Μπάρτλεμπυ είναι το όνομα ενός γραφιά, ενός υπάλληλου γραφείου που επινόησε και έχρισε ήρωα του ομότιτλου διηγήματός του ο αμερικανός συγγραφέας Χέρμαν Μέλβιλ. Ο Μπάρτλεμπυ δεν διάβασε ποτέ του τίποτα, ούτε καν εφημερίδα, πολλές ώρες της ημέρας του τις περνούσε κοιτάζοντας από το παράθυρό του έναν τούβλινο τοίχο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, δεν ήπιε ποτέ μπίρα, τσάι ή καφέ, όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι, δεν πήγε ποτέ του πουθενά, αφού έζησε μέσα στο γραφείο όπου εργαζόταν και περνούσε ακόμη και τις Κυριακές, δεν είπε ποτέ ποιος είναι ούτε από πού κατάγεται ούτε αν έχει συγγενείς σε αυτόν τον κόσμο, ενώ όταν τον ρωτούσαν πού γεννήθηκε ή του ζητούσαν να διηγηθεί κάποιο περιστατικό από τη ζωή του ή, το σπουδαιότερο, του ανέθεταν κάποια δουλειά, συνήθιζε πάντοτε να απαντά με τη φράση: «Θα προτιμούσα να μην το κάνω».


Αυτός ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, ένας ολοκληρωτικός και απόλυτος αρνητής του κόσμου και της ζωής, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον διακεκριμένο ισπανό δοκιμιογράφο και λογοτέχνη Ενρίκε Βίλα-Μάτας να συγγράψει ένα ασυνήθιστο αφήγημα με κύριο θεματικό άξονα τον εντοπισμό και την αναφορά όλων σχεδόν των λογοτεχνών σε παγκόσμια κλίμακα, που προσβεβλημένοι από το «σύνδρομο Μπάρτλεμπυ» (όπως πολύ εύστοχα το βαφτίζει ο ίδιος ο Βίλα-Μάτας) είτε εγκατέλειψαν τη συγγραφή μετά την κυκλοφορία ενός – δύο βιβλίων τους είτε άφησαν ημιτελή έργα, γιατί δεν θέλησαν να συνεχίσουν να γράφουν, λόγω μιας έντονα αρνητικής παρόρμησης που τους παρέσυρε προς μια ολική παράλυση απέναντι στη γραφή, ενώ ξεκίνησαν τη συγγραφή τους γεμάτοι έμπνευση και σφοδρή δημιουργική επιθυμία είτε, τέλος, δεν προχώρησαν ποτέ σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους στην αποτύπωση των ευφάνταστων μυθιστορηματικών ιδεών τους στο χαρτί.


Ο μοναχικός και παράξενος ήρωας του αφηγήματος όντας, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει, ένα ακόμη θύμα αυτού του συνδρόμου που σημαδεύει το τέλος της δεύτερης χιλιετίας, αποφασίζει να καταγράψει μια σειρά από υποσημειώσεις ημερολογιακού χαρακτήρα σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσει αυτή τη λογοτεχνία τού «Οχι», το αρνητικό ορμέμφυτο, την έλξη προς το μηδέν, και να περιπλανηθεί στα μονοπάτια της πιο ανατρεπτικής και συνάμα ελκυστικής τάσης της σύγχρονης λογοτεχνίας: μιας τάσης στην οποία φαίνεται να βρίσκεται ο μοναδικός, πάντα κατά την άποψη του αφηγητή, δρόμος που μένει ανοιχτός για την αυθεντική λογοτεχνική δημιουργία, μιας τάσης που αναρωτιέται τι είναι η συγγραφή και σε ποια επίπεδα κινείται σήμερα, μιας τάσης που κινείται γύρω από την αδυναμία της ύπαρξής της και που δεν λέει ψέματα, όταν διαγιγνώσκει την κρίσιμη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η λογοτεχνία στο λυκαυγές του εικοστού πρώτου αιώνα. «… Η άρνηση, η αποποίηση, η σιγή είναι κενά των ακραίων μορφών με τις οποίες εμφανίστηκε η δυσφορία της κουλτούρας…» σχολιάζει ο ίδιος εντοπίζοντας τον πυρήνα των βιβλίων-φαντασμάτων και των διαφορετικών τύπων απόρριψης της γραφής σε διηγήματα των Χόθορν και Μέλβιλ, σε απόψεις και θέσεις των Κάφκα και Ζιντ και στην ιδέα τού «μη παραγωγικού δημιουργού» του Βαλερί, με κορωνίδα τον διαχρονικής αλήθειας αφορισμό του Σοπενχάουερ: «… Τα κακά βιβλία είναι ένα δηλητήριο της διανόησης, που καταστρέφει το πνεύμα. Κι επειδή η πλειονότητα των ανθρώπων αντί να διαβάζει το καλύτερο που έχει παραχθεί σε κάθε εποχή περιορίζεται στο να διαβάζει τις νέες κυκλοφορίες, οι συγγραφείς περιορίζονται στο στενό κύκλο των ιδεών που κυκλοφορούν, και το κοινό βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στον ίδιο του το βόρβορο…».


Μέσα από σύντομης έκτασης βιογραφικά κατά κύριο λόγο σχόλια διά χειρός ενός φανταστικού συγγραφέα «υποσημειώσεων ενός αθέατου (όχι όμως γι’ αυτό τον λόγο και ανύπαρκτου) κειμένου» ο Βίλα-Μάτας ανθολογεί περί τις σαράντα περιπτώσεις λογοτεχνών (αλλά και εικαστικών καλλιτεχνών) «Μπάρτλεμπυ» (με προεξέχουσες αυτές των Ρεμπό, Ρούλφο, Σάλιντζερ, Βιτγκενστάιν, Ντε Κουίνσι και του «πιο κρυμμένου από τους κρυμμένους συγγραφείς» Μπ. Τράβεν) με απώτερο σκοπό να προσπαθήσει να προσδιορίσει μέσω μιας εξ αντιθέτου επιβεβαίωσης την αναγκαιότητα της λογοτεχνικής δημιουργίας και να εντοπίσει τις ατραπούς που θα βαδίσει η συγγραφή στη διάρκεια της νέας χιλιετίας. Γιατί το «Μπάρτλεμπυ & Σία» καταλήγει να αποτελεί μια σύνθεση από άλλοθι, από λίγο ως πολύ εύστροφες δικαιολογίες οι οποίες, την ίδια στιγμή που δικαιώνουν την παύση της συγγραφικής δραστηριότητας, προσφέρουν με την αντιστροφή τους ισάριθμες που δικαιολογούν την αναγκαιότητα της συνέχισής της. Αλλωστε, όπως εύστοχα σημειώνει ο φανταστικός συγγραφέας του αφηγήματος: «… Ολοι επιθυμούμε να διασώσουμε μέσω της μνήμης κάθε κομμάτι ζωής που ξαφνικά γυρίζει σ’ εμάς, όσο άξιο περιφρόνησης, όσο επώδυνο και αν είναι. Και ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να το αιχμαλωτίσουμε με το γράψιμο. Η λογοτεχνία, όσο κι αν μας συναρπάζει η άρνησή της, μας επιτρέπει να διασώσουμε από τη λήθη όλα αυτά πάνω από τα οποία, όλο και πιο ανήθικη, η σύγχρονη ματιά προσπαθεί να γλιστράει με την πιο απόλυτη αδιαφορία».