«Φταίει το κράτος», «o Ελληνας δεν αλλάζει», «όλα ρυθμίζονται από τις πελατειακές σχέσεις». Αυτές οι παραδοχές αποτελούν κοινό τόπο. Και όμως υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό μια, σποραδική είναι αλήθεια, δημόσια αμφισβήτηση τέτοιων γενικοτήτων. Κυκλοφορούν ιδέες για τη σημασία τοπικών και εθελοντικών πρωτοβουλιών, για την κοινωνική ευθύνη και την κινητοποίηση των πολιτών, των κοινωνικών ομάδων και των επιχειρήσεων, χωρίς ανακλαστική αναγωγή όλων των προβλημάτων στη φυσιογνωμία του κράτους ή στον χαρακτήρα του Ελληνα. Η αμφισβήτηση παραδοχών όπως οι παραπάνω δεν είναι μόνο μεθοδολογική, με βάση το επιχείρημα ότι οι κοινότοπες γενικότητες είναι είτε προφανείς είτε λαθεμένες. Είναι και αμφισβήτηση ουσιαστική, με βάση το επιχείρημα ότι το κράτος (ειδικά το σύγχρονο ελληνικό) δεν έχει πολλές δυνατότητες και ούτως ή άλλως θα έπρεπε να παίζει έναν επιτελικό-στρατηγικό ρόλο, διορθωτικό της λειτουργίας της αγοράς. Κυρίως δε ένα ρόλο ενισχυτικό της κοινωνίας των πολιτών, των θεσμών διαλόγου και συμμετοχής και της προσαρμογής μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.


Ο Χρήστος Παρασκευόπουλος, ερευνητικός εταίρος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της London School of Economics, εντόπισε δύο γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες, ενώ μοιάζουν κατά το ότι ανήκουν στο ίδιο κράτος (στην Ελλάδα) και άρα εντάσσονται στο ίδιο νομικό-πολιτικό πλαίσιο, ενώ έχουν περίπου την ίδια φυσική διαμόρφωση και τις ίδιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, και έχουν εμπλακεί στα ίδια ευρωπαϊκά προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης, εν τούτοις, με κριτήριο διάφορους στατιστικούς δείκτες, παρουσιάζουν ως τελικό αποτέλεσμα πολύ διαφορετική οικονομική εξέλιξη. Η μία περιοχή έχει συγκλίνει ταχύτατα προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης, το επίπεδο ζωής κτλ.), ενώ η άλλη υστερεί (π.χ., ως προς την απορροφητικότητα των κονδυλίων, σελ. 162) και περιλαμβάνεται στις φτωχότερες περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η πρώτη περιοχή είναι οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα. Η δεύτερη, τρία νησιά του Βορείου Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος). Πώς εξηγείται η διαφορά;


Για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα ο συγγραφέας πραγματοποίησε επιτόπια έρευνα στο Αιγαίο με συνεντεύξεις εκπροσώπων τοπικών φορέων και χρησιμοποίησε διαθέσιμο εμπειρικό υλικό για τη λειτουργία συλλόγων και εθελοντικών οργανώσεων, στοιχεία από την πορεία διαφόρων ευρωπαϊκών προγραμμάτων και την ύπαρξη τοπικών θεσμών διαλόγου και επικοινωνίας γύρω από την ανάπτυξη και τον εξευρωπαϊσμό των ανωτέρω περιοχών. Το συμπέρασμά του είναι ότι για την υστέρηση της μιας περιοχής συγκριτικά με την άλλη δεν φταίει μόνο το κράτος ούτε αποκλειστικά οι πελατειακές σχέσεις. Και ότι και εκεί ακόμη όπου υπάρχει σχετική υπανάπτυξη έχουν γίνει βήματα οικονομικής προόδου τα οποία οφείλονται στην εξωτερική πίεση για αλλαγές που ασκεί η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και στο περιφερειακό επίπεδο της χώρας, ή, μάλλον, ιδίως σε αυτό το επίπεδο.


Στις Κυκλάδες και στα Δωδεκάνησα, πολύ περισσότερο από ό,τι στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, υπάρχει «κοινωνικό κεφάλαιο» και λειτουργεί ένα «πυκνό θεσμικό δίκτυο». Το δίκτυο αποτελείται από «οριζόντιες» (δηλαδή όχι «κάθετες», ιεραρχικές ή πελατειακές) σχέσεις ανάμεσα σε κρατικούς φορείς, κοινωνικές οργανώσεις, επιχειρήσεις και πολίτες. Θα απέδιδα το κοινωνικό κεφάλαιο (με την έννοια που έχουν δώσει στον όρο οι J. Coleman και R. D. Putnam) ως το σύνολο των μη οικονομικών πόρων, όπως είναι η εμπιστοσύνη, η αμοιβαιότητα, άλλα θετικά πρότυπα και άτυποι κανόνες συμπεριφοράς, που διευκολύνουν τη συνεργασία και τη συλλογική δράση. Και ακολουθώντας τον Χρ. Παρασκευόπουλο (αλλά και τον D. Knoke) αντιλαμβάνομαι τα θεσμικά δίκτυα ως «συστήματα αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε δημόσιους φορείς, ιδιωτικούς φορείς, ομάδες και άτομα που εμπλέκονται σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα πολιτικής ή σε κάποιο γεωγραφικό χώρο και άρα (σε κάποιο βαθμό) περιορίζονται από αυτόν» (σελ. 21). Οπου υπάρχουν επαρκές κοινωνικό κεφάλαιο και πυκνά δίκτυα, είναι ευκολότερη η διαδικασία της εκμάθησης νέων τρόπων δράσης, ιδεών και της προσαρμογής στις μεταβολές που επιφέρει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οπως προσθέτει ο Χρ. Παρασκευόπουλος, η δυνατότητα εκμάθησης και προσαρμογής είναι μεγαλύτερη όπου το κράτος προσφέρει ευκαιρίες περιφερειακής ανάπτυξης και σε όποιους τομείς δημόσιας πολιτικής έχει ήδη συγκροτηθεί κάποια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Οπου η εκμάθηση και η προσαρμογή είναι εντονότερη, εκεί παρατηρούνται καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα. Σε σύγκριση με τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, οι κοινωνίες των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων φαίνεται να υπερτερούν ως προς το κοινωνικό κεφάλαιο και τα θεσμικά δίκτυα. Οι φορείς και οι ιδιώτες μαθαίνουν και προσαρμόζονται ευκολότερα. Γι’ αυτό έχουν παρουσιάσει μεγαλύτερη σύγκλιση προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα ανάπτυξης.


Το επιχείρημα του Χρ. Παρασκευόπουλου είναι πειστικό και ο θεωρητικός εξοπλισμός του πολύ μοντέρνος. Οι έννοιες και οι στατιστικές τεχνικές (ανάλυση δικτύων) που χρησιμοποιεί είναι γνωστές στην Ελλάδα, αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί σπάνια σε εμπειρικές έρευνες. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, που αποτελούν άριστες παρουσιάσεις της σχετικής βιβλιογραφίας, είναι αναπόφευκτα γραμμένα σε πολύ εξειδικευμένη επιστημονική γλώσσα. Γι’ αυτό θα προτιμούσα στη συνέχεια περισσότερα εμπειρικά παραδείγματα από την επιτόπια έρευνα και αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις. Επίσης θα διάβαζα με ενδιαφέρον περισσότερες αναφορές στη διαφορετική πολιτική και οικονομική ιστορία των δύο νησιωτικών περιοχών. Μέσα στο κείμενο θα χρειαζόμουν λιγότερες αναφορές σε ποσά και ποσοστά, που άλλωστε είναι υλικό υποσημειώσεων.


Ισως αναλύοντας τις επιτυχημένες περιπτώσεις ανάπτυξης ο Χρ. Παρασκευόπουλος να έχει κάπως εξιδανικεύσει την τοπική κοινωνία και αυτοδιοίκηση, καθώς και την ουσιαστική λειτουργία των θεσμικών δικτύων. Στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας δεν έχει δώσει επαρκή χώρο στις συνέπειες της έρευνάς του για τη θεωρία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ακόμη έχει δώσει σχετικά μικρή προσοχή στο τι θα μπορούσαμε να σκεφθούμε, με βάση τη δική του έρευνα, για τη μορφή που παίρνει σιγά σιγά, λόγω εξευρωπαϊσμού, η ελληνική κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο προσφέρει μια εμπεριστατωμένη εικόνα των δυνατοτήτων της Ελλάδας για πραγματική (και όχι μόνον επιφανειακή – στατιστική) σύγκλιση.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.