Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αν κάποιος ήθελε να διαβάσει ένα μόνο βιβλίο για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, θα έπρεπε να καταφύγει σε δυο-τρεις δυσεύρετες μονογραφίες. Μετά τη μεταπολίτευση τα πράγματα άλλαξαν. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχαν κυκλοφορήσει μερικά δημοσιογραφικά και αρκετά επιστημονικά βιβλία που συνήθως υιοθετούσαν την προσέγγιση των θεωριών της εξάρτησης και ασχολούνταν με τον ρόλο του στρατού, τις συνέπειες της διείσδυσης του ξένου κεφαλαίου, την οικοδόμηση του κράτους της Δεξιάς και την απόσταση ανάμεσα στις προβλέψεις του Συντάγματος και στο «παρασύνταγμα». Κατόπιν ακολούθησε ένα διάστημα ακμής της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών.


Ωστόσο, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, παρατηρήθηκε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γενικά για την πολιτική ιστορία και ειδικά για την ιστορία της μεταπολεμικής περιόδου. Το πλήθος των βιβλίων πολιτικής ιστορίας που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια αντανακλά μάλλον ένα στάδιο ωριμότητας της επιστημονικής κοινότητας των πολιτικών επιστημόνων και των ιστορικών παρά μια ανανέωση του ενδιαφέροντος του κοινού για την τρέχουσα πολιτική. Πρόκειται άλλωστε για βιβλία που στην πλειονότητά τους αφορούν την τριακονταετία 1944-1974. Η καχεκτική δημοκρατία είναι η πληρέστερη ως σήμερα μονογραφία για την πολιτική της περιόδου 1946-1967. Ο τίτλος του βιβλίου εκφράζει τη γενική σχεδόν συναίνεση ότι το πολιτικό καθεστώς της μετεμφυλιακής Ελλάδας απείχε πολύ από το πρότυπο της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό ο Η. Νικολακόπουλος διακρίνει τη «νόμιμη» χώρα της καχεκτικής δημοκρατίας από την «πραγματική» χώρα στην οποία επικρατούσε το παρακράτος. Η πρώτη εσφαλμένη εντύπωσή μου από την Καχεκτική δημοκρατία ήταν ότι πρόκειται για μια ξενάγηση του γνωστού εκλογολόγου στον κόσμο της εκλογικής συμπεριφοράς των Ελλήνων, ανάλογη με τα παλαιότερα έργα του (π.χ., Ατλας των βουλευτικών εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981, Αθήνα, 1984). Η δεύτερη εσφαλμένη εντύπωσή μου ήταν ότι πρόκειται για επανέκδοση του διδακτορικού του (έκδοση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 1985). Τίποτε από αυτά δεν αληθεύει. Το χρονικό εύρος της ανάλυσης είναι μεγαλύτερο από κάθε προηγούμενο έργο του, η δε τεκμηρίωση έχει επωφεληθεί από πλήθος νέων πηγών και είναι εξαντλητική: πάμπολλοι πίνακες εκλογικών αποτελεσμάτων, διαγράμματα, χάρτες, παραθέματα από εφημερίδες της εποχής, ιδιωτικά αρχεία και αναμνήσεις των πολιτικών πρωταγωνιστών, επτά παραρτήματα με επιπλέον στοιχεία και δύο ευρετήρια πολιτικών προσώπων και κομμάτων.


Επιπλέον είναι φανερό ότι τον Η. Νικολακόπουλο τον στενεύουν τα ρούχα του εκλογικού αναλυτή. Στην Καχεκτική δημοκρατία δεν αρκείται στην παρουσίαση των πολιτικών εξελίξεων της μεταπολεμικής περιόδου αλλά προτείνει ένα θεωρητικό σχήμα ερμηνείας το οποίο εμπνέεται από τη θεωρία των Stein Rokkan και Seymour Martin Lipset. Μοτίβο της θεωρίας τους είναι οι μεγάλες κοινωνικές διαιρέσεις («cleavages») που επηρέασαν την ιστορική εξέλιξη των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων. Ο Η. Νικολακόπουλος εξετάζει τις εκλογικές επιπτώσεις των διαιρέσεων ανάμεσα στην Παλαιά Ελλάδα και στις Νέες Χώρες (που προστέθηκαν στην Ελλάδα σταδιακά, ύστερα από την ανεξαρτησία της), ανάμεσα στις αστικές και στις αγροτικές περιοχές και, όπου είναι δυνατόν, ανάμεσα στον ανδρικό και στον γυναικείο πληθυσμό και τις εργατικές, τις μικροαστικές και τις αστικές συνοικίες των πόλεων. Παράλληλα θεωρεί τον διχασμό του Μεσοπολέμου και τον εμφύλιο πόλεμο σημεία αναφοράς για τη συγκρότηση των μεγάλων πολιτικών παρατάξεων στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Το Κέντρο και η Δεξιά μορφοποιήθηκαν μέσα από τη διαμάχη βενιζελικών και αντι-βενιζελικών. Η μεταπολεμική Δεξιά (στην οποία συγχωνεύθηκαν κάποια τμήματα και των δύο προπολεμικών παρατάξεων) και η Αριστερά συγκροτήθηκαν μέσα από τον εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τόσο μια κοινωνιολογική προσέγγιση διαιρετικών τομών πάνω στο εκλογικό σώμα όσο και μια ιστορική προσέγγιση της συγκρότησης και της διάσπασης πολιτικών συμμαχιών.


Διαβάζοντας το βιβλίο είχα το ερώτημα αν η εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων ερμηνεύεται με βάση κυρίως την ταξική προέλευση ή την πολιτική ιδεολογία. Ο Η. Νικολακόπουλος θα απαντούσε ότι εξαρτάται από τις εσωτερικές και τις διεθνείς πολιτικές περιστάσεις, από τη γεωγραφική περιοχή και την τοπική πολιτική παράδοση και από το είδος των εκλογών. Το τελευταίο έχει σημασία γιατί ο συγγραφέας δεν εξετάζει μόνο τις βουλευτικές αλλά και τις δημοτικές εκλογές της μεταπολεμικής περιόδου. Αναλύει κάθε εκλογική αναμέτρηση με στοιχεία για τον αριθμό, την πολιτική ταυτότητα και την ηγεσία των κομμάτων, τις ψήφους και τις έδρες που έλαβαν, τις μετατοπίσεις των ψηφοφόρων μεταξύ κομμάτων και μεταξύ ευρύτερων πολιτικών παρατάξεων. Κυρίως αναδεικνύει τις μεταβολές της επιρροής των κομμάτων σε πολλά επίπεδα, από το επίπεδο της γεωγραφικής περιφέρειας ως το επίπεδο της συνοικίας.


Η ανάλυση του Η. Νικολακόπουλου είναι προφανώς πολυδιάστατη, όπως και το αρχικό θεωρητικό σχήμα των Rokkan και Lipset. Ωστόσο δεν επανέρχεται σε αυτό το σχήμα και, κατά τη γνώμη μου, δεν θα μπορούσε να το κάνει. Η ιστορική ιδιαιτερότητα των ιδεολογικών και ταξικών συγκρούσεων της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν είναι συγκρίσιμη με τις εμπειρίες άλλων, κυρίως βορειοευρωπαϊκών χωρών, τις οποίες είχαν κατά νου οι δύο θεωρητικοί. Σε εκείνες τις χώρες οι κρίσιμες διαιρετικές τομές ήσαν θρησκευτικές ή χωρικές (ανταγωνισμοί κέντρου – περιφέρειας) ή σύμφυτες με την αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Σε μας, όπου η εργατική τάξη ήταν συγκριτικά πολύ πιο ισχνή, οι ταξικές συγκρούσεις διαμεσολαβούνταν από διαμάχες γύρω από χαρισματικά πρόσωπα και ακατάσχετες ιδεολογίες.


Η αξία του βιβλίου έγκειται στις ερμηνείες των μεταβολών της συγκεκριμένης περιόδου της ελληνικής ιστορίας με την οποία καταπιάνεται και στις οριστικές απαντήσεις που δίνει σε εριζόμενα ζητήματα (π.χ., το ποσοστό της αποχής στις εκλογές του 1946 που οφειλόταν στην επιρροή της Αριστεράς, ο ακριβής προσδιορισμός της βίας και της νοθείας στις εκλογές του 1961, η έκταση της αναμενόμενης νίκης των αντιδεξιών δυνάμεων στις εκλογές του 1967 – που δεν έγιναν). Ετσι, όταν οι παλαιότεροι διακόπτουν τις έριδες για τα γεγονότα της μεταπολεμικής περιόδου λέγοντας «εμείς τα ζήσαμε, εσείς δεν τα ξέρετε», οι νεότεροι ξέρουν πια ποιο βιβλίο μπορούν να ανασύρουν.


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.