Ο φόνος που έχει αναλάβει να εξιχνιάσει ο αστυνόμος Βέντεκιντ του προκαλεί πραγματικό πονοκέφαλο. Με πείρα τόσων χρόνων οι τιποτένιοι δολοφόνοι, οι βιαστές, οι πρεζάκηδες είναι πια γι’ αυτόν σχεδόν ανοιχτά βιβλία. Οι διανοούμενοι όμως με τις ιδιότροπες υπεκφυγές και τις αλλόκοτες ευαισθησίες τους τού φαίνονται επτασφράγιστα μυστικά. Και σαν να μην έφθανε αυτό, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ύποπτος με κίνητρο και χωρίς άλλοθι αλλά λείπει το πτώμα. Ο διάσημος κριτικός λογοτεχνίας Αντρέ Ερλ-Κένιχ έχει εξαφανιστεί, την τελευταία φορά εθεάθη όταν εγκατέλειπε το πάρτι στο σπίτι του εκδότη του Πίλγκριμ και το μόνο ίχνος που άφησε είναι το ματωμένο πουλόβερ του πεσμένο δίπλα στην Τζάγκουάρ του. Ως ύποπτος έχει συλληφθεί ο συγγραφέας Χανς Λαχ, ο οποίος στο πάρτι είχε λογομαχήσει έντονα με τον κριτικό. Πριν από το πάρτι ο Αντρέ Ερλ-Κένιχ είχε κατακρεουργήσει στο τηλεοπτικό του σόου «Ωρες επίσκεψης» το τελευταίο βιβλίο του Λαχ. Στο κρατητήριο ο συλληφθείς σωπαίνει πεισματικά.


Το πράγμα φαίνεται ξεκάθαρο. Οι έρευνες κινούνται πάνω σε δύο διαφορετικές τροχιές. Ο αστυνόμος Βέντεκιντ προσπαθεί να αποδείξει την ενοχή του υπόπτου και ο ιστοριοδίφης Μίχαελ Λάντολφ προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητα του φίλου του Λαχ. Οι προσπάθειες και των δύο θα αποδειχθούν μάταιες. Ο Αντρέ Ερλ-Κένιχ θα εμφανισθεί μια ωραία πρωία υγιέστατος για να δηλώσει ότι είχε αποσυρθεί για ένα σύντομο διάστημα στη βίλα της ερωμένης του Κόζιμα φον Σίργκενσταϊν, της επονομαζομένης πιο λιτά και Κόζι. Είχαν οργανώσει μαζί την εικονική εξαφάνιση, έτσι για να δοκιμάσουν τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Το αίμα στο πουλόβερ ήταν από τη μύτη του κριτικού που είχε ανοίξει εκείνο το βράδυ μέσα στον άγριο χιονιά που λυσσομανούσε στο Μόναχο. Ο Ερλ-Κένιχ επιστρέφει στην επικαιρότητα και στη γυναίκα του, η Κόζι το ρίχνει στη λογοτεχνία, ο Λαχ εγκαταλείπει τη φυλακή και τη σύζυγό του και περνά θαυμάσια στο εξοχικό της γυναίκας του Πίλγκριμ, ο οποίος έχει μετοικήσει εν τω μεταξύ στον άλλον κόσμο.


Γύρω από αυτόν τον βασικό ιστό εξελίσσεται το τελευταίο μυθιστόρημα του γνωστού γερμανού συγγραφέα Μάρτιν Βάλζερ με τίτλο Ο θάνατος ενός κριτικού. Και είναι προφανές ότι δεν δικαιολογεί από μόνος του την εξάντληση και των 50.000 αντιτύπων της πρώτης έκδοσης κατά την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του στις 27 Ιουνίου. Δεν πρόκειται όντως για αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά για μια δηκτική παρωδία της λογοτεχνικής σκηνής και αγοράς στη Γερμανία. Διακωμωδεί πρωτίστως τον κορυφαίο των γερμανών κριτικών λογοτεχνίας, τον χαρισματικό και πικρόχολο γέροντα πολωνοεβραίο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, ο οποίος επέζησε και έκανε καριέρα στη μεταπολεμική Γερμανία (η αυτοβιογραφία του εκδόθηκε πρόσφατα και στα ελληνικά). Για μια ολόκληρη δεκαετία ως τον περασμένο Δεκέμβριο ο Ράιχ-Ρανίτσκι παρουσίαζε στην κρατική τηλεόραση τη δημοφιλέστατη εκπομπή «Λογοτεχνικό κουαρτέτο» που άφησε εποχή, όχι τόσο αναμένοντας το «άξιον εστί» στα καινούργια λογοτεχνικά έργα όσο αναθεματίζοντας πολλά βιβλία γνωστών συγγραφέων με ένα οξύτατο «ανάξιον εστί». Λογοτεχνικά επιτίμια είχαν επιβληθεί επανειλημμένως και στον Μάρτιν Βάλζερ.


Το νέο μυθιστόρημά του Ο θάνατος ενός κριτικού βγήκε μάλιστα εφταμηνίτικο, αφού ο οίκος Ζούρκαμπ επέσπευσε την έκδοσή του μετά τα πολλαπλά πλήγματα που δέχθηκε ήδη ως έμβρυο. Με μια πρωτοφανή θεατρική χειρονομία η μεγάλη εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» αρνήθηκε πριν από έναν μήνα να το προδημοσιεύσει σε συνέχειες, όπως έχει κάνει επανειλημμένως με άλλα έργα του συγγραφέα. Με ανοιχτή επιστολή προς το έθνος ο υπεύθυνος λογοτεχνίας – διάδοχος του Ράιχ-Ρανίτσκι στην πανίσχυρη αυτή θέση – και συνεκδότης της εφημερίδας Φρανκ Σιρμάχερ εξόριζε το έμβρυο στο πυρ το εξώτερον ως «ντοκουμέντο μίσους» και «δολοφονική φαντασίωση πάνω στο πληκτρολόγιο του αντισημιτισμού». «Δεν είναι δυνατόν» έγραφε «να δημοσιεύσουμε ένα μυθιστόρημα που παίζει εκ των υστέρων με την ιδέα του φόνου ενός επιζώντος του γκέτο της Βαρσοβίας». Τις τελευταίες εβδομάδες το βιβλίο έχει γίνει αντικείμενο βιαιότατων αντεγκλήσεων, έστω και αν ελάχιστοι το είχαν διαβάσει από τα τυπογραφικά δοκίμια που είχε μοιράσει σε ορισμένους κριτικούς ο Ζούρκαμπ. Ο συγγραφέας ακύρωσε όλες τις βραδιές στις οποίες προβλεπόταν να διαβάσει αποσπάσματα και ο οίκος προχώρησε στη λύση της άμεσης κυκλοφορίας ώστε το έργο να τεθεί επιτέλους στην κρίση των αναγνωστών.


Η έκπληξη της ανάγνωσης: μόνο αντισημιτικό έκτρωμα δεν είναι το νέο βιβλίο του Βάλζερ. Είναι μια χαριτωμένη παρωδία με όλα τα γνωστά προτερήματα και μειονεκτήματα της πρόζας του: μια γλώσσα που δεν τιθασεύεται, που ξεχειλίζει και αφρίζει, παρασύροντας στο διάβα της ολοκληρωμένους χαρακτήρες και στέρεες δομές. Στο στόχαστρο του συγγραφέα βρίσκεται η άσκηση της λογοτεχνικής εξουσίας και η διαστροφή της στην εποχή του τηλεοπτικού θεάματος, τα πάθη και οι κακίες, οι φιλοδοξίες και οι μωροφιλοδοξίες στον χώρο της λογοτεχνίας. Στο στόχαστρό του βρίσκεται επίσης ως χαρακτηριστική μορφή αυτού του κόσμου ο Ράιχ-Ρανίτσκι, όχι όμως ως εβραίος – η καταγωγή του αναφέρεται εν παρόδω και δεν παίζει ρόλο ούτε στη διήγηση ούτε στο διακωμωδητικό πάθος της παρωδίας – αλλά ως παντοδύναμος κριτικός που εισήγαγε στα λογοτεχνικά πράγματα της Γερμανίας τον μανιχαϊσμό. Οντως ο αρχιερέας του «Λογοτεχνικού κουαρτέτου» πίστευε πάντα ότι ο αναγνώστης έχει το δικαίωμα να μάθει αν ένα βιβλίο είναι καλό ή κακό. Οι ενδιάμεσες κρίσεις είναι σάπιες, πιστεύει και ο Ερλ-Κένιχ του Βάλζερ. Και στην αγκαλιά του τα κακά βιβλία ξεψυχούν, όπως νεκρό είναι και το παιδί στον κόρφο του νυχτερινού καβαλάρη Ερλκένιχ στη γνωστή μπαλάντα του Γκαίτε.


Αν όμως το μυθιστόρημα αυτό είναι άμοιρο του αντισημιτισμού που του καταλογίστηκε, τότε μήπως έχουμε να κάνουμε με μια συνειδητή παρανάγνωση και διαστρέβλωση του Βάλζερ, ίσως και με μια συνωμοσία για την πολιτική του εξόντωση; Οχι. Παράλληλα με τις όποιες αντιπάθειες και αντεκδικήσεις, παράλληλα με τα ξεκαθαρίσματα προσωπικών λογαριασμών, το σκάνδαλο γύρω από αυτή την παρωδία συνιστά ένα σύμπτωμα. Μετά το Αουσβιτς η Γερμανία επέβαλε στον εαυτό της ως ελάχιστη τιμωρία μια συναίνεση: δεν θίγει τίποτε το εβραϊκό. Εν τω μεταξύ οι δεκαετίες πέρασαν και έφεραν τη βαθμιαία διαδοχή των γενεών. Οι νέες γενιές μπορούν να ζήσουν με τη μνήμη αλλά όχι με την ντροπή. Και σιγά σιγά τα μεταπολεμικά ταμπού αρχίζουν να τρίζουν. Οι συγγραφείς, οι πιο ευαίσθητοι σεισμογράφοι της κοινωνίας, καταγράφουν τους τριγμούς. Ηταν ο ίδιος ο Βάλζερ που παραλαμβάνοντας το Βραβείο Ειρήνης των γερμανών εκδοτών το 1998 είχε προκαλέσει σάλο λέγοντας στην ευχαριστήρια ομιλία του ότι το Αουσβιτς δεν μπορεί να χρησιμοποιείται επ’ άπειρον ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των Γερμανών. Το τελευταίο βιβλίο του πιστοποιεί την απορρύθμιση των ταμπού. Το καινούργιο στοιχείο δεν είναι οι αντανακλαστικές αντιδράσεις στον υποτιθέμενο αντισημιτισμό του. Το νέο είναι ότι στη Γερμανία γράφεται μια αμείλικτη σάτιρα χωρίς να λειτουργήσει εκ των προτέρων απαλλακτικά για τον παρωδούμενο η εβραϊκή καταγωγή του.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της «Deutsche Welle».