Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να καταθέσω ερώτηση στη Βουλή (14.6.2002) σχετικά με το νέο βιβλίο της Ιστορίας της Γ’ Λυκείου «Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου», με αφορμή προηγούμενη τοποθέτησή μου για τις διαστρεβλωτικές αναφορές που περιέχει για την προσωπικότητα και την πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή και το Κυπριακό. Παρά το γεγονός ότι η δημοσίευση και διανομή του βιβλίου «αναβλήθηκε» στο μεταξύ… λόγω τυπικών κωλυμάτων, όπως ανακοινώθηκε στον Τύπο, οι λόγοι που μας επιβάλλουν να ασχοληθούμε με αυτό δεν έχουν καθόλου εκλείψει. Και τούτο, διότι οι παραποιήσεις και οι αποσιωπήσεις που το χαρακτηρίζουν προκαλούν τη λογική μας. Διαστρέφουν τόσο την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή και εν γένει τη διεθνή ιστορία, ενώ αυτοπροβάλλονται ως «επιστημονικές πρωτοτυπίες». Και αυτό καθιστά το βιβλίο ένα δείγμα γραφής που όχι μόνο δεν προάγει την κριτική κατανόηση της ιστορίας, αλλά προωθεί ένα νέο επικίνδυνο είδος αγραμματοσύνης.


Κατ’ αρχάς, πολλά από τα «πρωτοποριακά» ερμηνευτικά σχήματα που χρησιμοποιούνται στο βιβλίο είναι μονομερή και ξεπερασμένα για τη γνήσια ιστορική έρευνα, που γνωρίζει την τέχνη αξιοποίησης αρχειακών πηγών, οι οποίες είναι παντελώς απούσες από την εν λόγω έκδοση (βλ. ερμηνείες της «έννοιας του Ψυχρού Πολέμου» σελ. 220-222, της «εδραίωσης του αντικομμουνισμού» σελ. 216-217 κ.α.). Είναι αμέτρητα τα αδύνατα και μελανά σημεία του βιβλίου, μερικά από τα οποία, κυρίως αναφορικά με το Κυπριακό, έχουν ήδη επισημανθεί στον ελληνικό και κυπριακό Τύπο. Η πλήρης καταγραφή και ανάλυσή τους ξεπερνά κατά πολύ την έκταση ενός άρθρου. Θα αναφερθώ, όμως, αυστηρά ενδεικτικά, σε ορισμένες διαστάσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν.


Αναφορικά με την ελληνική ιστορία, η επιλεκτική ανάδειξη γεγονότων δημιουργεί ασυμμετρίες, που δύσκολα μπορεί να θεωρηθούν συμπτωματικές. Π.χ. στα κεφάλαια που αφορούν στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, μεγαλύτερη έμφαση και έκταση δίδεται στις συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων (σελ. 42-45) παρά στην ίδια την Επανάσταση (σελ. 41-42).


Και ακόμη στη σελ. 42 αναφέρεται ότι πριν από τις «εξεγέρσεις στην Πελοπόννησο» το 1821, είχαν «προηγηθεί δολοφονίες Τούρκων» από έλληνες επαναστάτες. Επαναστάτες – δολοφόνους;… Παράλληλα, υποθέτω στο όνομα της ισότιμης «αντιμετώπισης όλων των εξεγέρσεων στην Πελοπόννησο και αλλού τον Μάρτιο του 1821», το βιβλίο δεν εξηγεί γιατί έχουμε καθιερώσει ως εθνική γιορτή την 25η Μαρτίου. Απλούστατα, η 25η Μαρτίου δεν αναφέρεται πουθενά στο κείμενο. Ισως, λοιπόν, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει στο μέλλον, αν οι μαθητές, οι φοιτητές και οι στρατιώτες μας, αλλά και όλοι οι πολίτες γενικά, αγνοούν γιατί κάθε χρόνο, στις 25 Μαρτίου, διοργανώνουμε παρελάσεις, εκφωνούμε πανηγυρικούς και υψώνουμε ελληνικές σημαίες. Αλλωστε, σύμφωνα με τη λογική του ίδιου πάντοτε βιβλίου, στο κεφάλαιο περί της αρχής των εθνοτήτων (σελ. 64), «το αίσθημα του πατριωτισμού καλλιεργήθηκε από το σχολείο και ιδιαίτερα στα μαθήματα της ιστορίας, της γεωγραφίας και της γυμναστικής, από τη μουσική, τη λογοτεχνία…». Να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι μετά το βιβλίο της ιστορίας, θα «εξαγνιστούν» από πατριωτικούς συμβολισμούς και άλλα σχολικά βιβλία;


Ο μηδενισμός της παράδοσης αντανακλάται και σε άλλα σημεία. Το βιβλίο αγνοεί το όνομα του Παλαιών Πατρών Γερμανού, όπως και το όνομα του συντοπίτη του, του Γρηγορίου Ε’, όπως αγνοεί γενικά άλλωστε τη συμβολή του κλήρου στην Επανάσταση. Με την ίδια λογική το Μανιάκι που διέσωσε την Επανάσταση σε κρίσιμη στιγμή θεωρείται, προφανώς, μικρή λεπτομέρεια στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και παραλείπεται επιδεικτικά. Τέλος, η διπλωματική δραστηριότητα του Ιωάννη Καποδίστρια για την υπόθεση της Επανάστασης αποσιωπάται, ενισχύοντας τη γενικότερη διάχυτη εντύπωση, ότι ο ρόλος των προσωπικοτήτων και του ελληνικού στοιχείου στην Επανάσταση και στην ιστορία υπήρξε μάλλον περιθωριακός έναντι της «μηχανικής» των ξένων δυνάμεων και ίσως μιας σειράς αφηρημένων συγκυριών.


Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και το γεγονός ότι δεν καθίσταται επαρκώς σαφές στο βιβλίο το πώς διευρύνθηκε το νεοπαγές ελληνικό κράτος, ενσωματώνοντας σταδιακά τα «αλύτρωτα». Οι πληροφορίες αυτές κυριολεκτικά χάνονται αφού δίνονται αποσπασματικά μέσα σε κείμενα ή πίνακες ή παραπομπές.


Παραμελείται, όμως, έτσι κάτι πολύ σημαντικό: ότι η Ελλάδα, παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες και αποτυχίες, διευρυνόταν μέχρι το 1947, μέχρι την ενσωμάτωση δηλ. των Δωδεκανήσων και άρα ότι η εξωτερική της πολιτική μπορεί να αποτιμηθεί συνολικά ως μια μεγάλη επιτυχία και πάντως όχι ως αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων ή ξένης παρέμβασης ερήμην των Ελλήνων. Αυτή είναι ίσως μια από τις σημαντικότερες πηγές υπερηφάνειας για τη νεότερη και σύγχρονη ιστορία μας. Ενα σχολικό βιβλίο ιστορίας δεν μπορεί να την περιθωριοποιεί. Ιδιαίτερα όταν κάνει τον κόπο – και σωστά – να παρουσιάσει περιληπτικά τη σύσταση άλλων εθνικών κρατών της Ευρώπης (Ιταλία, Ουγγαρία, Γερμανία, βαλκανικές χώρες, σελ. 72-80). Αλλά μήπως δεν εκπλήσσουν και οι διατυπώσεις σχετικά με μερίδες των Ελλήνων, την ελληνικότητα των οποίων όλοι μας μέχρι τώρα θεωρούσαμε αφελώς δεδομένη.


Π.χ. στη σελ. 106, στον ορισμό περί Κουτσοβλάχων αναφέρεται: «Κουτσόβλαχοι: λατινόφωνοι πληθυσμοί που κατοικούσαν σε ορεινές περιοχές της Βαλκανικής και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Το επίμαχο ζήτημα της εθνικής τους ταυτότητας δημιούργησε συχνά προβλήματα στις ελληνορουμανικές σχέσεις». Εδώ τίθενται δύο ζητήματα: α) Δεν αναφέρεται πουθενά ότι οι λατινόφωνοι αυτοί πληθυσμοί ήταν Ελληνες, ενώ β) μαθαίνουμε ότι υπήρχε επίμαχο ζήτημα εθνικής ταυτότητας για τους Κουτσοβλάχους. Δηλ. να συμπεράνουμε, ότι οι μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες – που, βέβαια, ούτε καν παρουσιάζονται – ίσως δεν ήταν Ελληνες; Και ότι το υπουργείο θα δεχόταν, τα παιδιά των Ελλήνων Κουτσόβλαχων να μαθαίνουν σε σχολικό εγχειρίδιο, ότι η ταυτότητά τους είναι επίμαχο ζήτημα;;;


Οι αναφορές του βιβλίου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ελληνική αντίσταση και τον εμφύλιο επίσης ξενίζουν και τον πιο ανοικτόμυαλο αναγνώστη και καλλιεργούν μια ιδεολογική πόλωση. Στη σελ. 204, για παράδειγμα, ο ΕΔΕΣ αναφέρεται σαν οργάνωση, που είχε ως «πρώτη προτεραιότητα την καταπολέμηση του ΕΑΜ». Παραλείπει ολοσχερώς το βιβλίο να αναφέρει την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, την κορυφαία αυτή επιτυχία της Εθνικής Αντίστασης. Αλλά, ασφαλώς, αν την ανέφερε, θα έπρεπε να επισημάνει και ποιοι συμμετείχαν σε αυτήν: και ο ΕΔΕΣ και οι Βρετανοί, που, όπως υποστηρίζει το βιβλίο, «ήλεγχαν τον Ζέρβα». Στο ίδιο κεφάλαιο, ο μαθητής δε θα μάθει ποτέ ότι αρχιστράτηγος στον πόλεμο του 1940 ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος. Για τον Παπάγο θα ακούσει λίγο αργότερα – σελ. 227 – ότι την περίοδο της διακυβερνήσεώς του «δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες», αφού «ανέσχεσε την τάση κατευνασμού και επιείκειας που χαρακτήριζε τις προηγούμενες κεντρώες κυβερνήσεις». Μέρος αυτής της «τάσης κατευνασμού και επιείκειας» να υποθέσουμε ότι ήταν και η κατάληξη της υπόθεσης Μπελογιάννη τον Μάρτιο του 1952, όταν εκτελέστηκε ο ίδιος και άλλα τρία στελέχη του ΚΚΕ, επί κεντρώας διακυβέρνησης, υπόθεση που τεχνηέντως δεν υπεισήλθε στην ανάλυση;


Αλλά, ο Α. Παπάγος τουλάχιστον αναφέρεται, ενώ έχουν βυθιστεί στη λήθη μεγάλα ονόματα της Εθνικής Αντίστασης, όπως ο Ψαρρός. Προφανώς, δε θεωρήθηκε αρκετά σημαντικός για να μεταφερθεί η ιστορική του μνήμη και η θυσία του στις νεότερες γενιές. Και μια και μιλάμε για «ξεχασμένους» ήρωες και ηρωικά γεγονότα, οι συγγραφείς του βιβλίου ξέχασαν επίσης να αναφέρουν τα Σεπτεμβριανά και τις διώξεις του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, ένα γεγονός με πολύ σημαντικές συνέπειες στην εξωτερική μας πολιτική. Μήπως και αυτό είναι κάτι που δε χρειάζεται να γνωρίζουν οι σημερινοί μαθητές και οι πολίτες αυτής της χώρας; Ο κατάλογος είναι πράγματι ατελείωτος…


Αξίζει, όμως, να μελετήσει κανείς την προσέγγιση που επιλέγεται στο βιβλίο και σε σχέση με τη διεθνή ιστορία. Εδώ τα πράγματα είναι ίσως ακόμη σοβαρότερα. Αν οι έλληνες μαθητές εμποτιστούν με αντιλήψεις, όπως αυτές που διαπνέουν τούτο το εγχειρίδιο, τότε θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον τεράστια προβλήματα όταν θα επιχειρήσουν να συναγωνιστούν τους μαθητές χωρών-μελών της ΕΕ, στην οποία, απ’ ό,τι ξέρω, έχουμε επιλέξει να συμμετάσχουμε ισότιμα και ανταγωνιστικά. Αναφέρω επί τροχάδην ορισμένα παραδείγματα, που προκαλούν ίσως ειρωνικά μειδιάματα, αλλά στο τέλος αφήνουν μια αίσθηση θλίψης.


Στη σελ. 220 υποστηρίζεται ότι για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου ευθύνονται οι ΗΠΑ με την «επιθετική» συμπεριφορά τους, ενώ «ο Στάλιν ακολουθεί μετριοπαθή πολιτική». Και ακόμη – σελ. 223 – ότι η δημοκρατία στη Δυτική Ευρώπη ήταν «περιορισμένη» επειδή «αποκλειόταν η άνοδος, ακόμη και με εκλογές, της Αριστεράς στην εξουσία».


Ή όταν τα ίδια παιδιά θα παπαγαλίζουν ότι η δημιουργία της ενωμένης Ευρώπης ήταν «άλλη μια συνέπεια του Ψυχρού Πολέμου», αγνοώντας την πλούσια ενδοχώρα της ευρωπαϊκής ιδέας και όντας, φυσικά, ανίκανα να καταλάβουν γιατί η ευρωπαϊκή ενοποίηση συνεχίζεται και μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.


Ετσι όμως είναι άδικο και υποκριτικό να παρασύρουν σε μια τέτοια εκπαιδευτική «κουλτούρα» τα παιδιά του μέσου έλληνα πολίτη, δίνοντάς τους σίγουρο διαβατήριο για τη γελοιοποίηση και τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά εργασίας.


Σταχυολόγησα μερικά από τα σημεία του βιβλίου τα οποία κατά τη γνώμη μου, στηρίζονται σε ξεπερασμένες θεωρίες και κατασκευασμένα ιδεολογήματα που μόνο γέλωτα και ειρωνεία προκαλούν. Υπάρχουν και άλλα πολλά ακόμη…


Θα πρέπει τέλος να μην ξεχνάμε όλοι μας ότι έθνη που ξέχασαν ή παραποίησαν την Ιστορία τους έσβησαν από τον χάρτη.


Ο κ. Ιωάννης Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.