Κάθε εβδομάδα ένα βιβλίο από το ράφι της μεγάλης παγκόσμιας βιβλιοθήκης


Κατά τη σταλινική περίοδο το σοβιετικό καθεστώς ύστερα από «απόφαση» του ίδιου του Στάλιν είχε ανακηρύξει τον Μαγιακόφσκι ως τον μεγαλύτερο σύγχρονο ποιητή της Ρωσίας. Μετά το 20ό Συνέδριο και το λιώσιμο των πάγων, στη χρουστσοφική εποχή τη θέση του έμοιαζε να διεκδικεί ο Γεβγκένι Γεφτουσένκο. Οταν στην μπρεζνιεφική περίοδο άρχιζε η μεγάλη έξοδος πολλών αντικαθεστωτικών συγγραφέων στη Δύση, για την «πρωτιά» προτάθηκαν άλλοτε η Αχμάτοβα και άλλοτε ο Μάντελσταμ, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις και η Μαρίνα Τσβετάγεβα. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης είχε ως αποτέλεσμα, προκειμένου να «αποκατασταθεί» ο Μάντελσταμ, να υποβαθμιστεί η αξία του Μαγιακόφσκι με τον τρόπο που κάποτε είχε υπερτιμηθεί. Δεν είναι ωστόσο λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν και σήμερα πως ούτε το Σύννεφο με παντελόνια του Μαγιακόφσκι ούτε το Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα ούτε το Tristia του Μάντελσταμ – και πολύ λιγότερο το Μπάμπι Γιαρ του Γεφτουσένκο – μπορούν να συγκριθούν με το μεγάλο ποιητικό έργο του ρωσικού μετασυμβολισμού: τους Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ.


Ο Μπλοκ υπήρξε πολύ Ρώσος και ταυτοχρόνως πολύ Ευρωπαίος – ένα προσόν που το διέθετε μόνον ο Πούσκιν. Ηταν ο κορυφαίος των μοντερνιστών στην Πετρούπολη πριν από το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, με έργο που θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε η επιτομή ενός εκλεπτυσμένου πεσιμισμού – όχι μόνο στην ποίηση αλλά και στη θαυμάσια πρόζα του, που τη διακρίνει η οξύτατη αίσθηση του επί μέρους και της λεπτομέρειας που χρωματίζει την εποπτεία, γνώρισμα μόνο των ποιητών πρώτης γραμμής. Αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, τον ευρωπαίο Μπλοκ αντικαθιστά ο Σκύθης, ο «βάρβαρος» που του υποδεικνύει ότι προκειμένου να κατανοήσει και να αξιοποιήσει την ιστορία της χώρας του θα πρέπει να ορίσει τη ρωσική ταυτότητά του «ανάμεσα στους Μογγόλους και τους Ευρωπαίους». Αυτό είναι το θέμα του πρώτου από τα δύο μεγάλα αφηγηματικά ποιήματα του Μπλοκ: οι Σκύθες. Οι Δώδεκα είναι το δεύτερο και από πολλές πλευρές σημαντικότερο ποίημά του.


Η επανάσταση φέρνει στο προσκήνιο τον λαό (η λέξη «ναρόντ» στα ρωσικά σημαίνει και τον λαό και το έθνος). Αυτός είναι η ταυτότητα και το μέλλον. Το θέμα των Δώδεκα τοποθετείται στη σύγχρονη Πετρούπολη, όπου το πάθος συναντά τη βία. Βία γλωσσική, που έλκει την καταγωγή της από το έπος. Οι ερυθροφρουροί τού Μπλοκ εκφράζουν έμμεσα την πολυπρόσωπη παρουσία ενός Χριστού-μαχητή, μιας κοσμικής και εκδικητικής Πρόνοιας που ανοίγει δρόμο στο μέλλον. Ο βηματισμός του στίχου του διαθέτει την ορμή και τη δύναμη του πλήθους. Ενας κόσμος ξεδιπλώνει σαν σημαία την ιστορία του – και την ξεδιπλώνει με τρόπο βίαιο, παρελαύνοντας και καταργώντας ταυτοχρόνως το σκοτάδι. Αυτός ο άγριος βηματισμός, που είναι ο ρυθμός της κραυγής, χαρακτηρίζει το ώριμο έργο του Μπλοκ, το οποίο επηρέασε ακόμη και εκείνους που ποτέ τους δεν το ομολόγησαν. Οι ερυθροφρουροί αποσπώνται θεληματικά από τον παλιό κόσμο, απόλυτοι και αποφασισμένοι. Η απόφασή τους δεν εκφράζει απλώς την επιθυμία για τον νέο κόσμο που θα προκύψει, αλλά και την αναμέτρηση με την Ιστορία.


Οι Δώδεκα γράφτηκαν το 1918. Ο Μπλοκ πέθανε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας «προλάβει» στο μεταξύ να νιώσει τις απογοητεύσεις όσων υποστήριξαν την επανάσταση. Σήμερα η βαρβαρική του λύρα εξακολουθεί παρά ταύτα να ηχεί, σε μια ποίηση που μέσω της δοξολόγησης του λαϊκού αισθήματος όχι μόνον ανανεώνει την ποιητική παράδοση μιας ολόκληρης χώρας αλλά και παραμένει αξεπέραστη, έστω και ως αντίποδας του κοινωνικού, ψυχολογικού και μεταφυσικού κατακερματισμού που τη διαδέχθηκε.


Αλεξάντερ Μπλόκ «Οι Δώδεκα» (Το ποίημα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον Γιάννη Ρίτσο).