει οι επείσακτοι θεσμοί να προσαρμόζονται στις παραδοσιακές κοινωνικές δομές και να αλλοιώνονται, παρά το αντίστροφο. Αυτή η υπόθεση εργασίας, οικεία στην κοινωνική ιστορία και στην κοινωνιολογία των οργανώσεων, έχει συζητηθεί και στη δική μας επιστημονική κοινότητα, με αφορμή την εισαγωγή φιλελεύθερων πολιτικών θεσμών σε μια κατά βάση προβιομηχανική κοινωνία, όπως ήταν η Ελλάδα του 19ου αιώνα.


Η Μαριλένα Κοππά, επίκουρος καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γνωστή για τις εργασίες της για το πολιτικό σύστημα της ΠΓΔ της Μακεδονίας και για τις μειονότητες στα σημερινά Βαλκάνια, εξετάζει την ανωτέρω υπόθεση συγκριτικά σε τέσσερις χώρες κατά τον 19ο αιώνα, στην Ελλάδα, στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία. Το βιβλίο της είναι έργο συγκριτικής πολιτικής ανάλυσης που αντλεί από ορισμένες πρωτογενείς αγγλικές και γαλλικές πηγές και από πλήθος δευτερογενών πηγών στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα σερβικά. Πρόκειται για έργο συνθετικό που λίγοι πολιτικοί επιστήμονες ή ιστορικοί θα αποτολμούσαν. Προσωπικά, θεωρώ τέτοια βιβλία γενναία γιατί σχοινοβατούν ανάμεσα στην τάση της πολιτικής επιστήμης για ανακουφιστικές – για τον απορούντα ερευνητή – γενικεύσεις και στην τάση της Ιστορίας για λεπτές αποχρώσεις.


Η Συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια, αν και αφορά τον προπερασμένο αιώνα, δεν είναι βιβλίο ιστορίας. Σκοπός του είναι να ελέγξει τρεις υποθέσεις εργασίας του μεταπολεμικού εκσυγχρονιστικού ρεύματος της πολιτικής επιστήμης (modernization theory με κύριους εκπρόσωπους τους Κ. Μπλακ, Ντ. Απτερ, Σ. Ν. Αϊζενσταντ κ.ά.). Η πρώτη υπόθεση εργασίας είναι ότι στα νέα κράτη που δημιουργήθηκαν με την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι σχέσεις εξουσίας διαμορφώθηκαν από την ισχύ και τους πόρους που διέθεταν οι κοινωνικές τάξεις και ελίτ κατά την οθωμανική περίοδο. Η δεύτερη υπόθεση είναι ότι στα παραπάνω τέσσερα νέα κράτη οι ολιγαρχικές ελίτ κατόρθωσαν να περιορίσουν τους μονάρχες και να χρησιμοποιήσουν τους νέους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, όχι για την προαγωγή της δημοκρατίας, αλλά για την αναπαραγωγή της δικής τους πολιτικής δύναμης. Και η τρίτη υπόθεση είναι ότι όταν, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ήρθε η στιγμή να ενταχθούν οι μάζες στο πολιτικό σύστημα, η ενσωμάτωσή τους πραγματοποιήθηκε με τρόπο πολύ διαφορετικό από χώρα σε χώρα και εξαρτήθηκε από τον τρόπο πολιτικής συμμετοχής των αγροτών. Στην Ελλάδα η ενσωμάτωση έγινε μέσω του πελατειακού συστήματος, στη Βουλγαρία μέσω ενός λαϊκιστικού κινήματος, στη Σερβία μέσω ενός ριζοσπαστικού κινήματος, ενώ στη Ρουμανία η ενσωμάτωση επιτεύχθηκε μόλις μετά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Οι υποθέσεις εργασίας εξετάζονται διαδοχικά, η πρώτη στα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου, η επόμενη στο τρίτο μέρος και η τελευταία στο τέταρτο μέρος. Το πέμπτο μέρος, που είναι και το συντομότερο, είναι αφιερωμένο στη Ρουμανία. Οπως δηλώνει και ο υπότιτλος του βιβλίου, η περίπτωση αυτή διαφέρει αρκετά από τις υπόλοιπες. Προστέθηκε μαζί με νέες πηγές, πολύ μετά την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής (Πανεπιστήμιο Paris Χ, Nanterre), στην οποία στηρίζεται το βιβλίο. Η έμφαση του βιβλίου έγκειται στην ανάδυση, στις πολιτικές νίκες και στην παρακμή των βαλκανικών ολιγαρχιών, δηλαδή στην εξέταση της δεύτερης υπόθεσης εργασίας. Μου φαίνεται ότι οι άλλες δύο υποθέσεις επισκιάζονται από αυτήν. Το πλήθος των στοιχείων και η κομψότητα των επιχειρημάτων που προσφέρει η Κοππά σχετικά με την υποδοχή και τη χρήση των φιλελεύθερων θεσμών από τις εκάστοτε ολιγαρχίες γαιοκτημόνων, γραφειοκρατών ή τοπικών προυχόντων, πείθουν ότι και στις τέσσερις χώρες «έχουμε ένα δυϊσμό, μια απόσταση ανάμεσα στον τύπο και την ουσία του συστήματος» (σελ. 360). Πολλές διατάξεις του Συντάγματος ήταν κενό γράμμα, το δικαίωμα ψήφου ασκείτο από σχετικά λίγους, η εκλογική βία και η νοθεία ήταν συνήθεις.


Στην καλύτερη ώρα της, η συγγραφέας αναλύει με πληρότητα τις πολιτικές διαιρετικές τομές γύρω από τους θεσμούς και τις κοινωνικές ρίζες των πολιτικών φατριών και κομμάτων και απομυθοποιεί, κυρίως στα μέρη που αφορούν την Ελλάδα, πολλά στερεότυπα. Η συγκρότηση κράτους με τη στενή έννοια του όρου (φορολογία, εκπαίδευση, στρατολογία, συγκοινωνίες, οργάνωση της κυβέρνησης και της διοίκησης) φυσικά απασχολεί την Κοππά, αλλά με τρόπο συμπληρωματικό του κύριου ενδιαφέροντός της που, κατά τη γνώμη μου, είναι η πολιτική έκφραση των κοινωνικών διαμαχών ανάμεσα στους υποστηρικτές του θρόνου, στην κοινωνικοοικονομική ολιγαρχία και στις μάζες της υπαίθρου. Ετσι η συγγραφέας θα μπορούσε να επιμείνει περισσότερο στις ανωτέρω συγκεκριμένες όψεις οικοδόμησης οποιουδήποτε νέου κράτους. Μια δεύτερη αντίρρηση που θα είχα αφορά τις θεωρητικές αναφορές του βιβλίου. Η μεταπολεμική αμερικανική σχολή του εκσυγχρονισμού δεν μπορεί να μας προσφέρει πλέον πολλά πράγματα, καθώς η σημερινή προβληματική έχει μετατοπιστεί σε ζητήματα πολιτικών ταυτοτήτων και ιδεολογίας. Τούτο φαίνεται να αναγνωρίζει εμμέσως η Κοππά στα ολιγόλογα συμπεράσματά της, όπου, σε αντίθεση με το κύριο σώμα του βιβλίου, συζητεί την εθνική ιδέα και τον ρομαντικό ιστορικισμό, παραπέμποντας σε σύγχρονους θεωρητικούς του εθνικισμού. Υποθέτω ότι η απάντησή της θα ήταν ότι στα Βαλκάνια ο εθνικισμός αποτέλεσε το όχημα προς τον εκσυγχρονισμό και τη συγκρότηση κράτους. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Προς το παρόν, συγκρατώ την εύστοχη παρατήρησή της για την «εξαιρετική ανθεκτικότητα των παλαιών δομών» (σελ. 370), ως καθοδηγητική αρχή για τη μελέτη των Βαλκανίων.


Η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη, ιδιαίτερα ως προς το εξώφυλλο και το χαρτί. Η γλώσσα είναι φροντισμένη και τα λάθη έχουν περιοριστεί στις υποσημειώσεις. Θα ήταν χρήσιμο να περιληφθούν στο βιβλίο ένας χάρτης των Βαλκανίων, ένα ευρετήριο κύριων ονομάτων και ένα γλωσσάρι ξένων, σλαβικών και τουρκικών, όρων. Σε κάθε περίπτωση, για όσους μεσήλικους ή μεγαλύτερους έχουν να διαβάσουν νεοελληνική και βαλκανική ιστορία από την εποχή του λυκείου, το βιβλίο αυτό θα λειτουργήσει ως πηγή προβληματισμού για όσα είχαμε μάθει να θεωρούμε αυτονόητα σχετικά με την Ελλάδα και τους άλλους βαλκανικούς λαούς.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.