Με αφορμή τη σύμπτωση δύο δημιουργών στον ίδιο τίτλο, η Π. Ταμπακάκη συγγράφει μια μελέτη με κύριο χαρακτηριστικό τη συνδυαστική φαντασία, η οποία ωστόσο υποστηρίζεται από την ανάλογη φιλολογική φροντίδα. Με καλή μουσική κατάρτιση η μελετήτρια, όπως δείχνει και η πρόσφατη μετάφραση της βιογραφίας του καταλανού βιολοντσελίστα Πάμπλο Καζάλς, προσφέρει μια διαφορετική θέαση της σεφερικής ποίησης. Οπως φαίνεται, η ιδέα για τη μελέτη υπήρχε ήδη από την εποχή που η Π. Ταμπακάκη συνέτασσε το χρονολόγιο της βιογραφίας, όπου για την καλύτερη σκιαγράφηση της εποχής του Καζάλς αναφέρει δημιουργούς και έργα. Εν μέσω αυτών, ο αιρετικός γάλλος συνθέτης Ερίκ Σατί και ο Σεφέρης: Το 1888 ο Σατί, μόλις 22 χρόνων, δουλεύει πιανίστας στο καμπαρέ «Μαύρος Γάτος» της Μονμάρτρης και συνθέτει τρία σύντομα κομμάτια για πιάνο που αποκαλεί «gymnopedies». «Οχτώβρη 1935», ο Σεφέρης, μετά την έκδοση της συλλογής Μυθιστόρημα και ενώ μεταφράζει Ελιοτ, γράφει «μια παραπληρωματική δίπτυχη σύνθεση», με τίτλο Γυμνοπαιδία.


Οπως δηλώνει και ο υπότιτλος της μελέτης, η Π. Ταμπακάκη ιχνηλατεί την πνευματική επικοινωνία του Σεφέρη με τον Σατί ή μάλλον, λιγότερο φιλόδοξα, αναφέρεται σε ορισμένα στιγμιότυπα αυτής της εν πολλοίς υποθετικής επικοινωνίας, αν και οι εικασίες στηρίζονται με πειστικά επιχειρήματα. Προτάσσει ωστόσο μια άλλη επικοινωνία, του Σατί με το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Λέγεται πως όταν συνέθετε τις «gymnopedies» διάβαζε τη Σαλαμπό του Φλομπέρ, οπότε δεν αποκλείεται να εμπνεύστηκε από τα γυμνά πόδια της Καρχηδόνιας. Ηταν όμως και γνώστης των κλασικών, όπως μαρτυρεί το συμφωνικό δράμα «Σωκράτης» ή η μουσική για το μπαλέτο «Ερμής» που συνέθεσε αργότερα. Το πιθανότερο λοιπόν να γνώριζε τις γυμνοπαιδίες, όπως αποκαλούνταν οι ετήσιοι εορτασμοί στην αρχαία Σπάρτη προς τιμήν του θεού Απόλλωνος, κατά τους οποίους γυμνοί παίδες εχόρευαν και τελούσαν γυμναστικές ασκήσεις, αφιερωμένες στη μνήμη των πεσόντων στη μάχη της Θυρέας.


Ωστόσο δεν μπορούσε να γνωρίζει την Πλατεία των Γυμνοπαιδιών στη Σαντορίνη και τους εκεί τελούμενους χορούς, στους οποίους αναφέρεται ο Σεφέρης, αφού οι ανασκαφές στην αρχαία Θήρα ξεκίνησαν στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα. Μάλλον ο Σατί διασκέδαζε με το παράξενο του ονόματος και την αμφισημία του. Γιατί πολλοί υποτιμούν τη μουσική ιδιοφυΐα του, θεωρώντας τον απλώς έναν επινοητικό πρόδρομο του φίλου του Κλοντ Ντεμπυσί, όμως όλοι τον αναγνωρίζουν ως εξαίρετο χιουμορίστα.


Πόσο καλά όμως γνώριζε ο Σεφέρης τον Σατί και τις «γυμνοπαιδίες» του; Σαφείς οι ενδείξεις πως ο Σεφέρης απήλαυσε το Παρίσι του ’20, όταν αποθεωνόταν ο Σατί. Η Π. Ταμπακάκη αναζητεί τα μουσικά ακούσματα του Σεφέρη στα φοιτητικά του χρόνια στο Παρίσι και μετά, του νεαρού διπλωμάτη πλέον, στο Λονδίνο. Εκείνης της εποχής και η μοναδική αναφορά στον Σατί.


Την Κυριακή, 8 Μάη 1932, γράφει στο ημερολόγιό του: «… Οταν πρόκειται να παίξω το «Sacre» ή τη «Γυμνοπαιδία» του Σατί, διπλοκλειδώνομαι…». Υπάρχει και μία ακόμη, πολύ μεταγενέστερη, μνεία του Σατί σε μια διάλεξη γύρω από την πνευματική επικοινωνία Γαλλίας – Ελλάδας, στην Αίγυπτο το 1944. Σε αντίθεση με τις πολλαπλές αναφορές στον αγαπημένο του συνθέτη Ντεμπυσί. Και όμως, όπως παρατηρεί η Π. Ταμπακάκη, στη Γυμνοπαιδία, «βάζει για πρώτη και μοναδική φορά σε ποίημά του ως τίτλο ένα διάσημο μουσικό έργο».


Το καλοκαίρι του 1935, προτού πάει διακοπές στο Πήλιο, ο Σεφέρης έκανε ένα σύντομο ταξίδι με βαπόρι και καπετάνιο στο τιμόνι τον φίλο του, ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου· ένα λαθραίο ταξίδι που λανθάνει ακόμη και από τα χρονολόγια Σεφέρη. Τότε είδε χωρίς ν’ αφήσει τη γέφυρα του καραβιού τη Νάξο, την Πάρο, τη Σαντορίνη. Μετά έγραψε τα δύο ποιήματα της Γυμνοπαιδίας, «Σαντορίνη» και «Μυκήνες». Η Π. Ταμπακάκη δείχνει το πάθος του Σεφέρη για τη μουσική, που τον φέρνει και στην ποίηση του Ζυλ Λαφόργκ, του Ελιοτ ή του Δάντη. Η μελέτη κλείνει με το ποιητικό υστερόγραφο της Γυμνοπαιδίας, γραμμένο «Παρασκευή, 12 Γενάρη 1945», όταν «οι εφημερίδες δημοσίευαν την ανακωχή Scobie – ΕΛΑΣ», και όπου δεν ηχεί πια η μουσική του Σατί.